Σελίδες

8 Νοεμβρίου 2015

ΔΗΚΟ: Προς αναχαίτιση των παθογενειών

Τα πολιτικά κόμματα δεν διαρκούν για πάντα, και όταν ολοκληρώσουν τον κύκλο τους αντικαθίστανται από καινούρια ή απορροφούνται από υφιστάμενα. Οι συνηθέστεροι  λόγοι για αυτή την εξέλιξη είναι η επιδείνωση εγγενών παθογενειών και η αδυναμία σύλληψης των μηνυμάτων των καιρών. Το ΔΗΚΟ, όπως όλα τα κόμματα, διαθέτει τέτοιες χαρακτηριστικές και διαχρονικές παθογένειες: Πάσχει από κομματικό αρχηγισμό που αρέσει στην εκάστοτε ηγεσία του, εκδηλώνει πολιτική ασάφεια που βολεύει την εκάστοτε ηγεσία του και καταλήγει σε ευκαιριακές συμμαχίες που συμφέρουν την εκάστοτε ηγεσία του. Το οξύμωρον του πράγματος, είναι ότι αυτές οι παθογένειες καθιστούσαν ανέκαθεν την κατάληψη της ηγεσίας του ΔΗΚΟ ελκυστική, όμως ταυτόχρονα περιορίζουν το εύρος της επιρροής του και κατατρώγουν την προοπτική του. Έτσι ενώ η ανάγκη της αναχαίτισης των παθογενειών είναι προφανής, συνήθως μετατίθεται και αυτές επιδεινώνονται περαιτέρω, με τα ανάλογα αποτελέσματα.  

Το ΔΗΚΟ, για να απαλλαγεί από τον κομματικό αρχηγισμό, πρέπει να θεσμοθετήσει και να εφαρμόσει με συνέπεια συλλογικές διαδικασίες παραγωγής πολιτικής και λήψης αποφάσεων: Η χώρα χρειάζεται συλλογικά κόμματα, όπου οι πολίτες θα συμμετέχουν για να εκφράζουν ελεύθερα τις απόψεις τους, για να καταθέτουν τις εισηγήσεις τους, για να ασκούν κριτική και αυτοκριτική, για να ζητούν λογοδοσία από την ηγεσία τους, και όχι για να επικυρώνουν και για να χειροκροτούν.  

Το ΔΗΚΟ, για να απαλλαγεί από την πολιτική ασάφεια, πρέπει να προσδιορίσει με σαφήνεια το ιδεολογικό πλαίσιο και τους πολιτικούς στόχους του: Η χώρα χρειάζεται ένα προοδευτικό και μετριοπαθές κεντρώο κόμμα, που να εκφράζει τη μεσαία τάξη, να στηρίζει τις αδύνατες κοινωνικές ομάδες, να εγγυάται την κοινωνική συνοχή και να προάγει την κοινωνική δικαιοσύνη, που να επιδιώκει τη διαμόρφωση ολοκληρωμένου αναπτυξιακού σχεδιασμού, τη διαφύλαξη των δημόσιων υποδομών και την προστασία των εργασιακών σχέσεων.   

Το ΔΗΚΟ, για να απαλλαγεί από τις ευκαιριακές συμμαχίες, πρέπει να καθορίσει με διαφάνεια τις μακροχρόνιες στρατηγικές συνεργασίες του, με επίκεντρο τις ουσιαστικές πολιτικές συγκλίσεις: Η χώρα χρειάζεται μια μεγάλη προοδευτική πολιτική συμμαχία, για τον εκσυγχρονισμό του κράτους, για την απαλλαγή από τις πολιτικές της λιτότητας και του νεοφιλελευθερισμού, για την απελευθέρωση από την κατοχή και για την επανένωση της πατρίδας μας. 

Η αναχαίτιση αυτών των παθογενειών αποτελεί το αντίδοτο της εσωστρέφειας και του ρεβανσισμού, ως εισιτήριο για την απαραίτητη φυγή προς τα εμπρός. Η εύκολη λύση της πεπατημένης είναι πλέον απελπιστικά ξεπερασμένη, ατελέσφορη και ζημιογόνα. Το ΔΗΚΟ δεν έχει συμπληρώσει τον πολιτικό του κύκλο. Και για να μην συμβεί κάτι τέτοιο, οφείλει να λάβει τα μηνύματα των καιρών και να αλλάξει.

[Εφημερίδα ΡΕΠΟΡΤΕΡ]   

25 Οκτωβρίου 2015

Ο επικίνδυνος μεγάλος κερδισμένος

Ο εκατέρωθεν μικρόκοσμος των κομματικών στελεχών χαρακτηρίζεται από ανοσία για τα ατοπήματα των ημετέρων και από μηδενική ανοχή για τα παραστρατήματα των άλλων, κάνοντας γαργάρα τις σκιές που τον αφορούν και στηλιτεύοντας από απόσταση ασφαλείας τις αντίπερα αμαρτίες. Ωστόσο παρ’ όλη την άρνηση, τα διασταυρούμενα πυρά δεν αφήνουν αλώβητο κανένα, και το πολιτικό προσωπικό αποτελείται κατά βάση από τραυματίες και τραυματιοφορείς που παριστάνουν τους άσπιλους και τους αμόλυντους. Οι πολιτικές δυνάμεις εκτιμούν λανθασμένα ότι μπορούν να επωφεληθούν από αυτή την κατάσταση, επικεντρώνοντας την κριτική τους στον εκάστοτε αντίπαλο και λαθροβιώντας διατηρούμενες ή εναλλασσόμενες στην εξουσία. Αυτή η ψευδαίσθηση πόρρω απέχει πλέον από την πραγματικότητα, επειδή η απαξίωση δεν θα έχει ως τελικό και βολικό προορισμό την αποχή, αλλά θα έχει ως ενδεχόμενη κατάληξη την κατεδάφιση του πολιτικού συστήματος. Αν και αυτή η προοπτική ίσως εκ πρώτης όψεως να φαίνεται σε κάποιους ελκυστική, στην πραγματικότητα θα ωφελέσει τις ακραίες και περιθωριακές δυνάμεις που είναι σε θέση να κεφαλαιοποιήσουν εκ του ασφαλούς και αβρόχοις ποσί την οργή των πολιτών. Με τον ίδιο δηλαδή τρόπο που στο ζωικό βασίλειο κάποια έντομα, πτηνά και ζώα επιλέγουν εύκολα να τρέφονται με θνησιμαία.       
Δυστυχώς, για μια σειρά από λόγους, το πολιτικό σύστημα βρίσκεται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, με κλιμακούμενα προβληματικά χαρακτηριστικά που ανατροφοδοτούν τη συνολική απαξίωση: Οι αμφιλεγόμενες δραστηριότητες πολιτικών προσώπων που έχουν να κάνουν με τους επαγγελματικούς τους τομείς, με τις επιχειρηματικές τους διασυνδέσεις, και με την οικονομική τους κατάσταση, δημιουργούν την αίσθηση του ότι σχεδόν όλοι έχουν λερωμένη τη φωλιά τους. Οι προβληματικές θεσμικές σχέσεις και οι συνεχιζόμενες συγκρούσεις μεταξύ πολιτειακών αξιωματούχων με υπόβαθρο τη διαπλοκή και τη διαφθορά, εδραιώνουν την αντίληψη του ότι οι περισσότεροι επιδιώκουν την κατάληψη της εξουσίας για να εξυπηρετήσουν συμφέροντα. Τα αδιέξοδα στη λειτουργία των θεσμών που οδηγούν σε χρονοβόρες και ατελέσφορες διαδικασίες, όπου σημαντικά ζητήματα παραπέμπονται συχνά στις ελληνικές καλένδες, επιβεβαιώνουν την εντύπωση του ότι το υφιστάμενο σύστημα δεν μπορεί να προσφέρει αποτελεσματικές λύσεις και θεραπείες. Οι αμοραλιστικές κομματικές συνεννοήσεις με επίκεντρο το στενό κομματικό όφελος, χωρίς συνέπεια σε πολιτικές θέσεις και ιδεολογικές αρχές, ενισχύουν την άποψη του ότι εκεί που υπάρχει συμφέρον, όλοι τελικά καταφέρνουν να συνεννοηθούν μεταξύ τους.  Οι μικροκομματικές αντιπαραθέσεις που βασίζονται σε συνθήματα και σε τσιτάτα, σε δηλώσεις και σε αντιδηλώσεις, σε χαρακτηρισμούς και σε υπονοούμενα, αναπαράγουν τη θέση του ότι o πολιτικός διάλογος είναι επιφανειακός, αδιάφορος και διεκπεραιωτικός, με βασικό στόχο τις κομματικές συσπειρώσεις. Επιπρόσθετα, η απουσία ολοκληρωμένης εθνικής στρατηγικής για το ρόλο της χώρας στην περιοχή και στον κόσμο, σε συνδυασμό με την απουσία ολοκληρωμένου αναπτυξιακού σχεδιασμού για την οικονομική ανάκαμψη και την κοινωνική ευημερία, επισφραγίζουν τη διαπίστωση της ανεπάρκειας του πολιτικού συστήματος για ανταπόκριση στις δύσκολες επίκαιρες προκλήσεις που θα κρίνουν το παρόν και το μέλλον των επόμενων γενιών.  

Εάν το πολιτικό σύστημα συνεχίσει να αποτυγχάνει στην αναχαίτιση και συνεχίσει να επιμένει στην ανακύκλωση αυτής της κατάστασης, θα εξακολουθήσει να αποτελεί το σημαντικότερο σπόνσορα των αντιδραστικών δυνάμεων του περιθωρίου. Σήμερα στην Κύπρο, η οργανωμένη ακροδεξιά εκπροσωπείται από το ΕΛΑΜ, χωρίς ευρεία κοινωνική δράση, χωρίς σαφή πολιτικό λόγο, χωρίς ουσιαστική πρόσβαση στα ΜΜΕ, χωρίς χαρισματικούς ηγέτες και χωρίς ικανούς εκπροσώπους. Παρ’ όλα αυτά, καταφέρνει να ενισχύεται και να εδραιώνεται, καταφέρνει να εντοπίζεται στις δημοσκοπήσεις και καταφέρνει να βρίσκεται στον προθάλαμο της Βουλής των Αντιπροσώπων. Όπως συμβαίνει συνήθως, εκείνοι που παριστάνουν τους γνωρίζοντες, υποτιμούν αυτή την εξέλιξη και περί άλλων τυρβάζουν. Όμως ο επικίνδυνος μεγάλος κερδισμένος έχει ήδη ξεκινήσει να κερδίζει. Και αν δεν αλλάξουν σύντομα εκ βάθρων τα δεδομένα, θα κερδίζει εύκολα διαρκώς περισσότερα. Όπως εύκολα κερδίζουν την τροφή τους τα όρνεα.

[Εφημερίδα Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ]

13 Σεπτεμβρίου 2015

Οι Σάτυροι της Ατλαντίδας

Ένα από τα πλέον ιδιάζοντα αρχαία εκθέματα  στο μουσείο του Λούβρου, είναι οι «Σάτυροι της Ατλαντίδας», οι οποίοι κατασκευάστηκαν το 2ο αιώνα μ.Χ. στη Ρώμη, περιλαμβάνονταν από το 1763 στην περίφημη συλλογή του Alessandro Albani, πέρασαν το 1797 στην κατοχή της Γαλλίας με τη Συνθήκη του Τολεντίνο, και τοποθετήθηκαν οριστικά στο Λούβρο το 1815. Ο άγνωστος δημιουργός  τους, θέλοντας προφανώς να σατιρίσει την καταστροφική τάση της υποκειμενικής επικέντρωσης σε αποσπασματικές πτυχές της πραγματικότητας, δημιούργησε τέσσερα μαρμάρινα αγάλματα Σατύρων με αυτιά τράγου, οι οποίοι κοιτάζουν επίμονα σκυφτοί τον ομφαλό τους, τοποθετημένοι στη μυθική χαμένη Ατλαντίδα. Αυτή η τάση εξακολουθεί να είναι επίκαιρη σήμερα σε σχέση με τη δημόσια συζήτηση γύρω από τις συνομιλίες για την επίλυση του Κυπριακού, η οποία αναπτύσσεται ομφαλοσκοπικά και συγκρουσιακά, αγνοώντας ευρύτερες παραμέτρους που πρέπει να προσεγγίζονται σφαιρικά και ορθολογικά.


Τα δύο βασικότερα ζητήματα που χρήζουν σοβαρής ανάλυσης και συζήτησης σε σχέση με τη λύση του Κυπριακού είναι η ολοκληρωμένη αξιολόγηση των διεθνών δεδομένων και ο σαφής προσδιορισμός του επιδιωκόμενου περιεχομένου μιας συμβιβαστικής συμφωνίας. Αφενός, ο ρόλος των διεθνών συνθηκών είναι κεφαλαιώδης για τη λύση του Κυπριακού, αφού αυτή δεν εξαρτάται κατά βάση από τη διάθεση της ελληνοκυπριακής κοινότητας, αλλά από τις δοσμένες γεωπολιτικές συνθήκες, από τη στάση της διεθνούς κοινότητας και από τη βούληση της Τουρκίας. Όλα αυτά πρέπει να συναξιολογηθούν με νηφαλιότητα και επιστημονικότητα για να εξαχθούν τεκμηριωμένα συμπεράσματα σχετικά με τις αντικειμενικές προοπτικές της τρέχουσας διαδικασίας των συνομιλιών, ώστε στη βάση αυτών να σχεδιάζονται τα βήματα της πλευράς μας. Αφετέρου, το περιεχόμενο της λύσης του Κυπριακού αποτελεί την ουσία της διαπραγμάτευσης αφού το πλαίσιο είναι καθορισμένο στη βάση της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, ενώ το γεγονός των συνομιλιών υποδηλώνει ότι η όποια κατάληξη θα αποτελεί προϊόν συμβιβασμού. Για να μπορεί η λύση να γίνει αποδεκτή από την πλειοψηφία των πολιτών χρειάζεται να παρέχει ένα ασφαλές περιβάλλον πολιτικής σταθερότητας, να διαθέτει συγκεκριμένα λειτουργικά χαρακτηριστικά  και να αποκαθιστά τους πληγέντες της εισβολής και της κατοχής.  Όλα αυτά, πρέπει να προσδιοριστούν με σαφήνεια, υπό το φως της εμπειρίας του 2004, ώστε να αποτελέσουν σταθερές και ρεαλιστικές επιδιώξεις, η υλοποίηση ή η ματαίωση των οποίων θα είναι το βασικό κριτήριο για την επιτυχημένη ή την αποτυχημένη έκβαση των συνομιλιών.

Απαραίτητη προϋπόθεση για την εποικοδομητική συζήτηση αυτών των ζητημάτων είναι η ενότητα του εσωτερικού μετώπου, η αποφυγή της δίκης των εκατέρωθεν προθέσεων και η διαλεκτική προσέγγιση των πραγμάτων. Όμως, ενόσω η δημόσια συζήτηση για το Κυπριακό επικεντρώνεται στον ομφαλό των συντελεστών της, υπό τη μορφή της προβολής επιθυμιών, απωθημένων, συμβολισμών και ρεβανσισμών, δεν πρόκειται να καταστεί χρήσιμη επί της ουσίας. Αντίθετα, θα συνεχίσει να μολύνει μια ήδη δύσκολη διαδικασία, με κίνδυνο την επανάληψη μια αρνητικής κατάληξης, αφού η δημιουργία κλίματος πόλωσης και αντιπαράθεσης δεν βοηθά τη λύση του Κυπριακού αλλά συντηρεί και επαναφέρει διελκυστίνδες του παρελθόντος, ανάμεσα σε «προδότες» και «πατριώτες». Η πολιτική ηγεσία έχει την ευθύνη της αναχαίτισης αυτών των κινδύνων και της άρσης του ομφαλοσκοπισμού, διαφορετικά στο μέλλον κάποιος άλλος άγνωστος καλλιτέχνης, θα φτιάξει ένα άλλο έργο αντίστοιχο με τους «Σάτυρους της Ατλαντίδας», τοποθετημένους νοερά στη χαμένη Κύπρο.

[Εφημερίδα ΑΛΗΘΕΙΑ]

30 Αυγούστου 2015

Διδάγματα από το 2004

Για να καταστεί επιτυχημένη η τρέχουσα προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού, είναι σημαντικό να αντληθούν διδάγματα από την αποτυχημένη διαδικασία του 2004. Πέρα από τη σημασία που αποδίδεται στις διαφορετικές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες και στη λεγόμενη περιρρέουσα ατμόσφαιρα εκείνης της περιόδου, τα σημαντικότερα στοιχεία που καθόρισαν το τελικό αρνητικό αποτέλεσμα περιλαμβάνονταν σε αυτήν καθ’ εαυτήν τη συμφωνία που τότε τελικά διαμορφώθηκε. Έτσι, κατά τις τωρινές διαπραγματεύσεις, αυτά τα στοιχεία δεν πρέπει να επαναληφθούν με τρόπο που να επιβαρύνουν ξανά μια νέα συμφωνία, αυξάνοντας της πιθανότητες μιας νέας απόρριψης. Ο Τάσσος Παπαδόπουλος, ενόψει της διαχείρισης του αρνητικού αποτελέσματος του Δημοψηφίσματος του 2004, κατέγραψε αναλυτικά τα σημαντικότερα προβληματικά στοιχεία του Σχεδίου Ανάν που οδήγησαν την ελληνοκυπριακή κοινότητα στην απόρριψή του, στα πλαίσια εγγράφου που αξιοποιήθηκε για την ενημέρωση της διεθνούς κοινότητας. Αυτά τα στοιχεία είναι χρήσιμο σήμερα να επισημαίνονται εποικοδομητικά, ως συγκεκριμένα χαρακτηριστικά προς αποφυγήν, αφού η επιθυμία όλων είναι η κατάληξη σε μια συμφωνία που να μπορεί να υποστηριχθεί και να εγκριθεί από τη μεγάλη πλειοψηφία των Κυπρίων πολιτών. Εξάλλου, ο βασικότερος λόγος της απόρριψης του Σχεδίου Ανάν ήταν η επιδίωξη μιας καλύτερης λύσης του Κυπριακού, και όχι η επίκληση προφάσεων για την απόρριψη οποιασδήποτε λύσης του Κυπριακού.




Καταγράφοντας τους λόγους απόρριψης του Σχεδίου Ανάν, ο Τάσσος Παπαδόπουλος επεσήμαινε ότι η ελληνοκυπριακή κοινότητα αξιολόγησε αρνητικά συγκεκριμένες πτυχές του περιεχομένου του: Κεντρική θέση σε αυτή την αξιολόγηση έλαβαν τα θέματα που αφορούσαν την ασφάλεια, αφού το Σχέδιο Ανάν προνοούσε «την παρουσία τουρκικών στρατευμάτων εις το διηνεκές, ακόμη και μετά την πιθανή ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ» και «τη διατήρηση της Συμφωνίας Εγγύησης για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, με διευρυμένο πεδίο επέμβασης σε σύγκριση με την Συμφωνία του 1960». Σημαντικό αρνητικό ρόλο διαδραμάτισε η παραμονή σημαντικού αριθμού εποίκων, αφού «45000 Τούρκοι έποικοι θα αποκτούσαν την κυπριακή υπηκοότητα, πέραν εκείνων που είναι παντρεμένοι με Τ/κ ή έχουν γεννηθεί στην Κύπρο, συν 20000 ακόμη που θα αποκτούσαν μόνιμη κατοικία με την προοπτική να αποκτήσουν την υπηκοότητα εντός τεσσάρων χρόνων», ενώ θα επιτρεπόταν «η μόνιμη ροή Τούρκων πολιτών στην Κύπρο». Ιδιαίτερη ήταν η σημασία των προβλημάτων στον τομέα της λειτουργικότητας, αφού θα δημιουργείτο «ένα πολύπλοκο και δυσλειτουργικό κράτος, με την πιθανότητα διαρκών αδιεξόδων σε καθαρά πολιτικά θέματα μη κατάλληλα για δικαστική επιδιαιτησία», ενώ σε σχέση με το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, «ορισμένες πρόνοιες αποτελούσαν καθαρή παραβίαση ή μακροχρόνια αναστολή - αφαίρεση της απόλαυσης θεμελιωδών δικαιωμάτων». Σε σχέση με την επιστροφή των προσφύγων ο Τάσσος Παπαδόπουλος σημείωνε ότι το Σχέδιο Ανάν «αρνιόταν στην πλειοψηφία των προσφύγων το δικαίωμα της επιστροφής στα σπίτια τους με ασφάλεια», ενώ σχετικά με το περιουσιακό, «ο προτεινόμενος περίπλοκος μηχανισμός σχετικά με την εξάσκηση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας των προσφύγων, με τους πολυάριθμους όρους που συνοδεύουν την αποκατάσταση της ιδιοκτησίας, απέτυχαν να πείσουν ότι πραγματικά θα λειτουργούσαν», και ταυτόχρονα, λόγω της έλλειψης ρυθμίσεων σε σχέση με την οικονομική πτυχή, οι Ελληνοκύπριοι θα αναλάμβαναν «την υποχρέωση να πληρώσουν τις μεγάλες αξιώσεις για απώλεια χρήσης περιουσιών στις τουρκοκρατούμενες περιοχές». Επίσης προβληματική θα ήταν η συμμετοχή της επανενωμένης Κύπρου στην ΕΕ, αφού η Κύπρος δεν θα μπορούσε «να θέσει τα λιμάνια και τα αεροδρόμιά της στη διάθεση της ΕΕ, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας, χωρίς τη συγκατάθεση Ελλάδας και Τουρκίας». Τέλος, ο Τάσσος Παπαδόπουλος επεσήμαινε ότι το Σχέδιο Ανάν απορρίφθηκε επειδή δεν υπήρχαν σαφείς διαδικασίες για την εφαρμογή του, αφού «δεν περιείχε πρόνοιες, οι οποίες θα διασφάλιζαν πέρα από κάθε αμφισβήτηση την εφαρμογή της συμφωνίας, ιδίως για τις πρόνοιες που απαιτείται η συνεργασία της Τουρκίας».

Τόσο η άκριτη αποδοχή οποιασδήποτε λύσης, όσο και η άκριτη απόρριψη οποιασδήποτε λύσης, αποτελούν εξίσου λανθασμένες επιλογές. Το Σχέδιο Ανάν δεν απορρίφθηκε λόγω κεκτημένου απορριπτισμού, αλλά επειδή είχε ορισμένα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τα οποία κρίθηκαν από την ελληνοκυπριακή κοινότητα ως προβληματικά. Για τη δημιουργία θετικών προοπτικών έγκρισης μιας  νέας συμφωνίας για λύση του Κυπριακού, αυτά τα προβληματικά χαρακτηριστικά είναι απαραίτητο να απουσιάζουν. Για την απελευθέρωση και την επανένωση της πατρίδας μας χρειάζεται σαφής προσδιορισμός των στόχων μας και σαφής ιεράρχηση των προτεραιοτήτων μας. Η Κύπρος δεν έχει την πολυτέλεια για μια νέα αποτυχημένη προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού , αφού κάτι τέτοιο θα οδηγήσει στην περαιτέρω εδραίωση της διχοτόμησης. Και για την αποφυγή μιας νέας αποτυχίας, τα διδάγματα του 2004 πρέπει να ληφθούν πολύ σοβαρά υπόψη, έτσι ώστε να επιτευχθεί μια καλύτερη λύση, με το σωστό περιεχόμενο, που να δημιουργεί συνθήκες πολιτικής σταθερότητας και κοινωνικής ευημερίας για τη χώρα μας και το λαό μας.

[Εφημερίδα Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ]

9 Αυγούστου 2015

Η “περίφημη ψυχραιμία” του Sonny Corleone

Μία από τις λιγότερο γνωστές ατάκες της κινηματογραφικής ταινίας "The Godfather" (1972) του Francis Ford Coppola, είναι η ειρωνική συμβουλή που απευθύνει διά τηλεφώνου ο Virgil Sollozzo προς τον οξύθυμο Sonny Corleone, μετά από την απόπειρα δολοφονίας του πατέρα του και ενόψει της μεταφοράς συμβιβαστικών προτάσεών από τον σύμβουλό του, Tom Hagen: “Listen to everything he has to say before you do anything. And don't lose that famous temper of yours, uh Sonny?” (“Άκου όσα έχει να σου πει πριν κάνεις ο,τιδήποτε. Και μην χάσεις την περίφημη ψυχραιμία σου, εντάξει Sonny;”) Ωστόσο, ο Sonny δεν κατάφερε να κρατήσει για πολύ την ψυχραιμία του. Σύντομα παρασύρθηκε και έδρασε συναισθηματικά, χωρίς να αξιολογήσει με ψυχραιμία τα δεδομένα. Με αποτέλεσμα να παγιδευτεί σε ενέδρα και να καταλήξει νεκρός, γαζωμένος με μερικές δεκάδες σφαίρες.


Δυστυχώς στη χώρα μας, οι διακυμάνσεις της ψυχραιμίας στα πλαίσια της δημόσιας συζήτησης είναι ανάλογες με αυτές του Sonny Corleone: Απουσιάζει η νηφαλιότητα, απουσιάζει η υπομονή, απουσιάζει η μετριοπάθεια. Εκφράζονται απόψεις του βάθους και του ύψους, του μηδενισμού και της ωραιοποίησης, του μαύρου και του άσπρου. Ιδιαίτερα σε σχέση με το Κυπριακό Πρόβλημα, η έφεση προς αυτή την κατεύθυνση είναι διαχρονικά προεξάρχουσα, περιορίζοντας τις δυνατότητες για ψύχραιμη αξιολόγηση των δεδομένων, για μεθοδικό σχεδιασμό των επόμενων βημάτων, και για συλλογική ανάληψη των ευθυνών που αφορούν τις μεγάλες εθνικές αποφάσεις. Η προσέγγιση της τρέχουσας διαπραγματευτικής διαδικασίας δεν ξεφεύγει από το σχήμα της πόλωσης, όμως, τόσο ο μηδενισμός, όσο και η ωραιοποίηση των εξελίξεων, είναι λάθος. Επειδή αμφότερες οι προσεγγίσεις εκπηγάζουν, μεταξύ άλλων, από την ελλειμματική ψυχραιμία των φορέων τους.    

Ο μηδενισμός της κατάστασης αποτελεί υπερβολή: Η διαπραγματευτική διαδικασία πραγματοποιείται υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών και υπό το γενικότερο πλαίσιο που καθορίζεται από το Συμβούλιο Ασφαλείας. Η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση λειτουργεί θετικά για μια σειρά παραμέτρων που αφορούν την εφαρμογή του ευρωπαϊκού κεκτημένου. Η γεωπολιτική συγκυρία ευνοεί την επιθυμία του δυτικού κόσμου για σταθερότητα στην περιοχή και εξισορρόπηση ισχύος στη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Η παρουσία του Μουσταφά Ακκιντζί στην ηγεσία της τουρκοκυπριακής κοινότητας λειτουργεί θετικά, αφού ο ρόλος του αναμένεται να είναι πιο εποικοδομητικός από αυτόν του προκατόχου του. Ταυτόχρονα, η ωραιοποίηση της κατάστασης επίσης αποτελεί υπερβολή: Οι ασάφειες που αφορούν τη βάση των διαπραγματεύσεων αφήνουν περιθώρια για διαφορετικές ερμηνείες, που παραμένουν αδιευκρίνιστες. Η ηγεσία των Τουρκοκυπρίων, παρά την όποια θετική της διάθεση, έχει περιορισμένες δυνατότητες λήψης αποφάσεων στα θέματα που αφορούν την διεθνή πτυχή του Κυπριακού. Η Τουρκία δεν έχει επιδείξει διάθεση για υπαναχωρήσεις από τις αδιάλλακτες θέσεις της, ενώ η διεθνής κοινότητα δεν έχει ακόμη δείξει αποφασιστικότητα για άσκηση πιέσεων προς αυτή την κατεύθυνση.

Αντί του μηδενισμού και της ωραιοποίησης, χρειάζεται ψυχραιμία και νηφαλιότητα. Χρειάζεται επιμονή στη διεκδίκηση της λύσης και της επανένωσης, χωρίς παλινδρομήσεις και χωρίς αμφιταλαντεύσεις. Χρειάζεται συνέπεια στις διαχρονικές θέσεις που αφορούν την αποκατάσταση των πληγέντων της εισβολής και της κατοχής, την επιδιωκόμενη μορφή λύσης, τη μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, την ενότητα του κράτους, την εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των βασικών ελευθεριών, τη λειτουργικότητα και τη βιωσιμότητα, την ασφάλεια και την πολιτική σταθερότητα. Χρειάζεται επικέντρωση στην ουσία των διαπραγματεύσεων, κατάθεση εποικοδομητικών προτάσεων, και αποφυγή αμφιλεγόμενων ενεργειών . Χρειάζεται διαφανής και αναλυτική ενημέρωση της κοινής γνώμης, ώστε οι πολίτες να γνωρίζουν το περιεχόμενο των διαπραγματεύσεων και να μην είναι επιρρεπείς στην παραπληροφόρηση που εξυπηρετεί σκοπιμότητες. Χρειάζεται η συνεργασία όλων των πολιτικών δυνάμεων για την επίτευξη του καλύτερου δυνατού υπό τις περιστάσεις αποτελέσματος, το οποίο θα συναξιολογηθεί και θα συνεξεταστεί, είτε θετικά, είτε αρνητικά, όταν οριστικοποιηθεί. Χρειάζεται ετοιμότητα για έγκριση μιας καλής συμφωνίας και για απόρριψη μιας κακής συμφωνίας, με προετοιμασία και για τα δύο σενάρια, ώστε να μην βρεθούμε μετέωροι και προ εκπλήξεων, χωρίς ολοκληρωμένο σχεδιασμό για όλα τα ενδεχόμενα.  

Το ταμπεραμέντο, το πάθος και η εκρηκτικότητα του Sonny Corleone, ασκούσαν μια ιδιαίτερη γοητεία στο περιβάλλον του. Ερμηνεύονταν ως ηγετικά χαρακτηριστικά, ως θάρρος, ως μαγκιά και ως παλληκαριά. Όμως, όταν πλέον ο πατέρας του κλήθηκε να προβεί σε αξιολόγηση των ευθυνών του παρορμητικού Sonny ως επικεφαλής της οικογένειας και του μεθοδικού Tom ως συμβούλου της οικογένειας, το συμπέρασμα ήταν ενδιαφέρον: “Tom, I never thought you were a bad Consigliere. I thought Sonny was a bad Don, rest in peace” (“Tom, ποτέ δεν θεώρησα ότι ήσουν κακός σύμβουλος. Θεωρώ όμως ότι ο Sonny ήταν κακός αρχηγός, ο Θεός να τον αναπαύσει”). Στη δική μας περίπτωση, όπως και αν αξιολογηθούν οι αρχηγοί, το κόστος σε περίπτωση αποτυχίας, θα το πληρώσει ο λαός. Και επειδή δεν υπάρχει η πολυτέλεια για λάθη, χρειαζόμαστε ψυχραιμία και νηφαλιότητα. 

[Εφημερίδα Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ]

12 Ιουλίου 2015

Η εξάρτηση από την “καλοσύνη των ξένων”

Στο "Λεωφορείον ο Πόθος" του Tennessee Williams, όταν η Blanche DuBois έχει πλέον απολέσει πλήρως την αξιοπρέπεια της και την επαφή της με την πραγματικότητα, παραδίδεται στο γιατρό που της τείνει το χέρι για να τη βοηθήσει να σηκωθεί από το πάτωμα και να τη μεταφέρει στη ψυχιατρική κλινική, απευθύνοντάς του τη φράση: "Όποιος και να είσαι, πάντα βασιζόμουν στην καλοσύνη των ξένων". Εάν αυτή η αποστροφή της Blanche ήταν το αποκορύφωμα της αποκάλυψης ενός σύνθετου θεατρικού χαρακτήρα, στην περίπτωση του ελληνικού κράτους η εξάρτηση από την “καλοσύνη των ξένων” αποτελεί διαχρονική τάση που καθόρισε και καθορίζει την ιστορία και την πορεία του. Η απαλλαγή από αυτή την εξάρτηση θα σηματοδοτήσει την πραγματική χειραφέτηση και την ανεξαρτησία της Ελλάδας, που θα της επιτρέψει να ασκήσει πραγματική εθνική και λαϊκή κυριαρχία. Όμως, ο δρόμος της απεξάρτησης είναι δύσκολος, δύσβατος και κοπιώδης, γι’ αυτό συνήθως η συζήτηση περιορίζεται στην ταυτότητα των ξένων που θα ελεήσουν την Ελλάδα με την καλοσύνη τους, αντί στους τρόπους με τους οποίους η χώρα θα μπορέσει να σταθεί στα πόδια της χωρίς δεκανίκια. Με αποτέλεσμα τα δεκανίκια να θεωρούνται απαραίτητα και αυτονόητα, με μοναδικό δίλημμα τη χώρα κατασκευής τους.


Στα πρώτα χρόνια μετά την ελληνική επανάσταση του 1821, τα πράγματα ήταν πολύ πιο προφανή, αφού τα πρώτα ελληνικά πολιτικά κόμματα ονομάζονταν “Ρωσικό Κόμμα”, “Γαλλικό Κόμμα” και “Αγγλικό Κόμμα”, προσβλέποντας στην αντίστοιχη μεγάλη Δύναμη για παροχή υποστήριξης στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Στην πορεία, αυτή η σχέση έγινε διακριτικότερη, αλλά εξακολούθησε να χαρακτηρίζει την εξέλιξη της Ελλάδας που ανέπνεε “με δύο πνεύμονες, τον μεν αγγλικόν, τον δε αμερικανικόν”. Από τους Άγγλους απελευθερωτές της Αθήνας υπό το Στρατηγό Σκόμπι μέχρι την αμερικανική βοήθεια του Σχεδίου Μάρσαλ, και από το "Στρατηγέ μου, ιδού ο στρατός σας" του Κανελλόπουλου μέχρι το "όπλο παρά πόδα" του Ζαχαριάδη, η εκάστοτε προσδοκία εθνικής παλιγγενεσίας γινόταν αντιληπτή μόνο υπό την υποστήριξη, την καθοδήγηση και την ιδιοκτησία των “φιλελλήνων” ξένων. Στο πλαίσιο του επίκαιρου ελληνικού ζητήματος, η προσδοκία της “καλοσύνης των ξένων” είναι αντίστοιχη: Ορισμένοι πιστεύουν ότι η Ευρώπη έχει την ευθύνη της οικονομικής υιοθεσίας της Ελλάδας παρέχοντας μόνιμη χρηματοδότηση, ορισμένοι άλλοι πιστεύουν ότι η Ελλάδα πρέπει να απευθυνθεί στη Ρωσία για να συνάψει ανάλογες συνεργασίες και να λάβει δανειοδότηση, κάποιοι άλλοι αναφέρονται στο ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η Κίνα ως χρηματοδότης της Ελλάδας, άλλοι επιμένουν στη σταθερή αξία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, άλλοι προτάσσουν την περίπτωση των BRICs, και ούτω καθεξής. Σε κανένα από αυτά τα σενάρια η Ελλάδα δεν είναι ισότιμος εταίρος ή ισοδύναμος παίκτης. Αντίθετα, σε όλες τις περιπτώσεις η Ελλάδα είναι ο φτωχός συγγενής που ως λιγότερο ή περισσότερο περήφανος επαίτης διεκδικεί χαρτζιλίκι. Αυτές οι προσεγγίσεις δεν βοηθούν την Ελλάδα να εξέλθει από την ύφεση, αλλά την καθιστούν ακόμη περισσότερο εξαρτημένη, επειδή δημιουργούν την ψευδαίσθηση της δυνατότητας για εύκολες λύσεις που θα επιτρέψουν αβρόχοις ποσίν την ανάκαμψη, αντί της επικέντρωσης στα όσα η χώρα μπορεί πραγματικά να επιτύχει.

Η περιλάλητη “αξιοπρέπεια”, που υπόσχονται απλόχερα στο λαό όσοι επιλέγουν βολικά να απευθύνονται στο θυμικό αντί στο λογικό του, είναι επιταγή χωρίς αντίκρισμα αν δεν προκύπτει μέσα από την οικοδόμηση στέρεης εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας. Και δυστυχώς, από τη στιγμή που μια χώρα εξαρτάται από την αλληλεγγύη και τους όρους των ξένων για να καταφέρει να επιβιώσει, έχει ήδη απολέσει σημαντικό μέρος της κυριαρχίας της. Η κυριαρχία δεν περιορίστηκε εφάπαξ με την υπογραφή των Μνημονίων, ούτε θα αποκατασταθεί εφάπαξ με την κατάργηση των Μνημονίων. Η κυριαρχία περιορίστηκε από την ανάγκη για Μνημόνια, και μέχρι να εκλείψει αυτή η ανάγκη, θα παραμένει κουτσουρεμένη. Το πρώτιστο καθήκον της πολιτικής ηγεσίας μιας χώρας που έχει περιέλθει σε αυτή την κατάσταση, είναι να δρομολογήσει τις ενέργειες που θα της επιτρέψουν να ανακτήσει την κυριαρχία που έχασε: Να διαμορφώσει ολοκληρωμένο αναπτυξιακό σχεδιασμό, να εφαρμόσει εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις, να προχωρήσει σε παραγωγική αναδιάρθρωση. Να θέσει πολιτικές προτεραιότητες, να διαμορφώσει πολιτικές συμμαχίες, να επιτύχει πολιτικά αποτελέσματα. Να εδραιώσει τη θέση της στο γεωπολιτικό της περιβάλλον, να καταστεί πρωταγωνιστής, να επηρεάζει τις διεθνείς εξελίξεις. Να προσφέρει στους πολίτες της ασφάλεια, ευημερία και προοπτική. Διαφορετικά, η χώρα θα παραμείνει όπως η Blanche DuBois: Θα κυλιέται στο πάτωμα και θα βασίζεται στην καλοσύνη των ξένων...

[Εφημερίδα Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ]

5 Ιουλίου 2015

Στην παγίδα των υπεραπλουστεύσεων

Οι υπεραπλουστεύσεις των πραγμάτων είναι επικίνδυνες, επειδή μέσα από την απαλοιφή των παραγόντων που συναποτελούν ένα σύνθετο ζήτημα, καταλήγουν σε μονοδιάστατες και ανεπαρκείς προσεγγίσεις. Ιδιαίτερα στην πολιτική, οι υπεραπλουστεύσεις είναι σύνηθες καταφύγιο για όσους θέλουν να μεταφέρουν εύπεπτα μηνύματα, με λίγα υλικά και εύκολη προετοιμασία. Όμως, παρά το ότι οι υπεραπλουστεύσεις είναι βολικές στην πολιτική επικοινωνία, δεν είναι καθόλου χρήσιμες στην πολιτική πρακτική. Και δυστυχώς, στο περιβάλλον της οικονομικής κρίσης έχουν επικρατήσει με τρόπο που πλέον αποτελούν μέρος του προβλήματος. Η περίπτωση της Ελλάδας είναι χαρακτηριστική, με αποκορύφωμα τη σύνοψη της υπεραπλούστευσης στο δημοψηφισματικό ερώτημα μεταξύ του ΝΑΙ και του ΟΧΙ. Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι πολύ περίπλοκη για να επιτρέπει μονοσήμαντες αντανακλαστικές αντιδράσεις όπου απλώς “πρέπει να κάνουμε αυτά που μας λένε οι άλλοι” ή απλώς “δεν πρέπει να κάνουμε αυτά που μας λένε οι άλλοι”, χωρίς πρωτογενή καθορισμό επιδιώξεων και προτεραιοτήτων.


Στην πράξη, το ερώτημα που καλείται να απαντήσει ο ελληνικός λαός αποτελεί το απαύγασμα της αποτυχίας των πρόσφατων ελληνικών κυβερνήσεων για σύζευξη δύο μεγάλων εθνικών στόχων: Της απαλλαγής από τη σκληρή λιτότητα και της παραμονής στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Όσοι ψάχνουν εύκολες απαντήσεις που να μπορούν να μετατραπούν σε ρυθμικά συνθήματα στα χείλη οπαδών, μπορούν να προτάξουν ότι τα δύο είναι απολύτως ασύμβατα. Όμως αυτές οι απαντήσεις ανακυκλώνουν το πρόβλημα, χωρίς να δίνουν λύση. Η πολιτική της λιτότητας είναι λανθασμένη και πρέπει να αλλάξει. Όμως αυτή η αλλαγή δεν θα επέλθει ξαφνικά, δεν θα επισυμβεί απότομα και δεν θα γιορτάζεται σε μια συγκεκριμένη επέτειο. Η έξοδος της Ελλάδας από την κρίση και την ύφεση δεν θα συμβεί αυτόματα, αλλά θα προκύψει εξελικτικά, αφενός μέσα από το σταδιακό απεγκλωβισμό από τη σκληρή λιτότητα και το τεράστιο χρέος, και αφετέρου μέσα από τον αναπτυξιακό σχεδιασμό, την παραγωγική αναδιάρθρωση και το θεσμικό εκσυγχρονισμό. Η θέση της Ελλάδας είναι στην Ευρώπη, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ευρωζώνη. Όμως η συμμετοχή της δεν μπορεί να είναι παθητική, αλλά ενεργητική και διεκδικητική, όπου ως ισότιμος εταίρος οφείλει να διαμορφώνει συμμαχίες και να προωθεί πολιτικές. Η οικονομική πολιτική που επικρατεί σήμερα στην Ευρώπη μπορεί να αλλάξει εφόσον προκύψουν ευρωπαϊκές Κυβερνήσεις οι οποίες να αντιταχθούν σε αυτήν, ανταποκρινόμενες στη λαϊκή εντολή των πολιτών τους. Και ελληνική κυβέρνηση έχει καθήκον να συμβάλει ουσιαστικά προς αυτή την κατεύθυνση διαμορφώνοντας τις κατάλληλες συμμαχίες που θα επιτρέψουν την αντικατάσταση της πολιτικής της λιτότητας από αναπτυξιακές πολιτικές.

Οι πολιτικές και οι οικονομικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν μετά από τη θεσμοθέτηση της υπεραπλούστευσης με τη μορφή του δημοψηφισματικού ερωτήματος είναι ακόμα πιο προβληματικές, επειδή θέτουν την άσκηση της πολιτικής σε μια στενά διλημματική βάση. Η επικράτηση ακραίων προσεγγίσεων εκατέρωθεν δεν είναι καθόλου ελπιδοφόρα, επειδή οδηγεί στην περιθωριοποίηση της λογικής, της μετριοπάθειας και της σύνεσης. Όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα, η επόμενη ημέρα θα είναι δύσκολη, εκτός εάν η πολιτική ηγεσία καταφέρει να απαγκιστρωθεί από το δίλημμα της υποτακτικής συμμετοχής ή της επαναστατικής εξόδου από το ευρωπαϊκό πλαίσιο. Λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα και τους συντελεστές τους, αυτή η απαγκίστρωση δεν θα είναι εύκολη, όμως αποτελεί τη μόνη ουσιαστική επιλογή. Αλλιώς, θα επικρατήσει ένας βαρύς ελληνικός χειμώνας που θα διαρκέσει πολύ και δεν θα είναι ευχάριστος για κανέναν, εκτός από τους γνωστούς κερδοσκόπους και τους επίδοξους ολιγάρχες, που θα καταφέρουν να εκμεταλλευτούν πράγματα και καταστάσεις. 

[Εφημερίδα Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ]

21 Ιουνίου 2015

Δεν υπάρχουν θρίαμβοι στην πολιτική

Στις εκλογές υπάρχουν μεγάλες συγκινήσεις. Και μεγάλες ανατροπές, και μεγάλες νίκες, και θρίαμβοι. Όμως οι εκλογές δεν είναι πολιτική. Είναι απλώς η διαδικασία επιλογής εκείνων που θα ασκήσουν την πολιτική. Στην πολιτική δεν υπάρχουν ούτε οι μεγάλες συγκινήσεις, ούτε οι μεγάλες νίκες, ούτε οι θρίαμβοι. Μάλιστα, τα πολιτικά γεγονότα που παρουσιάζονται ως τέτοια, συνήθως φέρουν τα σπέρματα της καταστροφής τους, επειδή για να υπάρχουν μεγάλοι νικητές, υπάρχουν και μεγάλοι ηττημένοι, που σύντομα ανασυντάσσονται και ανατρέπουν την ευφορία αυτών που νόμιζαν πως είχαν επικρατήσει. Και επειδή η πολιτική δεν είναι ούτε ντέρμπι, ούτε μυθιστόρημα, αναπτύσσεται με όρους που δεν είναι καθόλου εντυπωσιακοί, αφού ο πολιτικός χρόνος αφιερώνεται στη σχολαστική μελέτη των δεδομένων, στον προσδιορισμό των ρεαλιστικών επιλογών, στη διαμόρφωση των κατάλληλων συνεργασιών και στη συνομολόγηση των συνθετικών συμφωνιών, που θα επιτρέψουν την υλοποίηση μεσομακροπρόθεσμων στόχων. Δηλαδή η πολιτική είναι μία, κατά τα άλλα, ανιαρή διαδικασία, που κανονικά πρέπει να στοχεύει στην εξυπηρέτηση συλλογικών επιδιώξεων και διαχρονικών συμφερόντων. Δυστυχώς, οι πολιτικοί ενίοτε παρασύρονται νομίζοντας πως συμμετέχουν σε κάτι άλλο από αυτό που επέλεξαν να υπηρετήσουν, και έλκονται από το χειροκρότημα, από το μέγα πλήθος και από το μέγα πάθος, δημιουργώντας προσδοκίες που δεν είναι πολιτικές αλλά κινηματογραφικές. Κάπως έτσι, το ελληνικό ζήτημα εξελίσσεται και υπεραπλουστεύεται σε σήριαλ, με τους εκατέρωθεν πρωταγωνιστές του να χάνουν την ουσία και να αποζητούν θριάμβους.

Η μονοδιάστατη πολιτική της λιτότητας, που έχει επικρατήσει στα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι προφανώς λανθασμένη και οδηγεί σε αρνητικά αποτελέσματα, αφού αγνοεί σημαντικές παραμέτρους, όπως η ανάγκη για τολμηρές εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις, για ενιαίο αναπτυξιακό σχεδιασμό και για ουσιαστική διεύρυνση της δημοκρατίας στην Ευρώπη. Στην Ελλάδα η λιτότητα εφαρμόζεται με συνέπεια εδώ και πέντε χρόνια, από τρεις διαφορετικές κυβερνήσεις, που μείωσαν κατακόρυφα τις δημόσιες δαπάνες, τους μισθούς, τις συντάξεις και τις κοινωνικές παροχές. Παρ’ όλα αυτά, η ελληνική οικονομία δεν κατάφερε να ανακάμψει, αλλά αντίθετα αυξήθηκε η ανεργία, εντάθηκε η ύφεση, και πολλαπλασιάστηκε η φτώχια, χωρίς αύξηση της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας. Αυτές οι αρνητικές επιπτώσεις της λιτότητας δεν αφορούν μόνο την Ελλάδα, αλλά επηρεάζουν την Ευρώπη συνολικά, δημιουργώντας κράτη διαφορετικών ταχυτήτων, υποβαθμίζοντας την ευημερία και την ποιότητα ζωής των πολιτών, διαλύοντας την ευρωπαϊκή συνοχή και ενισχύοντας τον ευρωσκεπτικισμό. Έτσι, εφόσον η απαλλαγή από τη λιτότητα δεν αποτελεί μόνο ελληνικό πρόβλημα, αλλά ευρωπαϊκή πρόκληση, χρειάζεται να αντιμετωπιστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο, για να μπορέσει συνολικά η Ευρώπη να ανακάμψει. Στην πράξη, λόγω της δεσπόζουσας θέσης που έχει αποκτήσει η πολιτική της λιτότητας στους κυρίαρχους πολιτικούς κύκλους της ΕΕ, η απαλλαγή από αυτήν δεν είναι εύκολη. Ταυτόχρονα, ενδεχόμενη έξοδος της Ελλάδας από την ΕΕ δεν αποτελεί ορθολογική επιλογή, για λόγους πολιτικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς, ενώ μια τέτοια κίνηση θα αποτελούσε βουτιά σε αχαρτογράφητα νερά. Σε αυτά τα πλαίσια, η οικονομική πολιτική της ΕΕ θα μπορεί να αλλάξει εφόσον στα όργανά της θα εκπροσωπούνται Κυβερνήσεις που να επιθυμούν αυτή την αλλαγή, κατόπιν λαϊκής εντολής. Και η ελληνική Κυβέρνηση μπορεί να διαδραματίσει ένα σημαντικό ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση, εφόσον καταφέρει στο μεσοδιάστημα να επιτύχει δύο πράγματα: Αφενός να καταλήξει σε συμφωνία με τους εταίρους της, τερματίζοντας τη συνεχιζόμενη εκκρεμότητα, και αφετέρου να σταθεροποιηθεί, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό. Η συμφωνία, που ρεαλιστικά μπορεί να επιτευχθεί, εκ των πραγμάτων δεν θα καταργεί εφάπαξ τη λιτότητα, αλλά μπορεί να την περιορίζει δραστικά, δημιουργώντας τις ανάλογες αναπτυξιακές προοπτικές. Ειδικότερα όμως, θα συμβάλει στη σταθεροποίηση της ελληνικής Κυβέρνησης, ώστε κατά το επόμενο διάστημα να είναι σε θέση να διαδραματίσει θετικό ρόλο εντός της ΕΕ, μέσα από συνεργασίες και συνεννοήσεις με τα κράτη και με τους λαούς της Ευρώπης που επιθυμούν την απαλλαγή από τη λιτότητα και τη στροφή προς την ανάπτυξη, με σταθερά βήματα.

Μια τέτοια συμφωνία δεν θα είναι θρίαμβος. Όμως μπορεί ως μέρος ενός ολοκληρωμένου πολιτικού σχεδιασμού, να μετακινήσει την ΕΕ προς επιλογές που να είναι πιο μετριοπαθείς, πιο προοδευτικές, πιο ανθρωποκεντρικές, πιο δημιουργικές και πιο αποτελεσματικές. Αυτή η διαδικασία δεν θα έχει κάποια εντυπωσιακή κορύφωση. Δεν θα μαζευτεί κόσμος αυθόρμητα στις πλατείες. Δεν θα ακουστούν ζητωκραυγές. Δεν θα κυκλοφορήσουν φανελάκια με τυπωμένα τα πρόσωπα των κυβερνητικών αξιωματούχων. Αλλά, στην πολιτική, κάπως έτσι είναι στην πραγματικότητα οι νίκες: Προσφέρουν ορατά αποτελέσματα μετά από μήνες και αποδίδουν καρπούς μετά από χρόνια. Για να συμβεί κάτι τέτοιο, χρειάζεται συνεκτίμηση όλων των δεδομένων, σαφής στοχοθεσία, σκληρή δουλειά, πολλή υπομονή, τεράστια επιμονή και κυρίως διάθεση για σύνθεση, συνεννόηση και συνεργασία.  Εκείνοι που αναζητούν άλλου είδους συγκινήσεις, κακώς ασχολούνται με την πολιτική. Ίσως να ήταν καλύτερα για όλους εάν γινόντουσαν αθλητές. Ειδικότερα, στον ομαδικό αθλητισμό. Όπου θα μπορούσαν να σκόραραν στα τελευταία δευτερόλεπτα ενός σημαντικού αγώνα και να ανέτρεπαν το σκορ. Να πετύχαιναν ένα τρίποντο στην εκπνοή του αγώνα και να έδιναν τη νίκη στην ομάδα τους. Και να γινόντουσαν οι ήρωες του αγώνα. Όμως στην πολιτική δεν υπάρχουν ήρωες. Ή, όπως έγραψε ο Μπρεχτ, “αλιμονο στους λαούς που έχουν ανάγκη από ήρωες”. 

[Εφημερίδα "Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ"]

17 Μαΐου 2015

Συνέντευξη στην Εφημερίδα ΑΛΗΘΕΙΑ

"Η διχοτόμηση βολεύει κάποιους"
Δυστυχώς, η διχοτόμηση βολεύει κάποιους. Άλλους επειδή μπορούν να πουλούν εύκολο πατριωτισμό, άλλους επειδή βολεύονται με το σημερινό σύστημα εξουσίας, και άλλους επειδή έχουν καταστήσει επάγγελμα τον αντικατοχικό αγώνα.


Υπάρχουν σήμερα οι συνθήκες για μια σοβαρή προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού, με προοπτικές για θετική έκβαση και μάλιστα σύντομα;
Λένε ότι υπάρχουν δεκαετίες στις οποίες δεν συμβαίνει τίποτα, και υπάρχουν εβδομάδες στις οποίες συμβαίνουν δεκαετίες. Ιδανικές συνθήκες υπάρχουν μόνο στα εργαστήρια, όχι στην πολιτική. Η πλευρά μας οφείλει να επικεντρωθεί στις παραμέτρους που μπορεί να επηρεάσει, είτε άμεσα, είτε έμμεσα, και να τις καταστήσει όσο το δυνατόν πιο θετικές. Οι δύο άγνωστοι παράγοντες της εξίσωσης είναι οι πραγματικές προθέσεις της Τουρκίας και οι πραγματικές δυνατότητες των Τουρκοκυπρίων έναντι της Τουρκίας. Αυτά ακριβώς είναι που θα διαφανούν κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων.
                                           
Επειγόμαστε για επίλυση του κυπριακού προβλήματος; Πρέπει να βιαζόμαστε; Δεν είναι καλύτερα να περιμένουμε να δυναμώσει η Ελλάδα, αλλά και η Κύπρος, και μετά να μπούμε σε μια διαδικασία για διευθέτηση του Κυπριακού;
Οπωσδήποτε επειγόμαστε για την απελευθέρωση και την επανένωση της χώρας μας. Όμως συναντούσαμε πάντα ως εμπόδιο την αδιαλλαξία της Τουρκίας, στην οποία προστίθετο είτε η απροθυμία, είτε η αδυναμία, της τουρκοκυπριακής ηγεσίας να αντιπαρατεθεί σε αυτή την αδιαλλαξία. Ο βασικός στόχος της τουρκικής αδιαλλαξίας είναι η εδραίωση των τετελεσμένων της κατοχής με δύο τρόπους: Μέσα από την πάροδο του χρόνου ή μέσα από την επιβολή μιας διχοτομικής λύσης. Για να αποτραπούν και οι δύο επιδιώξεις, έχουμε καθήκον να εργαζόμαστε για την επίλυση του Κυπριακού χωρίς αναβλητικότητα, αλλά με προσοχή στον καθορισμό της διαδικασίας και στη διαχείριση των εξελίξεων. Στόχος μας είναι η σύντομη εξεύρεση λύσης που να αποκαθιστά τους πληγέντες της εισβολής και της κατοχής, που να διασφαλίζει τη λειτουργικότητα και την πολιτική σταθερότητα, με σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα και στις βασικές ελευθερίες.

Τι θα χάσουμε εάν δεν λυθεί σύντομα το Κυπριακό και ναυαγήσουν ακόμη μία φορά οι συνομιλίες;
Κάθε φορά που αποτυγχάνει μια προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού, ερχόμαστε πιο κοντά στη διχοτόμηση. Μετά από ενδεχόμενο αδιέξοδο, ο διεθνής παράγοντας δεν θα επαναλάβει μια νέα πρωτοβουλία στο άμεσο μέλλον, ενώ οι Κύπριοι πολίτες θα απομακρυνθούν ακόμη περισσότερο από την ιδέα της επανενωμένης Κύπρου. Αλλά το μεγαλύτερο κόστος, σε περίπτωση αποτυχίας των διαπραγματεύσεων, θα είναι το κόστος της χαμένης ευκαιρίας για τη μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας σε ένα σύγχρονο κράτος με πρωταγωνιστικό ρόλο στην περιοχή, που να παρέχει ασφάλεια και ευημερία στους πολίτες του.

Θα ήταν χρήσιμο να συζητηθούν αυτή τη στιγμή ΜΟΕ υψηλής πολιτικής, όπως είναι το θέμα της Αμμοχώστου; Ή θα οδηγηθούμε σε αδιέξοδο πριν καλά καλά αρχίσουν οι συνομιλίες;
Από την υπογραφή της Συμφωνίας Υψηλού Επιπέδου του 1979 μεταξύ του Σπύρου Κυπριανού και του Ραούφ Ντεντκάς, έχει συμφωνηθεί ότι η Αμμόχωστος θα επιστραφεί στους κατοίκους της, χωρίς να αναµένεται η έκβαση των συζητήσεων για άλλες πτυχές του κυπριακού προβλήματος και χωρίς άλλα ανταλλάγματα. Παρ’ όλα αυτά, η Τουρκία δεν ανταποκρίθηκε στην υποχρέωση που ανέλαβε, ενώ σήμερα η επιστροφή της Αμμοχώστου διασυνδέεται με το θέμα του αεροδρομίου της Τύμπου. Εάν εκτιμάται ότι θα υπάρξει σύντομα ολοκληρωμένη κατάληξη των διαπραγματεύσεων, είναι προτιμότερο αυτά τα ζητήματα να εξεταστούν στο πλαίσιο της συνολικής συμφωνίας παρά να συζητούνται αποσπασματικά, αφού αυτοσκοπός είναι η συνολική λύση. Ωστόσο πρακτικά ζητήματα που μπορούν να τεθούν άμεσα σε εφαρμογή, είναι χρήσιμα και καλοδεχούμενα.

Ποια μηνύματα έστειλε η άλλη κοινότητα με την εκλογή Ακκιντζί;
Η εκλογή Ακκιντζί είναι ένα θετικό γεγονός, κυρίως επειδή αντικατοπτρίζει την επιθυμία της τουρκοκυπριακής κοινότητας για λύση. Ωστόσο, απομένει να διαφανεί εάν η αντίληψη των Τουρκοκυπρίων για το περιεχόμενο της λύσης μπορεί να γεφυρωθεί με την αντίστοιχη αντίληψη των Ελληνοκυπρίων. Επιπρόσθετα, θα φανεί στην πράξη εάν η επιθυμία των Τουρκοκυπρίων βρίσκεται σε συνάφεια με την επιθυμία της Τουρκίας και κυρίως, εάν οι Τουρκοκύπριοι μπορούν να επιδράσουν θετικά έναντι της Τουρκίας.

Η εκλογή Ακκιντζί προσθέτει κάτι στη διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού ή δεν επηρεάζουν τα πρόσωπα που εκπροσωπούν την τουρκοκυπριακή κοινότητα στις συνομιλίες, στο επίπεδο που διεξάγονται σήμερα;
Πάντοτε τα πρόσωπα επηρεάζουν τις πολιτικές εξελίξεις. Και σίγουρα
η παρουσία του Μουσταφά Ακκιντζί στη θέση του ηγέτη της τουρκοκυπριακής
κοινότητας είναι πολύ πιο ελπιδοφόρα σε σχέση με την παρουσία του Ραούφ
Ντενκτάς ή του Ντερβίς Έρογλου. Όμως, αν το κλειδί της λύσης βρίσκεται στην
Άγκυρα, αναμένεται να δούμε στην πράξη εάν ο Μουσταφά Ακκιντζί μπορεί να το
στρέψει προς τη σωστή κατεύθυνση και να ξεκλειδώσει τη λύση.

Είναι ώρα να ανοίξει ο διάλογος αναφορικά με το ποια λύση θέλουμε; Για το κατά πόσον ο επιδιωκόμενος στόχος μας πρέπει να είναι μια λύση στη βάση της ΔΔΟ ή όχι; Είναι η ώρα να αποκηρύξουμε τη ΔΔΟ;
Όταν προσδιορίζονται οι εθνικές μας επιδιώξεις, ορισμένοι δυσκολεύονται να διακρίνουν το εφικτό από το ευκταίο. Είναι εύκολο να συζητάμε μεταξύ μας θεωρητικά για το «τι θα μπορούσαμε να διεκδικήσουμε» και να γράφουμε εκθέσεις ιδεών για την ιδανική λύση. Όμως το σημαντικό είναι να καθορίσουμε «τι μπορούμε να πετύχουμε», και στην πράξη να καταφέρουμε στο μέγιστο δυνατό βαθμό εκείνα που είναι εφικτά. Σε αυτό το πλαίσιο, ενδεχόμενη υπαναχώρηση από την υποστήριξη της ομοσπονδιακής λύσης του Κυπριακού, θα ήταν λανθασμένη και επικίνδυνη, τόσο για λόγους τακτικής, όσο και για λόγους ουσίας. Μια τέτοια ενέργεια θα έστελνε διεθνώς λανθασμένα μηνύματα σχετικά με την επιθυμία της πλευράς μας για λύση, θα αποστερούσε από την πλευρά μας σοβαρότητα και συνέπεια, και θα αποτελούσε πισωγύρισμα στη διαπραγματευτική προσπάθεια. Επιπρόσθετα, θα αποτελούσε κίνηση εσωτερικής κατανάλωσης χωρίς θετική επίδραση στις εξελίξεις, θα μετέφερε τη βάση της συζήτησης σε θεωρητικό αντί σε πρακτικό επίπεδο και θα έθετε εκ των προτέρων υπό αμφισβήτηση την μορφή που θα λάβει η Κυπριακή Δημοκρατία μετά από ενδεχόμενη λύση του Κυπριακού.  

Στην ελληνοκυπριακή κοινότητα υπάρχουν δυνάμεις που δεν θέλουν τη λύση του Κυπριακού;
Δυστυχώς, η διχοτόμηση βολεύει κάποιους. Άλλους επειδή μπορούν να πουλούν εύκολο πατριωτισμό, άλλους επειδή βολεύονται με το σημερινό σύστημα εξουσίας, και άλλους επειδή έχουν καταστήσει επάγγελμα τον αντικατοχικό αγώνα. Πέρα από αυτά όμως, υπάρχει η εύλογη ανησυχία για το ρόλο που θα διαδραματίσει η Τουρκία μετά από τη λύση και για τις επεκτατικές βλέψεις που θα έχει έναντι της Κύπρου, ενώ η έλλειψη ουσιαστικής επαφής με τους Τουρκοκύπριους για δεκαετίες έχει δημιουργήσει έλλειμμα εμπιστοσύνης. Για την ανατροπή αυτών των πεποιθήσεων, χρειάζεται πολλή προσπάθεια, υπομονή και επιμονή, αλλά κυρίως χρειάζεται να επιτευχθεί πραγματική πρόοδος στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.

Η λύση που διαπραγματεύεται ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας –στη βάση των ψηφισμάτων του ΟΗΕ, του ευρωπαϊκού κεκτημένου, της Κοινής Δήλωσης της 11ης Φεβρουαρίου 2014- είναι στην ουσία συνομοσπονδία και όχι ομοσπονδία;
Όσο πιο σαφές είναι το πλαίσιο των διαπραγματεύσεων, τόσο πιο αποτελεσματική θα είναι η διαδικασία των διαπραγματεύσεων, έτσι ορισμένα στοιχεία της Κοινής Δήλωσης που τυγχάνουν διφορούμενων ερμηνειών θα πρέπει να διευκρινιστούν κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων. Είναι προφανές ότι για να προκύψει μια συμφωνημένη λύση μεταξύ των ηγετών των δύο κοινοτήτων πρέπει να έχει χαρακτηριστικά ομοσπονδίας και όχι συνομοσπονδίας, αφού διαφορετικά θα συναντήσει αρνητική υποδοχή από τους πολίτες κατά τη διαδικασία του δημοψηφίσματος. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας οφείλει να ενημερώνει το λαό τακτικά και αναλυτικά, ώστε να υπάρχει διαφάνεια σε όλα τα στάδια, και να αποφευχθεί η παραπληροφόρηση οποιασδήποτε μορφής.

Ποια είναι η εικόνα του ΔΗΚΟ σε σχέση με τη νέα προσπάθεια για επίλυση του Κυπριακού; Που στέκει η πολιτική ηγεσία και ο κόσμος του Δημοκρατικού Κόμματος;
Ο κόσμος του ΔΗΚΟ επιθυμεί τη λύση του Κυπριακού, τη διασφάλιση της πολιτικής σταθερότητας και τη συνέχιση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η διαπραγματευτική διαδικασία δεν θα είναι εύκολη, και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας χρειάζεται τη στήριξη όλων των πολιτικών δυνάμεων για να διεκδικήσει μια λύση που να διασφαλίζει τα συμφέροντα όλων των Κυπρίων πολιτών. Το ΔΗΚΟ, με νηφαλιότητα, με μετριοπάθεια και με ορθολογισμό, πρέπει να ασκήσει εποικοδομητικά το ρόλο του, τόσο εντός του Εθνικού Συμβουλίου όσο και γενικότερα, ώστε η εξέλιξη των διαπραγματεύσεων να είναι η καλύτερη δυνατή, και εφόσον καταλήξει σε ένα ολοκληρωμένο αποτέλεσμα, αυτό θα αξιολογηθεί αναλόγως. 

Επικίνδυνες αντιομοσπονδιακές παλινδρομήσεις

Η διάκριση του εφικτού από το ευκταίο αποτελεί διαχρονικό πρόβλημα στον καθορισμό των εθνικών στόχων και επιδιώξεων, με αποτέλεσμα να καταγράφεται μια σημαντική διαφορά φάσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά το 1960 και την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, ορισμένοι κύκλοι συνέχισαν να υποστηρίζουν τον στόχο της ένωσης με την Ελλάδα, ενώ μετά το 1974 και την υπογραφή των συμφωνιών για την ομοσπονδιακή λύση του Κυπριακού, ορισμένοι κύκλοι συνεχίζουν να υποστηρίζουν τον στόχο του ενιαίου κράτους. Όμως αυτή η πρωθύστερη στόχευση παρεμποδίζει την εξέλιξη του κυπριακού κράτους και την πρόοδο του κυπριακού λαού, επειδή θρέφει τον αλυτρωτισμό και στρεβλώνει τον πολιτικό σχεδιασμό.


Σε αυτό το πλαίσιο, ενδεχόμενη υπαναχώρηση από την υποστήριξη της ομοσπονδιακής λύσης του Κυπριακού, θα ήταν λανθασμένη και επικίνδυνη, τόσο για λόγους τακτικής, όσο και για λόγους ουσίας. Μια τέτοια ενέργεια θα έστελνε διεθνώς λανθασμένα μηνύματα σχετικά με την επιθυμία της πλευράς μας για λύση, θα αποστερούσε από την πλευρά μας σοβαρότητα και συνέπεια, και θα αποτελούσε πισωγύρισμα στη διαπραγματευτική προσπάθεια. Επιπρόσθετα, θα αποτελούσε κίνηση εσωτερικής κατανάλωσης χωρίς θετική επίδραση στις εξελίξεις, θα μετέφερε τη βάση της συζήτησης σε θεωρητικό αντί σε πρακτικό επίπεδο και θα έθετε εκ των προτέρων υπό αμφισβήτηση την μορφή που θα λάβει η Κυπριακή Δημοκρατία μετά από ενδεχόμενη λύση του Κυπριακού.  

Σήμερα, η υπαναχώρηση από την υποστήριξη της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας, ως της επιδιωκόμενης μορφής λύσης του Κυπριακού Προβλήματος θα αποτελούσε ουσιαστικά καταγγελία όλων των προηγούμενων σχετικών συμφωνιών που έχουν υπογράψει οι Προέδροι της Κυπριακής Δημοκρατίας και όλων των προηγούμενων σχετικών αποφάσεων που έχει λάβει το Εθνικό Συμβούλιο, με αποτέλεσμα να τεθεί υπό αμφισβήτηση ο ρόλος της πλευράς μας, ως κράτους όπου λαμβάνονται πολιτικές αποφάσεις από δημοκρατικά εκλεγμένες Κυβερνήσεις, που χαρακτηρίζονται από θεσμική συνέχεια και συνέπεια. Ειδικότερα, στα πλαίσια της παρούσας συγκυρίας, μια τέτοια υπαναχώρηση θα λειτουργούσε ως πρόσκομμα στη διαπραγματευτική διαδικασία και θα οδηγούσε σε πισωγύρισμα, αφού θα επέτρεπε στην άλλη πλευρά να καταθέσει μαξιμαλιστικότερες θέσεις διευρύνοντας την απόσταση και θα απομάκρυνε ακόμα περισσότερο την προοπτική εξεύρεσης συμφωνημένης λύσης. Ιδιαίτερα το τελευταίο, λόγω του υψηλού βαθμού στον οποίο είναι προφανές, θα ερμηνευόταν ως κίνηση απεμπολισμού της πιθανότητας προσέγγισης συμφωνίας, έτσι η πλευρά μας θα έχανε το τεκμήριο της καλής θέλησης και θα αντιμετωπιζόταν από τη διεθνή κοινότητα με τον αντίστοιχο τρόπο. Στην πράξη, η υπαναχώρηση από την υποστήριξη της ομοσπονδιακής λύσης του Κυπριακού μπορεί να προκαλέσει μόνο κόστος και όχι όφελος, απευθυνόμενη κυρίως στο εσωτερικό μέτωπο παρά στις πραγματικές πολιτικές εξελίξεις, οι οποίες δεν μπορούν να επηρεαστούν από την έκφραση ευχολογίων. Ωστόσο, μια τέτοια εξέλιξη θα τροφοδοτούσε την εσωτερική συζήτηση για το Κυπριακό, αλλά θα την έθετε σε μια θεωρητική αντί σε μια πρακτική βάση, με αποτέλεσμα να περιορίζεται σε ένα φαντασιακό επίπεδο όπου θα διαπραγματευόμαστε μεταξύ μας για το “τι θα μπορούσαμε να διεκδικήσουμε” αντί για το “τι μπορούμε να πετύχουμε”. Παρόλο που καμία συζήτηση δεν είναι εξ ορισμού αρνητική, εάν η κριτική προς την ομοσπονδία καθίσταται μηδενιστική και εκφοβιστική, ουσιαστικά τίθεται εκ προοιμίου υπό αμφισβήτηση η μορφή που θα έχει η Κυπριακή Δημοκρατία μετά από τη λύση του Κυπριακού Προβλήματος, οδηγώντας προς επανάληψη των φαινομένων του παρελθόντος, όπου το νεοϊδρυθέν τότε κράτος του ‘60 δεν αγαπήθηκε αρχικά από κανέναν και προσεγγίστηκε ως μεταβατική παρένθεση για κάτι άλλο, μέχρι που κινδυνεύσαμε να το χάσουμε οριστικά.     

Η επανένωση μιας διχοτομημένης χώρας και ενός διχασμένου λαού δεν είναι εύκολη υπόθεση. Προϋποθέτει σοβαρότητα, υπευθυνότητα, νηφαλιότητα και ορθολογισμό, ώστε μέσα από μια δύσκολη διαπραγμάτευση να επιτευχθεί το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Εάν επιθυμούμε την επίλυση του Κυπριακού στο ορατό μέλλον, τότε θα διαπραγματευτούμε με συνέπεια στις θέσεις μας, με ρεαλισμό και διεκδικητικότητα, για την εξεύρεση λύσης στη βάση του μοντέλου της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας, με το σωστό περιεχόμενο. Εάν δεν θέλουμε την επίλυση του Κυπριακού στο ορατό μέλλον και προτιμούμε τη διαιώνιση της σημερινής κατάστασης στο διηνεκές, τότε μπορούμε να κρυβόμαστε πίσω από όρους όπως “επανατοποθέτηση του Κυπριακού”, “διαμόρφωση νέας στρατηγικής για το Κυπριακό” και “όχι στην Ομοσπονδία”.

[Εφημερίδα "Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ"]

26 Απριλίου 2015

Το περιεχόμενο του “σωστού περιεχομένου”

Η αναφορά στο “σωστό περιεχόμενο” της ομοσπονδιακής λύσης του Κυπριακού, ενίοτε παρερμηνευόμενη, προσομοιάζει με το κρεβάτι του Προκρούστη ή με το μνήμα του Αγίου Νεοφύτου. Κάποιοι θεωρούν ότι ο όρος είναι αφηρημένος και λειτουργεί ως άλλοθι για την απόρριψη οποιασδήποτε πρότασης για λύση του Κυπριακού, και ορισμένοι όντως χρησιμοποιούν τον όρο ως πρόφαση, για να συγκαλύψουν την έφεσή τους προς τη διχοτόμηση. Παρ’ όλα αυτά, τόσο εκείνοι που θεωρούν ότι το “σωστό περιεχόμενο” είναι άλλοθι όσο και εκείνοι που το χρησιμοποιούν ως πρόφαση, παρερμηνεύουν την ουσία του. Ο Τάσσος Παπαδόπουλος, ως ο βασικός εισηγητής του όρου, στις Προεδρικές Εκλογές του 2008 είχε προσδιορίσει με συγκεκριμένο και ρεαλιστικό τρόπο το περιεχόμενο του “σωστού περιεχομένου” στα πλαίσια του Προεκλογικού Προγράμματος με το οποίο διεκδίκησε την επανεκλογή του στην Προεδρία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αυτό το περιεχόμενο του “σωστού περιεχομένου” είναι ιδιαίτερα χρήσιμο ενόψει της επανέναρξης των προσπαθειών επίλυσης του Κυπριακού, ως σταθερά για μια αυστηρή αξιολόγηση των χαρακτηριστικών που πρέπει να έχει η ομοσπονδιακή λύση του Κυπριακού, χωρίς υπερβολές και χωρίς υπεκφυγές.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Τάσσο Παπαδόπουλο, η λύση του Κυπριακού πρέπει να “διασφαλίζει τη συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας σε ένα διζωνικό, δικοινοτικό ομόσπονδο κράτος”, με το “Ομοσπονδιακό Σύνταγμα να κατοχυρώνει την πολιτική ισότητα των δύο κοινοτήτων, σύμφωνα με τα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών που καθορίζουν το δικοινοτικό χαρακτήρα της Ομοσπονδίας και την συμμετοχή των δύο κοινοτήτων στα όργανα και στις δομές της ομοσπονδιακής κυβέρνησης”. Ταυτόχρονα, πρέπει να διασφαλίζεται “η λειτουργικότητα και η βιωσιμότητα της λύσης” με απαραίτητες προϋποθέσεις τη “σαφή διάκριση των αρμοδιοτήτων μεταξύ Εκτελεστικής, Νομοθετικής και Δικαστικής εξουσίας καθώς και την υπεροχή των νόμων του Ομόσπονδου Κράτους έναντι των νόμων των ομόσπονδων Πολιτειών”, τη “θεσμοθέτηση αποτελεσματικών μηχανισμών λήψης αποφάσεων και επίλυσης αδιεξόδων”, την “απεμπλοκή από λύσεις που προσδίδουν πολιτικό, διοικητικό, νομοθετικό ή δικαστικό ρόλο σε ξένους” και την “αυστηρή εφαρμογή της αρχής του Κράτους Δικαίου”. Επιπρόσθετα, πρέπει “το Σύνταγμα να διασφαλίζει ότι οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων σε ομοσπονδιακό επίπεδο δεν θα παρακωλύουν την ομαλή και αποτελεσματική λειτουργία του Κράτους”, ενώ υπογραμμίζεται η “βασική αρχή” σύμφωνα με την οποία “καμία κοινότητα να μην μπορεί να παραβιάζει τα δικαιώματα της άλλης, αλλά και καμία κοινότητα να μην μπορεί να παρακωλύει την ομαλή λειτουργία του κράτους”, ενώ σημειώνεται ότι “υπάρχουν διαζευκτικές προτάσεις για να κατοχυρώσουμε εφαρμογή των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, χωρίς να επηρεάζεται η έννοια της διζωνικότητας”. Παράλληλα, η λύση του Κυπριακού  πρέπει “να διασφαλίζει, για να είναι βιώσιμη, την ενότητα της οικονομίας”, όπου “η εισαγωγή του ευρώ συνιστά ισχυρή βάση για την επίτευξη της ενοποίησης της οικονομίας, αλλά και για την προσπάθεια ώστε το ταχύτερο δυνατόν να σμικρυνθούν και τελικά να εξαλειφθούν οι οικονομικές ανισότητες μεταξύ των δύο κοινοτήτων”. Ακόμη, η λύση του Κυπριακού  πρέπει “να δίνει στο Ομοσπονδιακό Κράτος την άσκηση πλήρους ελέγχου, ως απόρροια της κυριαρχίας του, στον Εναέριο Χώρο, Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, Χωρικά Ύδατα και περιοχή Έρευνας και Διάσωσης, χωρίς να παραχωρούνται τέτοιες εξουσίες και δικαιώματα σε ξένα κράτη”. Επίσης, πρέπει “να ορίζει ότι η μετάβαση από το παρόν συνταγματικό καθεστώς της Κυπριακής Δημοκρατίας στο ομοσπονδιακό καθεστώς της λύσης, θα γίνει όταν θα είναι έτοιμες οι νέες δομές και διασφαλίζεται η αποτελεσματική λειτουργία τους”. Τέλος, “θα πρέπει να συμφωνηθεί ότι ύστερα από κάποια συγκεκριμένη χρονική περίοδο θα υπάρξει συνταγματική αξιολόγηση από Μικτή Συντακτική Δικοινοτική Συνέλευση, η οποία θα λάβει χώρα υπό το φως των εμπειριών που θα έχουν μέχρι τότε αποκομιστεί κατά τα πρώτα χρόνια εφαρμογής της λύσης”.  

Τα ανωτέρω χαρακτηριστικά του “σωστού περιεχομένου” αποτελούν σημαντικά συστατικά στοιχεία της λειτουργικότητας της ομοσπονδιακής λύσης του Κυπριακού. Δεν αποτελούν ούτε μαξιμαλιστικές απαιτήσεις και προφάσεις εν αμαρτίαις για τη διαιώνιση της διχοτόμησης, ούτε κενές περιεχομένου διατυπώσεις και εποικοδομητικές ασάφειες για τη δημιουργία μιας εύθραυστης νέας κατάστασης. Η λύση του Κυπριακού είναι απαραίτητη για την ομαλή εξέλιξη του κυπριακού κράτους και για την επιβίωση του κυπριακού λαού. Όμως η λύση πρέπει να διασφαλίζει την πολιτική σταθερότητα, ως βασικό προαπαιτούμενο της ανάπτυξης και της ευημερίας. Και για να συμβεί αυτό, είναι απαραίτητο η λύση να έχει συγκεκριμένο “σωστό περιεχόμενο”. Έτσι, η επανέναρξη των διαπραγματεύσεων πρέπει να βασίζεται στην εκατέρωθεν ειλικρίνεια προθέσεων και στην αμοιβαία διάθεση για εξεύρεση κοινά αποδεκτής λύσης, αλλιώς θα επαναληφθεί το ατελέσφορο και ομφαλοσκοπικό παιχνίδι της αλληλοεπίρριψης ευθυνών, τόσο μεταξύ των δύο πλευρών όσο και στο εσωτερικό της κάθε πλευράς. 

[Εφημερίδα "Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ"]

5 Απριλίου 2015

Η προοπτική της συμμετοχικής δημοκρατίας

Στον Ουίνστον Τσώρτσιλ αποδίδεται ο κυνικός αφορισμός, σύμφωνα με τον οποίο “το καλύτερο επιχείρημα εναντίον της δημοκρατίας είναι μια συζήτηση πέντε λεπτών με το μέσο ψηφοφόρο”, υπονοώντας ότι αυτοί που ψηφίζουν δεν έχουν το απαιτούμενο επίπεδο για τη λήψη σημαντικών αποφάσεων. Έτσι, διαμορφώνεται για το “μέσο ψηφοφόρο” μια περιστασιακή σχέση με τη δημοκρατία, όπου σε αραιά χρονικά διαστήματα δικαιούται να συμμετάσχει σε εκλογικές διαδικασίες για να επιλέξει αντιπροσώπους που θα σκέφτονται και θα αποφασίζουν εκ μέρους του. Στα πλαίσια αυτής της σχέσης, οι αντιπρόσωποι του “μέσου ψηφοφόρου”, διαχειρίζονται την εξουσία συγκεντρωτικά, είτε επειδή - στην καλύτερη περίπτωση - θεωρούν ότι οι ίδιοι ξέρουν καλύτερα ποιο είναι το δημόσιο συμφέρον, είτε επειδή - στη χειρότερη περίπτωση - θέλουν να προωθούν το προσωπικό τους συμφέρον. Στην πράξη, είναι πιο εύκολο να επιτευχθεί το δεύτερο παρά το πρώτο, αφού η απουσία των πολιτών από τα κέντρα εξουσίας ευνοεί εκείνους που έχουν ως αυτοσκοπό  την παραμονή στην εξουσία. Ταυτόχρονα, οι αυτόκλητοι πεφωτισμένοι συνήθως αποτυγχάνουν, επειδή επιδιώκοντας να εκφράσουν τα συμφέροντα της κοινωνίας χωρίς να αφουγκραστούν την κοινωνία, ματαιοπονούν παταγωδώς.
Η συμμετοχική δημοκρατία βασίζεται στην καλύτερη κατανομή της εξουσίας, με τρόπο που ο κάθε πολίτης να διαθέτει ένα μικρό μέρος της, αντί οι λίγοι να την κατέχουν εξολοκλήρου. Η συμμετοχική δημοκρατία προϋποθέτει αναβαθμισμένο ρόλο για τους πολίτες, που δεν περιορίζεται στην επιλογή αντιπροσώπων μέσω εκλογών ή στην επικύρωση/απόρριψη αποφάσεων μέσω δημοψηφισμάτων. Η συμμετοχική δημοκρατία προνοεί τη συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία παραγωγής των πολιτικών, από την αφετηρία της διαπίστωσης των σχετικών αναγκών, μέχρι το σχεδιασμό, την εφαρμογή και την αξιολόγησή τους. Η συμμετοχική δημοκρατία τοποθετεί τον πολίτη στην κεντρική θέση του καθοδηγητή, από τον οποίο αναμένει οδηγίες και κατευθύνσεις ο πολιτικός, ώστε να διαχειριστεί την εξουσία καταλλήλως. Η συμμετοχική δημοκρατία επιτρέπει στους πολίτες να αφιερώσουν χρόνο για να ενημερωθούν σφαιρικά και σε βάθος, για να μπορέσουν να διαμορφώσουν ολοκληρωμένες αντιλήψεις και για να εκφράσουν τεκμηριωμένες απόψεις. Η συμμετοχική δημοκρατία διαθέτει διαδικασίες και μεθόδους που επιτρέπουν τη λειτουργική συμμετοχή των πολιτών με τρόπο που είναι ουσιαστικός και όχι διακοσμητικός. Η συμμετοχική δημοκρατία δεν αντιμετωπίζει τον κοινωνικό διάλογο και τη δημόσια διαβούλευση ως άλλοθι για να εφαρμόσει προειλημμένες αποφάσεις, αλλά αποζητά την προστιθέμενη αξία της συμβολής των πολιτών και επενδύει στην συνεισφορά τους για τη λήψη των κατάλληλων αποφάσεων. Η συμμετοχική δημοκρατία είναι η μόνη μορφή δημοκρατίας που μπορεί να καταστεί βιώσιμη και αειφόρα χωρίς παλινδρομήσεις και είναι η μόνη μορφή δημοκρατίας που μπορεί να πείσει τους πολίτες για τις δυνατότητες και τις προοπτικές της.

Στον Ουίνστον Τσώρτσιλ αποδίδεται επίσης ένας άλλος αφορισμός, σύμφωνα με τον οποίο “η δημοκρατία είναι το χειρότερο πολίτευμα, με εξαίρεση όλα τα άλλα”. Όμως οι απαιτήσεις των πολιτών από τη δημοκρατία δεν μπορούν να στρογγυλοποιούνται προς τα κάτω, συγκρινόμενες με τις κακουχίες των ολοκληρωτικών ανελεύθερων καθεστώτων. Αντίθετα, η ομαλή λειτουργία της δημοκρατίας αποτελεί την οδό της ανθρωπότητας προς την πρόοδο και την ευημερία, με τα “άλλα” πολιτεύματα να μην αποτελούν πλέον επιλογή, αλλά μόνο μια μακρινή τραυματική ανάμνηση. Ωστόσο, η δημοκρατία που αφορά πραγματικά τους πολίτες είναι μόνο η συμμετοχική δημοκρατία, αφού σε διαφορετική περίπτωση θα εξακολουθήσει να αφορά κατά βάση τους αντιπροσώπους των πολιτών. Και εάν αυτή η διάσταση εξακολουθήσει να εντείνεται, οι πολίτες θα έχουν συνειρμικά ταυτίσει πλήρως τη δημοκρατία με το εφαρμοζόμενο κακέκτυπο και θα στραφούν αυτοκαταστροφικά προς σκοτεινές επιλογές του παρελθόντος.

[Εφημερίδα Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ]

15 Μαρτίου 2015

Η κρίση της Ευρώπης είναι πολιτική

Η κρίση που ταλανίζει την Ευρώπη είναι κατά βάση μία πολιτική κρίση που προκαλεί οικονομικές επιπτώσεις, παρά μία οικονομική κρίση που προκαλεί πολιτικές επιπτώσεις. Στο σύγχρονο κόσμο, η πολιτική διαχείριση αρνητικών οικονομικών εξελίξεων είναι σύνηθες φαινόμενο, αφού οι εναλλασσόμενοι κύκλοι ύφεσης είναι  αναπόφευκτο μέρος της ζωής και της ιστορίας. Όμως, για την ομαλή έξοδο από τις εκάστοτε υφεσιακές συνθήκες είναι απαραίτητη η λήψη πολιτικών αποφάσεων με γνώμονα την επιστροφή στην ανάπτυξη και στην ευημερία, αφού η οικονομία υπάρχει για να εξυπηρετεί τον άνθρωπο και όχι για να τον υποδουλώνει. Αλλά, όταν το πολιτικό σύστημα αποτυγχάνει να αναχαιτίσει την ύφεση, τότε η οικονομική κρίση καθίσταται απλώς η αφορμή που αποκαλύπτει τις σοβαρές ανεπάρκειες του πολιτικού συστήματος.

Οι παραμέτροι της πολιτικής κρίσης έχουν ως επίκεντρο την ελλειμματική λειτουργία της δημοκρατίας και των θεσμών: Οι πολίτες δεν ενημερώνονται για το περιεχόμενο των πολιτικών αποφάσεων που τους αφορούν και η δημόσια συζήτηση αποπροσανατολίζει από την ουσία των πραγμάτων, με αποτέλεσμα την προνομιακή συμμετοχή των ελίτ και της ολιγαρχίας. Η κοινωνία δεν συμμετέχει στη λήψη των αποφάσεων που καθορίζουν τις εξελίξεις, επειδή η δημοκρατική διαδικασία γίνεται εφάπαξ, χωρίς έλεγχο και χωρίς συνέχεια, ενώ συνεπακόλουθα, αυτή η διαπίστωση απωθεί από τη δημοκρατική συμμετοχή και εκτοξεύει την αποχή. Επιβάλλονται ετσιθελικές αποφάσεις σε δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις, θέτοντας υπό πρακτική αμφισβήτηση την όποια λαϊκή νομιμοποίηση και ανατρέποντας το αυτονόητο κεκτημένο της λαϊκής κυριαρχίας. Έχει κυριαρχήσει μία λανθασμένη ιδεολογική προσέγγιση, η οποία χαρακτηρίζεται από δογματικές αγκυλώσεις που της αποστερούν το ρεαλισμό και την ευελιξία, μποϋκοτάροντας τη διαλεκτική σύνθεση των απόψεων και την προσέγγιση συμβιβαστικών προσεγγίσεων. Οι αποφάσεις λαμβάνονται στη βάση της εξυπηρέτησης κατεστημένων οικονομικών συμφερόντων, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με αποτέλεσμα τη δημιουργία και την εδραίωση σοβαρών κοινωνικών και εθνικών ανισοτήτων, που δημιουργούν εύφορο έδαφος για την ανάπτυξη ακραίων πολιτικών δυνάμεων. Η απουσία ενιαίας ευρωπαϊκής κουλτούρας που να βρίσκεται σε συνάρτηση με τα συμφέροντα της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών παρέχει εύφορο έδαφος στη σύμπτωση των ολίγων μεγάλων συμφερόντων, που χωρίς ουσιαστική αντίσταση κυριαρχούν ανεπαίσθητα και πολυεπίπεδα. Η αντιμετώπιση της θεσμικής ανεπάρκειας που χαρακτηρίζει ορισμένα ευρωπαϊκά κράτη δεν αποτελεί πραγματική προτεραιότητα, λόγω τού εύφορου πεδίου που παρέχεται σε διάφορους εθνικούς και ιδιωτικούς κύκλους για εκμετάλλευση αυτής της κατάστασης προς όφελος των ιδίων. Η διατήρηση των δεσπόζουσων θέσεων που προέκυψαν μέσα από τη στρεβλή κατάσταση που οδήγησε στην ύφεση, καθίσταται αυτοσκοπός και εμποδίζει την πολιτική αναπροσαρμογή φρενάροντας την αλλαγή και τον εκσυγχρονισμό.


Η έξοδος από την οικονομική κρίση περνά μέσα από το μονοπάτι της αντιμετώπισης της πολιτικής κρίσης. Η συντήρηση της κρίσης είναι απότοκη της εμμονής εκείνων που εξακολουθούν να επιμένουν στη συντήρηση της εξουσίας τους έναντι των υπολοίπων και είναι απρόθυμοι να λειτουργήσουν εντός ενός πλαισίου δημοκρατίας, συνεννόησης και λογοδοσίας. Και αν η Ευρώπη δεν καταφέρει να διαχειριστεί αποτελεσματικά την πολιτική κρίση, τότε θα συνεχίσει την περιδίνηση στα βάθη της οικονομικής κρίσης, ανατροφοδοτώντας την πολιτική κρίση και ενισχύοντας φυγόκεντρες τάσεις που δύσκολα πλέον θα είναι αναστρέψιμες. 

[Εφημερίδα Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ]

3 Μαρτίου 2015

«Ένα μικρό βήμα προς μια νέα κατεύθυνση»

Συνήθως, μεταξύ του πανηγυρικού ενθουσιασμού και της μηδενιστικής απογοήτευσης που ακολουθούν τα σημαντικά πολιτικά γεγονότα, κρύβεται η αλήθεια. Στην περίπτωση της πρόσφατης διαβούλευσης και απόφασης για το ελληνικό ζήτημα στα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αλήθεια δεν είναι ιδιαιτέρως κρυμμένη, αφού περιγράφηκε γλαφυρά από τον Έλληνα Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος ανέφερε ότι έγινε «ένα μικρό βήμα προς μια νέα κατεύθυνση», χωρίς τυμπανοκρουσίες και χωρίς νενικήκαμεν. Όμως, είναι σημαντικό να αξιολογηθεί το περιεχόμενο αυτού του μικρού βήματος, οι προοπτικές της νέας κατεύθυνσης και οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες το πρώτο βήμα θα είναι σταθερό και θα το ακολουθήσουν άλλα.


Το σημαντικότερο επίτευγμα για την ελληνική πλευρά είναι η ουσιαστική ακύρωση της μνημονιακής υποχρέωσης για επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 3% για το 2015, το οποίο θα κατευθυνόταν προς την αποπληρωμή του παλαιού χρέους. Η ακύρωση αυτής της πρόνοιας είναι ιδιαίτερα σημαντική επειδή αποτελεί την πεμπτουσία της πολιτικής της λιτότητας, και συνεπάγεται την απελευθέρωση οικονομικών πόρων οι οποίοι μπορούν να αξιοποιηθούν αναπτυξιακά, κοινωνικά και ανθρωπιστικά. Παράλληλα, επανατοποθετήθηκε η σχέση της ελληνικής Κυβέρνησης με τους δανειστές της, και πλέον αντί της παρουσίας του τροϊκανού κλιμακίου των τεχνοκρατών που δεν είναι σε θέση να διαπραγματευθεί αλλά μόνο να αστυνομεύει, τίθεται σε εφαρμογή η απευθείας επαφή με τους επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, υπό καθεστώς διαρκούς ισότιμης πολιτικής διαπραγμάτευσης. Επιπρόσθετα, η ελληνική πλευρά επανακτά το αυτονόητο δικαίωμα της διαμόρφωσης και της ιεράρχησης των μεταρρυθμίσεων που θα υλοποιηθούν, οι οποίες πλέον δεν θα είναι δοτές από τους δανειστές, ενώ το πλαίσιο αυτών των μεταρρυθμίσεων συμφωνήθηκε και βασίζεται μεταξύ άλλων σε έννοιες όπως η ανάπτυξη και η κοινωνική δικαιοσύνη. Ακόμη, η ελληνική Κυβέρνηση είναι σε θέση να ακυρώσει μνημονιακές ρυθμίσεις που αποφασίστηκαν στο παρελθόν, και να υποκαταστήσει τα έσοδα από αυτές με άλλους δικαιότερους τρόπους, ενώ μετά από την γεφυρωτική περίοδο των τεσσάρων μηνών θα είναι σε θέση να επαναδιαπραγματευθεί συνολικά το δανειακό πρόγραμμα σε μια νέα βάση.

Σε συνδυασμό με τα πιο πάνω, η ελληνική πλευρά πέτυχε τη διεθνοποίηση του ελληνικού ζητήματος και την τοποθέτηση του στο επίκεντρο του ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος ως πανευρωπαϊκού ζητήματος, που έχει να κάνει με την ανάγκη αντικατάστασης των πολιτικών της λιτότητας με πολιτικές ανάπτυξης. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, η ελληνική Κυβέρνηση χρειάζεται συμμάχους σε επίπεδο ευρωπαϊκών Κυβερνήσεων, οι οποίες αναμένεται ότι κατά το προσεχές διάστημα μπορούν να προκύψουν είτε μέσα από εκλογικές διαδικασίες σε χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ισπανία και η Ιρλανδία, είτε μέσα από την πολιτική στροφή Κυβερνήσεων όπως αυτές της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Κύπρου. Ταυτόχρονα, παράγοντες των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης φαίνεται να κρατούν αποστάσεις από την άτεγκτη στάση της Γερμανίας, οι οποίες δεν θα παραμείνουν στατικές αλλά θα μεγαλώνουν αναλόγως των κινδύνων που αυτή η στάση προκαλεί στην ευρωπαϊκή συνοχή και αναλόγως της εποικοδομητικής στάσης της Ελλάδας.

Παρ’ όλα αυτά, για την κεφαλαιοποίηση των μικρών βημάτων που πέτυχε η Ελλάδα και για την ενεργοποίηση του πολιτικού momentum που δημιουργήθηκε, υπάρχουν ορισμένες αυστηρές προϋποθέσεις: Η ελληνική Κυβέρνηση πρέπει να επιδείξει αποφασιστικότητα στη μεταρρυθμιστική προοπτική της χώρας, πρέπει να συγκρουστεί με τα κατεστημένα που κρατούν την Ελλάδα δεμένη στο παρελθόν, πρέπει να παραμείνει μακριά από τη διαπλοκή και τη διαφθορά, πρέπει να δείξει επιμονή και υπομονή, πρέπει να καταφέρει να παραμείνει συμπαγής και πρέπει να καταφέρει να συνδυάσει τον ιδεαλισμό με το ρεαλισμό. Η ανταπόκριση σε αυτές τις προϋποθέσεις δεν είναι εύκολη, όμως το εγχείρημα της ελληνικής Κυβέρνησης είναι ούτως ή άλλως δύσκολο: Θέλει να παραμείνει στην Ευρώπη και στην Ευρωζώνη, αλλάζοντας την Ευρώπη και την Ευρωζώνη. Αυτή η αλλαγή δεν θα συμβεί αυτόματα, δεν θα συμβεί εύκολα, και σίγουρα δεν έχει συμβεί ακόμη. Αλλά τουλάχιστον ξεκινά να αχνοφαίνεται.

[Εφημερίδα ΠΟΛΙΤΗΣ]

15 Φεβρουαρίου 2015

"Tubkdam": Τα πλεονάσματα της λιτότητας

Στη Μογγολία εντοπίστηκε μια άριστα διατηρημένη μούμια βουδιστή μοναχού σε στάση διαλογισμού που εκτιμάται ότι είναι ηλικίας 200 ετών. Σύμφωνα με τον Δρ. Μπάρι Κερζίν, στενό συνεργάτη του Δαλάι Λάμα, ο συγκεκριμένος μοναχός δεν είναι νεκρός, αλλά βρίσκεται στην ανώτατη κατάσταση διαλογισμού που ονομάζεται "tubkdam", όπου εάν καταφέρει να φτάσει ο διαλογιστής, τότε "γίνεται Βούδας". Στα πλαίσια της εφαρμογής των πολιτικών της λιτότητας, η αντίστοιχη κατάσταση με το "tubkdam" είναι η επίτευξη του λεγόμενου “πρωτογενούς πλεονάσματος”, που καταδεικνύει ότι το κράτος έχει καταφέρει να τιθασεύσει τα “πάθη” του και να περιορίσει τις “σπατάλες” του, βαδίζοντας στην οδό της δημοσιονομικής αρετής. Όμως στην πραγματικότητα, θα έχει την ίδια κατάληξη με το βουδιστή μοναχό της Μογγολίας.


Στα κράτη που βρίσκονται υπό μνημονιακό καθεστώς επιβάλλονται όροι αυστηρότεροι από αυτούς του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού, αφού υποχρεώνονται να διαμορφώνουν πλεονασματικούς προϋπολογισμούς, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από σκληρή λιτότητα και ανύπαρκτες αναπτυξιακές δυνατότητες, αφού τα ποσά του πλεονάσματος πηγαίνουν κατευθείαν στην αποπληρωμή του παλαιού χρέους. Π.χ., το Μνημόνιο της Ελλάδας ορίζει ότι πρέπει να επιτευχθεί πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 3% για το 2015 και 4,5%  για το 2016 και για το 2017. Αντίστοιχα, το Μνημόνιο της Κύπρου ορίζει ότι πρέπει να επιτευχθεί πρωτογενές πλεόνασμα ύψους  2.5% για το 2017 και 4% από το 2018 και εντεύθεν. Τα πλεονάσματα είναι προφανώς θετικά όταν προκύπτουν μέσα από την ανάπτυξη της οικονομίας και όταν αξιοποιούνται για την ανάπτυξη της οικονομίας. Όμως όταν δεν συμβαίνει αυτό, τα πράγματα περιπλέκονται.

Για να επιτευχθεί ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος, τα κράτη υποχρεώνονται να εφαρμόζουν πολιτικές σκληρής λιτότητας μέσα από μειώσεις μισθών, μειώσεις κοινωνικών δαπανών και μειώσεις δημοσίων δαπανών οι οποίες οδηγούν σε ένα φαύλο κύκλο ύφεσης. Π.χ. αντί εξορθολογισμού του κρατικού μισθολογίου γίνονται άκριτες μειώσεις μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, υπό το φως του κοινωνικού αυτοματισμού. Όμως αυτό οδηγεί στην υποτίμηση της αξίας της εργασίας και στην περαιτέρω μείωση των μισθών των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, ενώ ταυτόχρονα μειώνεται η αγοραστική δύναμη ενός σημαντικού μέρους της κοινωνίας, με αποτέλεσμα τη μείωση του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων, τις απολύσεις και την αύξηση της ανεργίας. Κατά ανάλογο τρόπο, οι μειώσεις των κοινωνικών δαπανών αφήνουν εκτεθειμένες τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες και οι μειώσεις των δημοσίων δαπανών περιορίζουν τις αναπτυξιακές δυνατότητες της οικονομίας.

Στην πράξη, λόγω της ύφεσης που προκύπτει από τη λιτότητα, το μέγεθος της οικονομίας των χωρών που εφαρμόζουν αυτές τις πολιτικές μειώνεται, με αποτέλεσμα τα πλεονάσματα να είναι επίσης σημαντικά μειωμένα. Π.χ., το ΑΕΠ της Ελλάδας ήταν €233.2 δις το 2008 και μετά από την εφαρμογή των πολιτικών λιτότητας συρρικνώθηκε στα €185.0 το 2014, δηλαδή μειώθηκε κατά 20.6%. Έτσι, ενώ ένα πλεόνασμα ύψους 4.5% το 2008 θα ήταν €10.5 δις, το ίδιο ποσοστό πλεονάσματος για το 2014 θα ήταν μόνο €8.3 δις.

Μέσα από όλα αυτά δημιουργείται ένα οξύμωρο σχήμα, όπου οι πολίτες κάνουν συνεχώς θυσίες, οι κυβερνήσεις πληρώνουν διαρκώς πολιτικό κόστος, και η οικονομία βυθίζεται διαρκώς όλο και βαθύτερα στην ύφεση. Δηλαδή, ενώ ταλαιπωρούνται όλοι, στο τέλος δεν κερδίζει κανένας. Και όταν μέσα από την εφαρμογή μιας πολιτικής δεν κερδίζει κανείς, τότε παράλληλα με το μεγάλο κόστος του παρόντος, δημιουργούνται απορίες για τον πολιτικό αναλυτή του μέλλοντος, αντίστοιχες με τις σύγχρονες απορίες για τη μούμια του βουδιστή μοναχού της Μογγολίας.

[Εφημερίδα "Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ"]

8 Φεβρουαρίου 2015

Το κόστος μιας λάθος ιδέας

Ένας από τους σημαντικότερους οικονομολόγους όλων των εποχών, ο John Keynes, είχε πει ότι “οι επικρατούσες ιδέες, ανεξαρτήτως ορθότητας, είναι πιο ισχυρές από τα κατεστημένα συμφέροντα”, υπογραμμίζοντας πως “ιδιαίτερα όταν οι ιδέες είναι λανθασμένες, είναι πολύ πιο επικίνδυνες από τα κατεστημένα συμφέροντα”. Στην περίπτωση της διαχείρισης των επιπτώσεων της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση, διαφαίνεται ότι το ρόλο της λάθος ιδέας διαδραματίζει η “λιτότητα”, προκαλώντας τεράστιο κόστος για τα κράτη, για τους πολίτες, για την κοινωνία και για τις επιχειρήσεις.


Από το 2008 που ξεκίνησε η εφαρμογή της ιδέας της λιτότητας μέχρι σήμερα, έχει παρέλθει πλέον ουσιαστικός χρόνος, που δίνει τη δυνατότητα της αξιολόγησης των αποτελεσμάτων της, τα οποία δυστυχώς δεν είναι θετικά. Ως αποτέλεσμα της λάθος ιδέας, το δημόσιο χρέος στην Ευρωπαϊκή Ένωση αυξήθηκε κατά πολύ, αφού ο διαρκής νέος δανεισμός για την ικανοποίηση του παλαιού δανεισμού χωρίς αναπτυξιακές δραστηριότητες, οδηγεί σε ένα αδιέξοδο φαύλο κύκλο ύφεσης, που μειώνει σημαντικά το ΑΕΠ, εκτοξεύοντας, το δημόσιο χρέος των κρατών της Ευρωζώνης από το 69.3% (2008) στο 92.1% (2014). Αντίστοιχα, στην Ελλάδα το Δημόσιο Χρέος αυξήθηκε κατά 78.4% φτάνοντας στο 176.0%, στην Ισπανία αυξήθηκε κατά 57.3% φτάνοντας στο 96.8%, στην Ιταλία αυξήθηκε κατά 26.0% φτάνοντας στο 131.8%, στην Πορτογαλία αυξήθηκε κατά 65.0% φτάνοντας στο 131.4%, ενώ στην Κύπρο το Δημόσιο Χρέος υπερδιπλασιάστηκε φτάνοντας στο 104.7%. Κατά την ίδια περίοδο, η ανεργία στην Ευρώπη εκτοξεύθηκε, με τον αριθμό των ανέργων να ξεπερνά τα 24 εκατομμύρια, εκ των οποίων πέραν των 18 εκατομμυρίων βρίσκονται στις χώρες της Ευρωζώνης. Ειδικότερα, από το 2008 μέχρι σήμερα, η ανεργία στην Ελλάδα υπερδιπλασιάστηκε φτάνοντας στο 25.8%, στην Ισπανία επίσης υπερδιπλασιάστηκε αγγίζοντας το 28.8%, στην Ιταλία σχεδόν διπλασιάστηκε προσεγγίζοντας το 13%,  στην Πορτογαλία αυξήθηκε κατακόρυφα φτάνοντας στο 13.4%, και στην Κύπρο υπερτετραπλασιάστηκε φτάνοντας στο 16.4%. Επιπρόσθετα, ο αποπληθωρισμός κτυπά πλέον την πόρτα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκαλώντας αλυσιδωτές αρνητικές επιδράσεις στην ευρωπαϊκή οικονομία. Κατά το τέλος του 2014, ο αποπληθωρισμός ήρθε ακόμη πιο κοντά αφού ο δείκτης του πληθωρισμού ήταν στο 0,3% στην Ευρωζώνη και στο 0,4% στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ αποπληθωρισμός καταγράφηκε ήδη στη Βουλγαρία (-1,9%), στην Ελλάδα (-1,2%) στην Ισπανία (-0,5%) και στην Πολωνία (-0,3%).

Τα προφανώς αρνητικά αποτελέσματα της εφαρμογής της ιδέας της λιτότητας, κανονικά θα έπρεπε να είχαν ήδη οδηγήσει την Ευρωπαϊκή Ένωση σε αναζήτηση άλλων επιλογών, οι οποίες να δίνουν καλύτερες προοπτικές από τις υφιστάμενες. Ωστόσο, οι ισχυροί της Ευρωπαϊκής Ένωσης με προεξάρχουσα την κυβέρνηση της Γερμανίας επιμένουν στην επανάληψη και στην επέκταση της εφαρμοζόμενης πολιτικής. Και αυτός ακριβώς είναι ο κίνδυνος που προκύπτει από τις λάθος ιδέες: Η εμμονή σε αυτές υπερνικά και υποκαθιστά τον ορθολογισμό, εμποδίζει τη διαφοροποίηση και τον εμπλουτισμό τους με νέα στοιχεία, και δημιουργεί τη ψευδαίσθηση ότι με τη συνέπεια και την επιμονή στο τέλος θα επιβεβαιωθούν. Όμως στην πράξη, ανεξαρτήτως χρόνου, ανεξαρτήτως κόπου και ανεξαρτήτως θυσιών, τίποτα θετικό δεν μπορεί να προκύψει από μια λάθος ιδέα.

[Εφημερίδα "Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ"]

11 Ιανουαρίου 2015

Οι εθνικές συναινέσεις της κοινής λογικής

Η ανάγκη διαμόρφωσης μεγάλων εθνικών συναινέσεων είναι διαχρονικά αυτονόητη, όμως σε συνθήκες κρίσης καθίσταται επιβεβλημένη. Εξάλλου, η βάση των συναινέσεων προκύπτει, εκ των πραγμάτων, μέσα από την κατ’ αρχήν αποδοχή του υφιστάμενου πολιτεύματος και του υφιστάμενου οικονομικού συστήματος, με στόχο τη συνοχή της κοινωνίας και την ευημερία των πολιτών. Ωστόσο, η πολιτική διαδικασία και η δημόσια συζήτηση τίθενται συχνά σε διάσταση με την κοινή λογική, παρασυρόμενες προς μια κατάσταση διαρκούς προεκλογικής εκστρατείας, όπου η διαφοροποίηση γίνεται αυτοσκοπός. Έτσι, αποδυναμώνονται οι προοπτικές διαμόρφωσης ενιαίας εθνικής στρατηγικής που να υπερβαίνει τα πολιτικά πρόσωπα και τα πολιτικά κόμματα, οδηγώντας στο αντίθετο αποτέλεσμα της ομφαλοσκοπικής εσωστρέφειας. Προς άρση αυτής της κατάστασης, είναι απαραίτητος ο διαρκής δομημένος πολιτικός διάλογος μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων με τη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών, ώστε να προκύψουν οι αναγκαίες συναινέσεις με βάση τους εξής επίκαιρους άξονες:


Πρώτο: Η θέση της Κύπρου είναι εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εντός της Ευρωζώνης, όπου, μέσα από τις κατάλληλες συμμαχίες, μπορεί να επιτευχθεί η αλλαγή της εφαρμοζόμενης πολιτικής της λιτότητας και η αντικατάστασή της από πολιτικές με ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα και αναπτυξιακό προσανατολισμό.

Δεύτερο: Παράλληλα με το εγχείρημα της αλλαγής της ευρωπαϊκής πολιτικής, η Κύπρος οφείλει να ανταποκριθεί στις δεσμεύσεις της επανοικοδομώντας την αξιοπιστία της, μέσα από την ορθολογική εφαρμογή του Μνημονίου, μέσα από συνεχή διαβούλευση με τους εταίρους της, και μέσα από τη λήψη αποφάσεων που να ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες της κυπριακής οικονομίας, χωρίς ιδεολογικές εμμονές.

Τρίτο: Η προστασία του κράτους πρόνοιας αποτελεί βασικότατη παράμετρο της διαδικασίας ανάκαμψης της κυπριακής οικονομίας, επειδή σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να αποτελέσει την παράπλευρη απώλεια μιας νέας κανονικότητας χωρίς κοινωνική αλληλεγγύη και κοινωνική δικαιοσύνη, όπου θα έχει επικρατήσει ο κοινωνικός δαρβινισμός. 

Τέταρτο: Η κάθαρση και ο εκσυγχρονισμός της χώρας αποτελούν πολύ σημαντικές προϋποθέσεις για την ανάκαμψη, αφού η τιμωρία όσων εμπλέκονται στη διαπλοκή και τη διαφθορά, συνοδευόμενη από τη θεσμική αντιμετώπιση των σχετικών γενεσιουργών αιτίων με την εισαγωγή των κατάλληλων νόμων και κανονισμών, θα επιτρέψει στην Κύπρο να λειτουργήσει ως ένα σύγχρονο κράτος.

Πέμπτο: Για την έλευση της αναμενόμενης ανάπτυξης, επιβάλλεται η συμμετοχική διαμόρφωση ολοκληρωμένου αναπτυξιακού σχεδιασμού, ο οποίος να βασίζεται στην  αξιοποίηση του ποιοτικού ανθρώπινου δυναμικού που διαθέτει η χώρα μας για την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών με κύριο χαρακτηριστικό την υψηλή προστιθέμενη αξία, αφού σε διαφορετική περίπτωση οι στρεβλώσεις και οι περιορισμοί της κυπριακής αγοράς θα οδηγήσουν ξανά στους αυτοσχεδιασμούς του παρελθόντος.

Έκτο: Η επιδίωξη της επίλυσης του κυπριακού προβλήματος δεν είναι ούτε ρητορικό σχήμα, ούτε διπλωματική άσκηση, αλλά μια ξεκάθαρη εθνική προτεραιότητα απέναντι στην τουρκική αδιαλλαξία και επεκτατικότητα, με ορίζοντα την ανάδυση της επανενωμένης Κύπρου ως παράγοντα πολιτικής σταθερότητας και οικονομικής ευημερίας στην περιοχή.

Ο βαθμός δυσκολίας της πολιτικής διαχείρισης στις συνθήκες της οικονομικής κρίσης είναι κλιμακωτά αυξανόμενος, και για την ανταπόκριση σε αυτόν χρειάζεται αλλαγή πολιτικής νοοτροπίας που θα οδηγήσει από την αδιέξοδη αντιπαράθεση στη δημιουργική σύνθεση. Έτσι, η πολιτική ηγεσία, αφουγκραζόμενη τις ανάγκες των καιρών, καλείται να προβεί σε υπερβάσεις για να προσεγγίσει το αυτονόητο: Τις μεγάλες εθνικές συναινέσεις της κοινής λογικής.

[Εφημερίδα Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ]