Σελίδες

11 Απριλίου 2021

«Είναι εθνικόν ό,τι είναι αληθές»

Από τον Σολωμό στον Μακρυγιάννη και στον Παλαμά

Η φράση που αποδίδεται στον εθνικό ποιητή Διονύσιο Σολωμό από τον Ιάκωβο Πολυλά, είναι διαχρονική και εμβληματική επειδή συνοψίζει περιεκτικά την πατριωτική ευθύνη για την αναζήτηση της αλήθειας, ως προϋπόθεσης για την οικοδόμηση της εθνικής συλλογικής συνείδησης:

«Το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι Αληθές».

Παρόλο που, στο πνεύμα του διαφωτισμού, η αλήθεια φαίνεται να κινδυνεύει κυρίως από τους μύθους, τις δεισιδαιμονίες και τις ψευδαισθήσεις, ο Διονύσιος Σολωμός σε μια αποστροφή στον ημιτελή «Διάλογο» του 1824 προτάσσει τα πάθη των ανθρώπων ως την βασική πηγή της εχθρότητας για  την αλήθεια:

«Η αλήθεια είναι καλή Θεά, αλλά τα πάθη του ανθρώπου συχνότατα την νομίζουν εχθρή».

 Στον σύγχρονο συγκρουσιακό κόσμο της πόλωσης και της τοξικότητας, η αλήθεια εκμαυλίζεται από την ροπή των ανθρώπων προς τον οπαδισμό, αφού όταν αυτή δεν συμπίπτει με τις δοξασίες που επέλεξαν να υπηρετούν, εύκολα την στοχοποιούν και την τροποποιούν ώστε να την φέρουν στο σχήμα και στα μέτρα τους. Επιπρόσθετα, στον σύγχρονο αμοραλιστικό κόσμο του φιλοτομαρισμού και του ωφελιμισμού, η αλήθεια ποδοπατείται στην πορεία της προσωπικής επί πτωμάτων ανέλιξης, όπου δύσκολα μπορεί κατ’ εξαίρεση να επιβιώσει. Ωστόσο, μπροστά στις πολλές συγκεντρωμένες προκλήσεις των καιρών, τόσο σε εθνικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, η αλήθεια δεν μπορεί παρά να αποτελεί τον σταθερότερο φάρο για την πορεία των λαών που προσδοκούν να καταλήξουν σε προορισμούς ασφάλειας και ευημερίας.


Ο Στρατηγός Ιωάννης Μακρυγιάννης, στο Τέταρτο Κεφάλαιο του Τρίτου Βιβλίου των Απομνημονευμάτων του, παραθέτει με χαρακτηριστικό αποφθεγματικό ύφος, μια ενδιαφέρουσα σειρά στοχασμών σχετικών με την ταλαιπωρία της αλήθειας από την άκρατη ματαιοδοξία και από την ανερμάτιστη κολακεία, από την εγωπάθεια, από την  κομπορρημοσύνη και από την μεγαλομανία. Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης καταπιάνεται με την σημαντικότητα της αλήθειας για την στέρεα οικοδόμηση του έθνους των Ελλήνων μετά από την εθνική παλιγγενεσία της Ελληνικής Επανάστασης, με αφορμή ορισμένα γεγονότα της εποχής του 1840, τα οποία σήμερα, σχεδόν διακόσια χρόνια μετά, δεν φαντάζουν ούτε ξένα, ούτε μακρινά:

«Η ιστορία θέλει πατριωτισμό, να ειπείς και τον φίλωνέ σου και τα καλά και τα κακά, και τοιούτως φωτίζονται οι μεταγενέστεροι οπού θα την διαβάσουν, να μην πέφτουν σε λάθη. Και τότε σκηματίζονται τα έθνη.»

Αυτά φέρεται να είπε ο Μακρυγιάννης απευθυνόμενος στον, λεγόμενο πρώτο ιστορικό της Ελληνικής Επανάστασης, Πρωτοσύγκελο Αμβρόσιο Φρατνζή, που τον περιγράφει ως τον «’στοριογράφο του Κολοκοτρώνη», ο οποίος του ζήτησε υλικό για την απόπειρα ιστορικής καταγραφής των επαναστατικών γεγονότων. Ακολούθως, ο Μακρυγιάννης φέρεται να ρώτησε ευθέως τον Πρωτοσύγκελο:

«Θα ειπείς για τον Κολοκοτρώνη και τα καλά του και τα κακά του;», για να πάρει την αυθόρμητη και ειλικρινή απάντηση: «Μπορώ να ειπώ;». Όπου η απάντηση συνόψιζε σε τρείς λέξεις την τον πρόδηλο (αυτό)περιορισμό του ιστοριογράφου.

Στο κλίμα της εποχής, ορισμένοι πολιτικοί παράγοντες και ορισμένοι επιφανείς αγωνιστές, αντιλαμβανόμενοι την αξία της ιστορικής καταγραφής, απευθύνονταν σε ιστορικούς και ιστοριογράφους για να καταγράψουν τα γεγονότα από την δική τους οπτική γωνία και με βάση την προσωπική τους μαρτυρία. Έτσι, σύμφωνα με τον Μακρυγιάννη, ο Μαυροκορδάτος απευθύνθηκε στον Σούτσο, ο Κωλέττης απευθύνθηκε στον Σουρμελή και ο Μεταξάς απευθύνθηκε στον Κάρπο. Η ιστορική καταγραφή ήταν εξάλλου και η επιδίωξη του ίδιου του Μακρυγιάννη, ο οποίος έμαθε να γράφει σε σχετικά μεγάλη ηλικία, ακριβώς για να είναι σε θέση να καταγράψει την ιστορία που έζησε και οίδε. Ωστόσο, ο Μακρυγιάννης είναι ιδιαίτερα επικριτικός για τον ρόλο που εξυπηρετεί η κολακευτική και στρατευμένη καταγραφή της ιστορίας:

«Αυτείνοι οπού καταφάνισαν την πατρίδα βάνουν τους δούλους τους και κόλακές τους […] και τους εγκωμιάζουν εις τις εφημερίδες κάθε ολίγον και φκιάνουν και ΄στορίες. […] Με τέτοια αρετή γένεται ‘στορία; Να μην του ειπείς και τα καλά του και τα κακά του του κάθε ενού, αλλά παθητικώς; […] Εις του κάστρου τις πολιορκίες, αν οι φίλοι του εκάμαν ένα, το κάνει πενήντα. Ό,τι εκάμαν εκείνοι που δεν είναι της φατρίας του και δεν μπορεί να το χωνέψει , «το κάμαν οι ημέτεροι» λέγει. Οι φίλοι του ‘στοριογράφου έχουν όνομα, εκείνοι οπού δεν είναι της φατρίας του δεν έχουν όνομα. Εις τους «ημέτερους» βάνει τους συντρόφους του και τους δίνει μερίδιον, ή το δίνει όλο εκείνων οπόχουν το όνομα – γένονται και «ημέτεροι»».  

Ο Μακρυγιάννης εκφράζει σε συνέχεια των ανωτέρω ένα ιδιαίτερο παράπονο, αφού ως αποτέλεσμα της φιλαλήθειάς του, φέρεται να συναντά την μήνιν των ισχυρών της εποχής:

«Και δια να μιλώ την αλήθεια, κατατρέχομαι κι από βασιλέα κι από προκομμένους. Θέλουν την αλήθεια, κι όποιος την ειπεί κιντυνεύεται. Αλήθεια, αλήθεια, πικρία που είσαι! Ούτε οι βασιλείς σε ζυγώνουν, ούτε οι προκομμένοι. Μόνον ρωτούν δια σένα και ύστερα σε κατατρέχουν!».

Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, στην καταληκτική παράγραφο του Τέταρτου Κεφαλαίου του Τρίτου Βιβλίου των Απομνημονευμάτων του, επιλέγει να σπάσει τον λεγόμενο τέταρτο τοίχο, απευθυνόμενος ευθέως στους αναγνώστες, έτσι ώστε να απολογηθεί για την «αμάθεια» του και να τεθεί στην κρίση οποιουδήποτε θέλει να τον κρίνει, ώστε μέσα από την κρίση του να αναδειχθούν μαθήματα για τους μεταγενέστερους που μπορούν να καταστούν χρήσιμα και πολύτιμα:  

«Ας με συχωρέσουνε οι αναγνώστες, οπού θα τους βαρύνει η αμάθειά μου. Και να με συχωρέσουνε και εκείνοι οπού τους λέγω τα κουσούρια τους. Έχουν το δικαίωμα να ειπούνε κι αυτεινοί τα δικά νου, ό,τι έκαμα. Κι όταν λέγονται τα λάθη μας, τότε κάνουν λιγότερα οι μεταγενέστεροι και γινόμαστε κι εμείς έθνος.»

Σχεδόν εβδομήντα χρόνια αργότερα, στα 1908, ο Κωστής Παλαμάς, στο ιδιαίτερο σκληρό και δεικτικό ποίημα με τον τίτλο «Γύριζε», μάλλον θα δυσαρεστούσε τον Στρατηγό Μακρυγιάννη, ματαιώνοντας τις προσδοκίες του για την οικοδόμηση ενός έθνους θεμελιωμένου στην αλήθεια. Ο Παλαμάς επισημαίνει ότι έχει πλέον επικρατήσει στην αντίληψη του λαού η εξιδανίκευση της ψευτιάς και η αγιοποίηση εκείνων που μπορούν ανερυθρίαστα να υπηρετούν το ψέμα:

«Ο ψεύτης είδωλο ειν᾿ εδώ, το προσκυνά ἡ πλεμπάγια, ἡ Αλήθεια τόπο να σταθή μια σπιθαμή δε θαβρῃ».

Ωστόσο, παρά τον ανύπαρκτο ζωτικό χώρο που έχει, κατά τον ποιητή, απομείνει για την αλήθεια, αυτός απευθυνόμενος στη νέα γενιά των Ελλήνων, επισημαίνει την εξακολουθητική ύπαρξή της, η οποία δέχεται επίθεση από το μίσος και την κακία των ανθρώπων:

«Ω λιγοστοί κι ω διαλεχτοί κι αρίφνητοι αύριο ίσως, είναι μία αλήθεια κάκτου εδώ που τη χτυπάει το μίσος».

Προς αυτή την επισήμανση του Κωστή Παλαμά για το ανθρώπινο μίσος που κατ’ εξοχήν κατατρέχει την αλήθεια, θα μπορούσε να προστρέξει σαν προαιώνια απάντηση ο στίχος του Διονύσιου Σολωμού από τον μεγαλειώδη Ύμνο Εις την Ελευθερία:

«Εάν μισούνται ανάμεσό τους δεν τους πρέπει ελευθεριά».

Όμως, η ενότητα δεν μπορεί να οικοδομηθεί και να στερεωθεί παρά μόνο στην αλήθεια, χωρίς ψεύτικα είδωλα και χωρίς κάλπικες ανδραγαθίες, που αποσκοπούν στην ευπορία του ατόμου και της φατρίας, αντί στην ευημερία του συνόλου και της κοινωνίας. Και σήμερα, διακόσια χρόνια μετά από την Ελληνική Επανάσταση, όλα αυτά φαντάζουν – δυστυχώς – πολύ επίκαιρα.

Εφημερίδα "Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου