Σελίδες

18 Απριλίου 2021

Η βολική (;) κανονικοποίηση του ΕΛΑΜ

Κατά τα τελευταία χρόνια η ηγεσία και τα στελέχη του ΕΛΑΜ έχουν πρωταγωνιστήσει σε πολλά περιστατικά εξτρεμιστικής βίας και προβοκατόρικων ενεργειών, με στόχο την προώθηση της μισαλλοδοξίας και την αποσταθεροποίηση της πολιτικής κατάστασης. Παρόλο που είναι γνωστό και σαφές ότι το ΕΛΑΜ ιδρύθηκε και λειτούργησε ως το κυπριακό παράρτημα της ελληνικής Χρυσής Αυγής (ΧΑ), η κυπριακή δικαιοσύνη επέλεξε παραδόξως να κωφεύσει στις αποφάσεις της ελληνικής δικαιοσύνης που καταδίκασαν την Χρυσή Αυγή ως εγκληματική οργάνωση, παρέχοντας στο ΕΛΑΜ προστασία και ασυλία από την θεσμική διερεύνηση η οποία θα καταδείκνυε το προφανές. Η κανονικοποίηση του ΕΛΑΜ είναι μια λανθασμένη και προβληματική πολιτική πρακτική που το ισχυροποιεί και το σταθεροποιεί, ενώ οι ακραίες πολιτικές και οι ακραίες πρακτικές καθίστανται πλέον αποδεκτές ως κανονικές. Επιπρόσθετα, η πολιτική συμπόρευση με το ΕΛΑΜ είναι επικίνδυνη και τοξική, αφού επί της ουσίας αυτό κερδίζει περισσότερα από όσα δίνει, σε βάρος εκείνων που αφελώς θεωρούν ότι μπορούν ανέξοδα να τρίβονται στην μαγκούρα του βοσκού.


Ωστόσο, επειδή είθισται η ιστορία ενίοτε να επαναλαμβάνεται, είτε ως τραγωδία, είτε ως φάρσα, είναι χρήσιμη η υπενθύμιση μιας σειράς περιστατικών που έλαβαν χώρα πριν από μερικά χρόνια: Στην Ελλάδα το 2013, προκλήθηκε ένα ενδιαφέρον πολιτικό σκάνδαλο που οδήγησε στην παραίτηση του τότε Γενικού Γραμματέα της Ελληνικής Κυβέρνησης, Τάκη Μπαλτάκου, όταν διαπιστώθηκε ότι αυτός λειτουργούσε ως άτυπος κοινοβουλευτικός καθοδηγητής της ΧΑ και ως συνδετικός κρίκος συνεργασίας με το τότε κυβερνών κόμμα της Νέας Δημοκρατίας (ΝΔ). Ο Τάκης Μπαλτάκος παρουσίασε σε μεταγενέστερη συνέντευξή του ως συνειδητή πολιτική επιλογή την συστράτευση με την ΧΑ και ανέφερε επί τούτου ότι «πρέπει να επανενωθεί η δεξιά, η ΝΔ , η ΧΑ και οι ΑΝΕΛ φτάνουν το 46%, αν ενωθούμε θα κυβερνάμε για 50 χρόνια». Ειδικότερα, διαπιστώθηκε μέσα από την δημοσιοποίηση της εσωτερικής  επικοινωνίας των στελεχών της ΧΑ ότι ο τότε Γενικός Γραμματέας της Κυβέρνησης, έδινε γραμμή στους βουλευτές της ΧΑ για τις νομοθετικές διατάξεις που έπρεπε ή δεν έπρεπε να ψηφίσουν ή να καταψηφίσουν, με αποτέλεσμα αυτοί να λειτουργούν ως παράρτημα της ΝΔ, ενώ επικροτούσε τους κοινοβουλευτικούς τραμπουκισμούς στους οποίους οι ακροδεξιοί Βουλευτές προέβαιναν κατά κόρον:  Π.χ. είναι χαρακτηριστικό το εξής μήνυμα με αποδέκτη τον τότε Βουλευτή Ηλία Κασιδιάρη και αποστολέα τον στενό του συνεργάτη Θεόδωρο Ζούμπο: «Με είπε Μπαλτάκος ότι αύριο 12:00 στην Επιτροπή για τα ναρκωτικά με τα άρθρα 62 και 83 του Ρουπακιώτη πρέπει να είμαστε παρόντες. Η ψηφοφορία θα γίνει με ανάταση χεριών. Επίσης μου’πε για Πέμπτη την τροπολογία των 85 για γένος στις Στρατιωτικές Σχολές. Του’ πα είμαστε ενήμεροι!». Επίσης, ιδιαίτερα χαρακτηριστικό είναι το εξής μήνυμα με τον ίδιο αποστολέα και τον ίδιο αποδέκτη: «Πέρασε Μπαλτάκος και είπε να δώσουμε συγχαρητήρια σε Ηλιόπουλο», μετά που ο συγκεκριμένος Βουλευτής της ΧΑ αποκάλεσε από το βήμα της Ελληνικής Βουλής «γίδια», «ξεφτίλες» και «ξεφτιλισμένους» του Βουλευτές άλλου κόμματος, καταλήγοντας ότι «τον εθνικισμό δεν τον νικήσετε ποτέ». Σημειώνεται ότι σήμερα αμφότεροι οι τότε Βουλευτές Ηλιόπουλος και Κασιδιάρης βρίσκονται στην φυλακή, καταδικασμένοι σε πολυετή φυλάκιση ως ένοχοι για την συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση. Όλα αυτά έβλαψαν την ελληνική πολιτική ζωή και έβλαψαν την παράταξη της ΝΔ, η οποία ενεργοποίησε ετεροχρονισμένα τα δημοκρατικά αντανακλαστικά που όφειλε να διαθέτει.

Πριν από μερικά χρόνια στην Ελλάδα, με αφετηρία την αδιαφορία που οδήγησε στην ανοχή και τον εξευμενισμό, για να καταλήξει στην σύμπλευση και την συνεργασία με την ΧΑ, ανδρώθηκε και ενδυναμώθηκε ένα πανίσχυρο ακροδεξιό πολιτικό μόρφωμα που απέσπασε την υποστήριξη μερικών εκατοντάδων χιλιάδων ψηφοφόρων, και υπό τον μανδύα του πολιτικού κόμματος λειτουργούσε ως εγκληματική οργάνωση. Σήμερα στην Κύπρο, έξι εβδομάδες πριν από τις επικείμενες Βουλευτικές Εκλογές, σύμφωνα με τα αποτελέσματα δημοσκόπησης της εταιρίας ερευνών CYMAR που δημοσιοποιήθηκε στον τηλεοπτικό σταθμό ΑΝΤ1 στις 15 Απριλίου 2021, εκτιμάται ότι το ΕΛΑΜ μπορεί να καταλάβει από πέντε μέχρι επτά βουλευτικές έδρες. Η συμπόρευση με την ακροδεξιά δοκιμάστηκε και απέτυχε, βλάπτοντας και επιβαρύνοντας τόσο το πολιτικό σύστημα όσο και τις πολιτικές δυνάμεις που παρασύρθηκαν προς αυτή την κατεύθυνση.  Η ακροδεξιά δεν μπορεί να αποτελεί την χρυσή εφεδρεία και την χρήσιμη ρεζέρβα κανενός, αφού όποιος παίζει με την φωτιά στο τέλος κινδυνεύει να καεί.

Εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ"

11 Απριλίου 2021

«Είναι εθνικόν ό,τι είναι αληθές»

Από τον Σολωμό στον Μακρυγιάννη και στον Παλαμά

Η φράση που αποδίδεται στον εθνικό ποιητή Διονύσιο Σολωμό από τον Ιάκωβο Πολυλά, είναι διαχρονική και εμβληματική επειδή συνοψίζει περιεκτικά την πατριωτική ευθύνη για την αναζήτηση της αλήθειας, ως προϋπόθεσης για την οικοδόμηση της εθνικής συλλογικής συνείδησης:

«Το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι Αληθές».

Παρόλο που, στο πνεύμα του διαφωτισμού, η αλήθεια φαίνεται να κινδυνεύει κυρίως από τους μύθους, τις δεισιδαιμονίες και τις ψευδαισθήσεις, ο Διονύσιος Σολωμός σε μια αποστροφή στον ημιτελή «Διάλογο» του 1824 προτάσσει τα πάθη των ανθρώπων ως την βασική πηγή της εχθρότητας για  την αλήθεια:

«Η αλήθεια είναι καλή Θεά, αλλά τα πάθη του ανθρώπου συχνότατα την νομίζουν εχθρή».

 Στον σύγχρονο συγκρουσιακό κόσμο της πόλωσης και της τοξικότητας, η αλήθεια εκμαυλίζεται από την ροπή των ανθρώπων προς τον οπαδισμό, αφού όταν αυτή δεν συμπίπτει με τις δοξασίες που επέλεξαν να υπηρετούν, εύκολα την στοχοποιούν και την τροποποιούν ώστε να την φέρουν στο σχήμα και στα μέτρα τους. Επιπρόσθετα, στον σύγχρονο αμοραλιστικό κόσμο του φιλοτομαρισμού και του ωφελιμισμού, η αλήθεια ποδοπατείται στην πορεία της προσωπικής επί πτωμάτων ανέλιξης, όπου δύσκολα μπορεί κατ’ εξαίρεση να επιβιώσει. Ωστόσο, μπροστά στις πολλές συγκεντρωμένες προκλήσεις των καιρών, τόσο σε εθνικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, η αλήθεια δεν μπορεί παρά να αποτελεί τον σταθερότερο φάρο για την πορεία των λαών που προσδοκούν να καταλήξουν σε προορισμούς ασφάλειας και ευημερίας.


Ο Στρατηγός Ιωάννης Μακρυγιάννης, στο Τέταρτο Κεφάλαιο του Τρίτου Βιβλίου των Απομνημονευμάτων του, παραθέτει με χαρακτηριστικό αποφθεγματικό ύφος, μια ενδιαφέρουσα σειρά στοχασμών σχετικών με την ταλαιπωρία της αλήθειας από την άκρατη ματαιοδοξία και από την ανερμάτιστη κολακεία, από την εγωπάθεια, από την  κομπορρημοσύνη και από την μεγαλομανία. Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης καταπιάνεται με την σημαντικότητα της αλήθειας για την στέρεα οικοδόμηση του έθνους των Ελλήνων μετά από την εθνική παλιγγενεσία της Ελληνικής Επανάστασης, με αφορμή ορισμένα γεγονότα της εποχής του 1840, τα οποία σήμερα, σχεδόν διακόσια χρόνια μετά, δεν φαντάζουν ούτε ξένα, ούτε μακρινά:

«Η ιστορία θέλει πατριωτισμό, να ειπείς και τον φίλωνέ σου και τα καλά και τα κακά, και τοιούτως φωτίζονται οι μεταγενέστεροι οπού θα την διαβάσουν, να μην πέφτουν σε λάθη. Και τότε σκηματίζονται τα έθνη.»

Αυτά φέρεται να είπε ο Μακρυγιάννης απευθυνόμενος στον, λεγόμενο πρώτο ιστορικό της Ελληνικής Επανάστασης, Πρωτοσύγκελο Αμβρόσιο Φρατνζή, που τον περιγράφει ως τον «’στοριογράφο του Κολοκοτρώνη», ο οποίος του ζήτησε υλικό για την απόπειρα ιστορικής καταγραφής των επαναστατικών γεγονότων. Ακολούθως, ο Μακρυγιάννης φέρεται να ρώτησε ευθέως τον Πρωτοσύγκελο:

«Θα ειπείς για τον Κολοκοτρώνη και τα καλά του και τα κακά του;», για να πάρει την αυθόρμητη και ειλικρινή απάντηση: «Μπορώ να ειπώ;». Όπου η απάντηση συνόψιζε σε τρείς λέξεις την τον πρόδηλο (αυτό)περιορισμό του ιστοριογράφου.

Στο κλίμα της εποχής, ορισμένοι πολιτικοί παράγοντες και ορισμένοι επιφανείς αγωνιστές, αντιλαμβανόμενοι την αξία της ιστορικής καταγραφής, απευθύνονταν σε ιστορικούς και ιστοριογράφους για να καταγράψουν τα γεγονότα από την δική τους οπτική γωνία και με βάση την προσωπική τους μαρτυρία. Έτσι, σύμφωνα με τον Μακρυγιάννη, ο Μαυροκορδάτος απευθύνθηκε στον Σούτσο, ο Κωλέττης απευθύνθηκε στον Σουρμελή και ο Μεταξάς απευθύνθηκε στον Κάρπο. Η ιστορική καταγραφή ήταν εξάλλου και η επιδίωξη του ίδιου του Μακρυγιάννη, ο οποίος έμαθε να γράφει σε σχετικά μεγάλη ηλικία, ακριβώς για να είναι σε θέση να καταγράψει την ιστορία που έζησε και οίδε. Ωστόσο, ο Μακρυγιάννης είναι ιδιαίτερα επικριτικός για τον ρόλο που εξυπηρετεί η κολακευτική και στρατευμένη καταγραφή της ιστορίας:

«Αυτείνοι οπού καταφάνισαν την πατρίδα βάνουν τους δούλους τους και κόλακές τους […] και τους εγκωμιάζουν εις τις εφημερίδες κάθε ολίγον και φκιάνουν και ΄στορίες. […] Με τέτοια αρετή γένεται ‘στορία; Να μην του ειπείς και τα καλά του και τα κακά του του κάθε ενού, αλλά παθητικώς; […] Εις του κάστρου τις πολιορκίες, αν οι φίλοι του εκάμαν ένα, το κάνει πενήντα. Ό,τι εκάμαν εκείνοι που δεν είναι της φατρίας του και δεν μπορεί να το χωνέψει , «το κάμαν οι ημέτεροι» λέγει. Οι φίλοι του ‘στοριογράφου έχουν όνομα, εκείνοι οπού δεν είναι της φατρίας του δεν έχουν όνομα. Εις τους «ημέτερους» βάνει τους συντρόφους του και τους δίνει μερίδιον, ή το δίνει όλο εκείνων οπόχουν το όνομα – γένονται και «ημέτεροι»».  

Ο Μακρυγιάννης εκφράζει σε συνέχεια των ανωτέρω ένα ιδιαίτερο παράπονο, αφού ως αποτέλεσμα της φιλαλήθειάς του, φέρεται να συναντά την μήνιν των ισχυρών της εποχής:

«Και δια να μιλώ την αλήθεια, κατατρέχομαι κι από βασιλέα κι από προκομμένους. Θέλουν την αλήθεια, κι όποιος την ειπεί κιντυνεύεται. Αλήθεια, αλήθεια, πικρία που είσαι! Ούτε οι βασιλείς σε ζυγώνουν, ούτε οι προκομμένοι. Μόνον ρωτούν δια σένα και ύστερα σε κατατρέχουν!».

Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, στην καταληκτική παράγραφο του Τέταρτου Κεφαλαίου του Τρίτου Βιβλίου των Απομνημονευμάτων του, επιλέγει να σπάσει τον λεγόμενο τέταρτο τοίχο, απευθυνόμενος ευθέως στους αναγνώστες, έτσι ώστε να απολογηθεί για την «αμάθεια» του και να τεθεί στην κρίση οποιουδήποτε θέλει να τον κρίνει, ώστε μέσα από την κρίση του να αναδειχθούν μαθήματα για τους μεταγενέστερους που μπορούν να καταστούν χρήσιμα και πολύτιμα:  

«Ας με συχωρέσουνε οι αναγνώστες, οπού θα τους βαρύνει η αμάθειά μου. Και να με συχωρέσουνε και εκείνοι οπού τους λέγω τα κουσούρια τους. Έχουν το δικαίωμα να ειπούνε κι αυτεινοί τα δικά νου, ό,τι έκαμα. Κι όταν λέγονται τα λάθη μας, τότε κάνουν λιγότερα οι μεταγενέστεροι και γινόμαστε κι εμείς έθνος.»

Σχεδόν εβδομήντα χρόνια αργότερα, στα 1908, ο Κωστής Παλαμάς, στο ιδιαίτερο σκληρό και δεικτικό ποίημα με τον τίτλο «Γύριζε», μάλλον θα δυσαρεστούσε τον Στρατηγό Μακρυγιάννη, ματαιώνοντας τις προσδοκίες του για την οικοδόμηση ενός έθνους θεμελιωμένου στην αλήθεια. Ο Παλαμάς επισημαίνει ότι έχει πλέον επικρατήσει στην αντίληψη του λαού η εξιδανίκευση της ψευτιάς και η αγιοποίηση εκείνων που μπορούν ανερυθρίαστα να υπηρετούν το ψέμα:

«Ο ψεύτης είδωλο ειν᾿ εδώ, το προσκυνά ἡ πλεμπάγια, ἡ Αλήθεια τόπο να σταθή μια σπιθαμή δε θαβρῃ».

Ωστόσο, παρά τον ανύπαρκτο ζωτικό χώρο που έχει, κατά τον ποιητή, απομείνει για την αλήθεια, αυτός απευθυνόμενος στη νέα γενιά των Ελλήνων, επισημαίνει την εξακολουθητική ύπαρξή της, η οποία δέχεται επίθεση από το μίσος και την κακία των ανθρώπων:

«Ω λιγοστοί κι ω διαλεχτοί κι αρίφνητοι αύριο ίσως, είναι μία αλήθεια κάκτου εδώ που τη χτυπάει το μίσος».

Προς αυτή την επισήμανση του Κωστή Παλαμά για το ανθρώπινο μίσος που κατ’ εξοχήν κατατρέχει την αλήθεια, θα μπορούσε να προστρέξει σαν προαιώνια απάντηση ο στίχος του Διονύσιου Σολωμού από τον μεγαλειώδη Ύμνο Εις την Ελευθερία:

«Εάν μισούνται ανάμεσό τους δεν τους πρέπει ελευθεριά».

Όμως, η ενότητα δεν μπορεί να οικοδομηθεί και να στερεωθεί παρά μόνο στην αλήθεια, χωρίς ψεύτικα είδωλα και χωρίς κάλπικες ανδραγαθίες, που αποσκοπούν στην ευπορία του ατόμου και της φατρίας, αντί στην ευημερία του συνόλου και της κοινωνίας. Και σήμερα, διακόσια χρόνια μετά από την Ελληνική Επανάσταση, όλα αυτά φαντάζουν – δυστυχώς – πολύ επίκαιρα.

Εφημερίδα "Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ"

10 Απριλίου 2021

Κυπριακό Πρόβλημα: Διαφάνεια και Διαπραγματεύσεις

Παρόλο που κυκλοφορεί ευρέως η εκτίμηση σύμφωνα με την οποία «το Κυπριακό Πρόβλημα είναι σχεδόν λυμένο» και «σχεδόν όλα είναι συμφωνημένα», η επίσημη πληροφόρηση της οποίας τυγχάνουν οι Κύπριοι πολίτες δεν ανταποκρίνεται σε αυτή την επωδό. Αντίθετα, διαπιστώνεται ελλειμματική επίσημη ενημέρωση αναφορικά με τα συμφωνηθέντα που αφορούν τις κατατεθείσες προτάσεις και τις επιτευχθείσες συγκλίσεις. Έτσι διευρύνεται περαιτέρω το χάσμα μεταξύ λαού και ηγεσίας, με κίνδυνο την ανάπτυξη σοβαρών αποκλίσεων μεταξύ εκείνων που ο λαός είναι πρόθυμος να αποδεχθεί και εκείνων που η ηγεσία είναι πρόθυμη να αποδεχθεί. Και για την αποφυγή αυτού του κινδύνου, είναι απαραίτητη η πλήρης διαφάνεια των διαπραγματεύσεων μέσα από την επίσημη δημοσιοποίηση όσων έχουν προταθεί και όσων έχουν συμφωνηθεί, ώστε αυτά να μπορούν δημόσια να συζητηθούν, να επεξηγηθούν και να αξιολογηθούν.  Η σχέση μεταξύ του λαού και της ηγεσίας πρέπει να είναι αμφίδρομη, αφού κανένας δεν μπορέι να άγεται και να φέρεται, αλλά όλοι οφείλουν να αλληλεπιδρούν, να αλληλοεπανατροφοδοτούνται και να αλληλοκαθοδηγούνται.

Το Κυπριακό Πρόβλημα αποτελεί το σημαντικότερο ζήτημα που επηρεάζει την ευημερία, την ασφάλεια και την επιβίωση του κυπριακού λαού, ως εκ τούτου ο λαός δικαιούται να γνωρίζει με ακρίβεια και με σαφήνεια το περιεχόμενο και την πρόοδο των διαπραγματεύσεων για την επίλυση του Κυπριακού Προβλήματος. Η επίσημη δημοσιοποίηση των θέσεων που έχουν κατατεθεί  από την ελληνοκυπριακή πλευρά και των συγκλίσεων έχουν επιτευχθεί μεταξύ της ελληνοκυπριακής πλευράς και της τουρκοκυπριακής πλευράς, αποτελεί προφανή υποχρέωση της πολιτικής ηγεσίας έναντι του κυπριακού λαού. Ειδικότερα, αποτελεί παραδοξότητα το ότι η τουρκοκυπριακή πλευρά γνωρίζει επισήμως τις θέσεις που η ελληνοκυπριακή πλευρά έχει καταθέσει και τις συγκλίσεις στις οποίες η ελληνοκυπριακή πλευρά έχει συγκατανεύσει, αλλά οι πολίτες δεν γνωρίζουν επισήμως το περιεχόμενο αυτών των θέσεων και αυτών των συγκλίσεων. Ταυτόχρονα, είναι προβληματική και υποτιμητική η ενημέρωση μέσω αποσπασματικών διαρροών, που ενίοτε εξυπηρετούν σκοπιμότητες διαφόρων αποχρώσεων και δεν αποδίδουν επίσημα, αντικειμενικά και ολοκληρωμένα το περιεχόμενο της πληροφόρησης.

Είναι σαφές ότι οι όποιες επιμέρους διαπραγματευτικές συγκλίσεις τελούν υπό την αίρεση της επίτευξης συνολικής συμφωνίας για την επίλυση του Κυπριακού Προβλήματος. Ωστόσο, η πολιτική ηγεσία οφείλει να διευκρινίσει σε ποιο βαθμό είναι δεσμευτικές οι κατατεθείσες θέσεις και οι επιτευχθείσες συγκλίσεις, ώστε οι πολίτες να γνωρίζουν τα πραγματικά περιθώρια της περαιτέρω διαπραγμάτευσης και να μην είναι επιρρεπείς στη συνθηματολογία, είτε για αναπόδραστες υποχρεωτικές δεσμεύσεις, είτε για μεγαλεπήβολες επαναδιαπραγματευτικές υποσχέσεις. Παράλληλα, η δημοσιοποίηση του περιεχομένου των διαπραγματεύσεων θα αναβαθμίσει το επίπεδο του δημόσιου πολιτικού διαλόγου, περιορίζοντας το εύρος των πολιτικών παλινδρομήσεων και των σχετικών οβιδιακών μεταμορφώσεων.    

Ενδεχομένως να λεχθεί ότι αντενδείκνυται η δημοσιοποίηση του περιεχομένου των διαπραγματεύσεων επειδή δήθεν θα προκληθεί αχρείαστη εσωστρέφεια, επειδή δήθεν θα αναπτυχθούν αχρείαστες συζητήσεις και επειδή δήθεν θα παρερμηνευθούν όσα θα δημοσιοποιηθούν. Ακόμη, ενδεχομένως να λεχθεί ότι δήθεν δεν χρειάζεται η δημοσιοποίηση του περιεχομένου των διαπραγματεύσεων επειδή γίνεται ενημέρωση στο Εθνικό Συμβούλιο και επειδή είναι ενήμεροι οι πολιτικοί αρχηγοί, ο οποίοι ενημερώνουν τα όργανα των κομμάτων τους. Επίσης ενδεχομένως να λεχθεί ότι η δημοσιοποίηση του περιεχομένου των διαπραγματεύσεων θα άρει δήθεν την αρχή που προνοεί ότι τίποτα δεν συμφωνείται μέχρι να συμφωνηθούν όλα. Αυτές οι προσεγγίσεις είναι πονηρές, λανθασμένες και αντιδημοκρατικές για λόγους σαφείς και προφανείς, ενώ αποτελούν εν ολίγοις προφάσεις εν αμαρτίαις.

Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών υπογραμμίζει σταθερά την σημαντικότητα της ενημέρωσης της κοινής γνώμης και της ενεργοποίησης της κοινωνίας των πολιτών σχετικά με τις προοπτικές επίλυσης του Κυπριακού Προβλήματος. Το Κυπριακό Πρόβλημα δεν αφορά στενά ορισμένες ελίτ αλλά αφορά πλατιά το σύνολο της κυπριακής κοινωνίας και το σύνολο των Κυπρίων πολιτών. Η πληροφόρηση για το Κυπριακό Πρόβλημα δεν μπορεί να αφορά αποκλειστικά μερικές δεκάδες πολιτικών, διπλωματών, ακαδημαϊκών και δημοσιογράφων. Εφόσον η όποια τελική και ολοκληρωμένη μορφή της συμφωνημένης λύσης του Κυπριακού Προβλήματος θα τεθεί σε δημοψήφισμα υπό την κρίση του λαού, η έγκαιρη και αναλυτική ενημέρωση των πολιτών επιβάλλεται εκ των πραγμάτων, ώστε αυτοί να είναι σε θέση να διαμορφώσουν έγκυρες και ενημερωμένες αξιολογικές κρίσεις, χωρίς να είναι επιρρεπείς σε ωραιοποιήσεις και σε δαιμονοποιήσεις.

[Εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ"]