Σελίδες

26 Απριλίου 2015

Το περιεχόμενο του “σωστού περιεχομένου”

Η αναφορά στο “σωστό περιεχόμενο” της ομοσπονδιακής λύσης του Κυπριακού, ενίοτε παρερμηνευόμενη, προσομοιάζει με το κρεβάτι του Προκρούστη ή με το μνήμα του Αγίου Νεοφύτου. Κάποιοι θεωρούν ότι ο όρος είναι αφηρημένος και λειτουργεί ως άλλοθι για την απόρριψη οποιασδήποτε πρότασης για λύση του Κυπριακού, και ορισμένοι όντως χρησιμοποιούν τον όρο ως πρόφαση, για να συγκαλύψουν την έφεσή τους προς τη διχοτόμηση. Παρ’ όλα αυτά, τόσο εκείνοι που θεωρούν ότι το “σωστό περιεχόμενο” είναι άλλοθι όσο και εκείνοι που το χρησιμοποιούν ως πρόφαση, παρερμηνεύουν την ουσία του. Ο Τάσσος Παπαδόπουλος, ως ο βασικός εισηγητής του όρου, στις Προεδρικές Εκλογές του 2008 είχε προσδιορίσει με συγκεκριμένο και ρεαλιστικό τρόπο το περιεχόμενο του “σωστού περιεχομένου” στα πλαίσια του Προεκλογικού Προγράμματος με το οποίο διεκδίκησε την επανεκλογή του στην Προεδρία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αυτό το περιεχόμενο του “σωστού περιεχομένου” είναι ιδιαίτερα χρήσιμο ενόψει της επανέναρξης των προσπαθειών επίλυσης του Κυπριακού, ως σταθερά για μια αυστηρή αξιολόγηση των χαρακτηριστικών που πρέπει να έχει η ομοσπονδιακή λύση του Κυπριακού, χωρίς υπερβολές και χωρίς υπεκφυγές.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Τάσσο Παπαδόπουλο, η λύση του Κυπριακού πρέπει να “διασφαλίζει τη συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας σε ένα διζωνικό, δικοινοτικό ομόσπονδο κράτος”, με το “Ομοσπονδιακό Σύνταγμα να κατοχυρώνει την πολιτική ισότητα των δύο κοινοτήτων, σύμφωνα με τα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών που καθορίζουν το δικοινοτικό χαρακτήρα της Ομοσπονδίας και την συμμετοχή των δύο κοινοτήτων στα όργανα και στις δομές της ομοσπονδιακής κυβέρνησης”. Ταυτόχρονα, πρέπει να διασφαλίζεται “η λειτουργικότητα και η βιωσιμότητα της λύσης” με απαραίτητες προϋποθέσεις τη “σαφή διάκριση των αρμοδιοτήτων μεταξύ Εκτελεστικής, Νομοθετικής και Δικαστικής εξουσίας καθώς και την υπεροχή των νόμων του Ομόσπονδου Κράτους έναντι των νόμων των ομόσπονδων Πολιτειών”, τη “θεσμοθέτηση αποτελεσματικών μηχανισμών λήψης αποφάσεων και επίλυσης αδιεξόδων”, την “απεμπλοκή από λύσεις που προσδίδουν πολιτικό, διοικητικό, νομοθετικό ή δικαστικό ρόλο σε ξένους” και την “αυστηρή εφαρμογή της αρχής του Κράτους Δικαίου”. Επιπρόσθετα, πρέπει “το Σύνταγμα να διασφαλίζει ότι οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων σε ομοσπονδιακό επίπεδο δεν θα παρακωλύουν την ομαλή και αποτελεσματική λειτουργία του Κράτους”, ενώ υπογραμμίζεται η “βασική αρχή” σύμφωνα με την οποία “καμία κοινότητα να μην μπορεί να παραβιάζει τα δικαιώματα της άλλης, αλλά και καμία κοινότητα να μην μπορεί να παρακωλύει την ομαλή λειτουργία του κράτους”, ενώ σημειώνεται ότι “υπάρχουν διαζευκτικές προτάσεις για να κατοχυρώσουμε εφαρμογή των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, χωρίς να επηρεάζεται η έννοια της διζωνικότητας”. Παράλληλα, η λύση του Κυπριακού  πρέπει “να διασφαλίζει, για να είναι βιώσιμη, την ενότητα της οικονομίας”, όπου “η εισαγωγή του ευρώ συνιστά ισχυρή βάση για την επίτευξη της ενοποίησης της οικονομίας, αλλά και για την προσπάθεια ώστε το ταχύτερο δυνατόν να σμικρυνθούν και τελικά να εξαλειφθούν οι οικονομικές ανισότητες μεταξύ των δύο κοινοτήτων”. Ακόμη, η λύση του Κυπριακού  πρέπει “να δίνει στο Ομοσπονδιακό Κράτος την άσκηση πλήρους ελέγχου, ως απόρροια της κυριαρχίας του, στον Εναέριο Χώρο, Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, Χωρικά Ύδατα και περιοχή Έρευνας και Διάσωσης, χωρίς να παραχωρούνται τέτοιες εξουσίες και δικαιώματα σε ξένα κράτη”. Επίσης, πρέπει “να ορίζει ότι η μετάβαση από το παρόν συνταγματικό καθεστώς της Κυπριακής Δημοκρατίας στο ομοσπονδιακό καθεστώς της λύσης, θα γίνει όταν θα είναι έτοιμες οι νέες δομές και διασφαλίζεται η αποτελεσματική λειτουργία τους”. Τέλος, “θα πρέπει να συμφωνηθεί ότι ύστερα από κάποια συγκεκριμένη χρονική περίοδο θα υπάρξει συνταγματική αξιολόγηση από Μικτή Συντακτική Δικοινοτική Συνέλευση, η οποία θα λάβει χώρα υπό το φως των εμπειριών που θα έχουν μέχρι τότε αποκομιστεί κατά τα πρώτα χρόνια εφαρμογής της λύσης”.  

Τα ανωτέρω χαρακτηριστικά του “σωστού περιεχομένου” αποτελούν σημαντικά συστατικά στοιχεία της λειτουργικότητας της ομοσπονδιακής λύσης του Κυπριακού. Δεν αποτελούν ούτε μαξιμαλιστικές απαιτήσεις και προφάσεις εν αμαρτίαις για τη διαιώνιση της διχοτόμησης, ούτε κενές περιεχομένου διατυπώσεις και εποικοδομητικές ασάφειες για τη δημιουργία μιας εύθραυστης νέας κατάστασης. Η λύση του Κυπριακού είναι απαραίτητη για την ομαλή εξέλιξη του κυπριακού κράτους και για την επιβίωση του κυπριακού λαού. Όμως η λύση πρέπει να διασφαλίζει την πολιτική σταθερότητα, ως βασικό προαπαιτούμενο της ανάπτυξης και της ευημερίας. Και για να συμβεί αυτό, είναι απαραίτητο η λύση να έχει συγκεκριμένο “σωστό περιεχόμενο”. Έτσι, η επανέναρξη των διαπραγματεύσεων πρέπει να βασίζεται στην εκατέρωθεν ειλικρίνεια προθέσεων και στην αμοιβαία διάθεση για εξεύρεση κοινά αποδεκτής λύσης, αλλιώς θα επαναληφθεί το ατελέσφορο και ομφαλοσκοπικό παιχνίδι της αλληλοεπίρριψης ευθυνών, τόσο μεταξύ των δύο πλευρών όσο και στο εσωτερικό της κάθε πλευράς. 

[Εφημερίδα "Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ"]

5 Απριλίου 2015

Η προοπτική της συμμετοχικής δημοκρατίας

Στον Ουίνστον Τσώρτσιλ αποδίδεται ο κυνικός αφορισμός, σύμφωνα με τον οποίο “το καλύτερο επιχείρημα εναντίον της δημοκρατίας είναι μια συζήτηση πέντε λεπτών με το μέσο ψηφοφόρο”, υπονοώντας ότι αυτοί που ψηφίζουν δεν έχουν το απαιτούμενο επίπεδο για τη λήψη σημαντικών αποφάσεων. Έτσι, διαμορφώνεται για το “μέσο ψηφοφόρο” μια περιστασιακή σχέση με τη δημοκρατία, όπου σε αραιά χρονικά διαστήματα δικαιούται να συμμετάσχει σε εκλογικές διαδικασίες για να επιλέξει αντιπροσώπους που θα σκέφτονται και θα αποφασίζουν εκ μέρους του. Στα πλαίσια αυτής της σχέσης, οι αντιπρόσωποι του “μέσου ψηφοφόρου”, διαχειρίζονται την εξουσία συγκεντρωτικά, είτε επειδή - στην καλύτερη περίπτωση - θεωρούν ότι οι ίδιοι ξέρουν καλύτερα ποιο είναι το δημόσιο συμφέρον, είτε επειδή - στη χειρότερη περίπτωση - θέλουν να προωθούν το προσωπικό τους συμφέρον. Στην πράξη, είναι πιο εύκολο να επιτευχθεί το δεύτερο παρά το πρώτο, αφού η απουσία των πολιτών από τα κέντρα εξουσίας ευνοεί εκείνους που έχουν ως αυτοσκοπό  την παραμονή στην εξουσία. Ταυτόχρονα, οι αυτόκλητοι πεφωτισμένοι συνήθως αποτυγχάνουν, επειδή επιδιώκοντας να εκφράσουν τα συμφέροντα της κοινωνίας χωρίς να αφουγκραστούν την κοινωνία, ματαιοπονούν παταγωδώς.
Η συμμετοχική δημοκρατία βασίζεται στην καλύτερη κατανομή της εξουσίας, με τρόπο που ο κάθε πολίτης να διαθέτει ένα μικρό μέρος της, αντί οι λίγοι να την κατέχουν εξολοκλήρου. Η συμμετοχική δημοκρατία προϋποθέτει αναβαθμισμένο ρόλο για τους πολίτες, που δεν περιορίζεται στην επιλογή αντιπροσώπων μέσω εκλογών ή στην επικύρωση/απόρριψη αποφάσεων μέσω δημοψηφισμάτων. Η συμμετοχική δημοκρατία προνοεί τη συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία παραγωγής των πολιτικών, από την αφετηρία της διαπίστωσης των σχετικών αναγκών, μέχρι το σχεδιασμό, την εφαρμογή και την αξιολόγησή τους. Η συμμετοχική δημοκρατία τοποθετεί τον πολίτη στην κεντρική θέση του καθοδηγητή, από τον οποίο αναμένει οδηγίες και κατευθύνσεις ο πολιτικός, ώστε να διαχειριστεί την εξουσία καταλλήλως. Η συμμετοχική δημοκρατία επιτρέπει στους πολίτες να αφιερώσουν χρόνο για να ενημερωθούν σφαιρικά και σε βάθος, για να μπορέσουν να διαμορφώσουν ολοκληρωμένες αντιλήψεις και για να εκφράσουν τεκμηριωμένες απόψεις. Η συμμετοχική δημοκρατία διαθέτει διαδικασίες και μεθόδους που επιτρέπουν τη λειτουργική συμμετοχή των πολιτών με τρόπο που είναι ουσιαστικός και όχι διακοσμητικός. Η συμμετοχική δημοκρατία δεν αντιμετωπίζει τον κοινωνικό διάλογο και τη δημόσια διαβούλευση ως άλλοθι για να εφαρμόσει προειλημμένες αποφάσεις, αλλά αποζητά την προστιθέμενη αξία της συμβολής των πολιτών και επενδύει στην συνεισφορά τους για τη λήψη των κατάλληλων αποφάσεων. Η συμμετοχική δημοκρατία είναι η μόνη μορφή δημοκρατίας που μπορεί να καταστεί βιώσιμη και αειφόρα χωρίς παλινδρομήσεις και είναι η μόνη μορφή δημοκρατίας που μπορεί να πείσει τους πολίτες για τις δυνατότητες και τις προοπτικές της.

Στον Ουίνστον Τσώρτσιλ αποδίδεται επίσης ένας άλλος αφορισμός, σύμφωνα με τον οποίο “η δημοκρατία είναι το χειρότερο πολίτευμα, με εξαίρεση όλα τα άλλα”. Όμως οι απαιτήσεις των πολιτών από τη δημοκρατία δεν μπορούν να στρογγυλοποιούνται προς τα κάτω, συγκρινόμενες με τις κακουχίες των ολοκληρωτικών ανελεύθερων καθεστώτων. Αντίθετα, η ομαλή λειτουργία της δημοκρατίας αποτελεί την οδό της ανθρωπότητας προς την πρόοδο και την ευημερία, με τα “άλλα” πολιτεύματα να μην αποτελούν πλέον επιλογή, αλλά μόνο μια μακρινή τραυματική ανάμνηση. Ωστόσο, η δημοκρατία που αφορά πραγματικά τους πολίτες είναι μόνο η συμμετοχική δημοκρατία, αφού σε διαφορετική περίπτωση θα εξακολουθήσει να αφορά κατά βάση τους αντιπροσώπους των πολιτών. Και εάν αυτή η διάσταση εξακολουθήσει να εντείνεται, οι πολίτες θα έχουν συνειρμικά ταυτίσει πλήρως τη δημοκρατία με το εφαρμοζόμενο κακέκτυπο και θα στραφούν αυτοκαταστροφικά προς σκοτεινές επιλογές του παρελθόντος.

[Εφημερίδα Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ]