Σελίδες

26 Ιανουαρίου 2014

Αλλάζοντας το σύστημα από μέσα

Η Κύπρος πρέπει να αλλάξει, αλλιώς θα βουλιάξει ακόμη βαθύτερα, εκτός εάν οι παθογένειες που την οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση εκριζωθούν οριστικά. Αλλά οι αντιστάσεις των δυνάμεων της συντήρησης είναι ακόμα σθεναρές, έτσι όσοι πραγματικά επιθυμούν τον ουσιαστικό εκσυγχρονισμό της χώρας, οφείλουν να αναμετρηθούν μαζί τους, μετασχηματίζοντας την αφηρημένη επιθυμία σε συγκεκριμένη πολιτική πράξη. Αυτή η αναμέτρηση θα είναι οριζόντια, αφού σε διάφορες εκφάνσεις της δημόσιας ζωής θα συγκρουστεί νομοτελειακά το παλιό με το καινούριο. Και για την επιτυχή έκβαση της αναμέτρησης είναι απαραίτητη η επίμονη συμμετοχή και η σαφής στοχοθεσία, αλλιώς θα απομείνει μόνο η ρομαντική διαμαρτυρία, χωρίς αποτέλεσμα και χωρίς ουσία. 

Το κυπριακό σύστημα πάσχει και πρέπει να αλλάξει σε όλα τα επίπεδα. Ο πολιτικός κόσμος αδυνατεί να ανταποκριθεί στις αγωνίες των πολιτών, εξακολουθεί να απευθύνεται στο θυμικό τους αντί στο λογικό τους, και δεν είναι σε θέση να παρακολουθήσει τα διεθνή ρεύματα και τις σύγχρονες τάσεις. Οι μεγάλες κυπριακές επιχειρήσεις είναι κατά βάση κρατικοδίαιτες, βασίζονται στην ευνοϊκή μεταχείριση από την εκάστοτε Κυβέρνηση, και αδυνατούν να ανταγωνιστούν στο διεθνές περιβάλλον. Η κυπριακή δημόσια διοίκηση έχει αναπτυχθεί ανορθολογικά, δεν διαθέτει αποτελεσματικό σύστημα αξιολόγησης και αδυνατεί να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στις μεγάλες ευθύνες του εποπτικού ρόλου που της αναλογεί. Το εκπαιδευτικό σύστημα χαλιναγωγεί την κριτική σκέψη, περιορίζει τη φαντασία και συγκρατεί την πνευματική αναζήτηση. Η ακαδημαϊκή κοινότητα δεν ασκεί κριτική στην πολιτική εξουσία, αποζητά την εύνοια των εκάστοτε κυβερνώντων και περιορίζεται στον διδακτικό παρά στον ερευνητικό της ρόλο. Τα ΜΜΕ περιορίζουν το δημόσιο διάλογο στην ανακύκλωση δηλώσεων και φωτογραφικών στιγμιοτύπων, χωρίς την απαραίτητη σε βάθος ανάλυση και χωρίς τις διεισδυτικές δύσκολες ερωτήσεις. Όλα αυτά αποτελούν χαρακτηριστικά ενός συστήματος που πρέπει να αλλάξει. Σήμερα η Κύπρος χρειάζεται τίμιους πολιτικούς με νέες ιδέες, δημιουργικούς επιχειρηματίες με ενδιαφέρον για τους παραγωγικούς τομείς της οικονομίας, συνειδητοποιημένους δασκάλους με αντίληψη της ευθύνης τους στη διαμόρφωση της νέας γενιάς, συνεπείς δημόσιους λειτουργούς, υψηλών προδιαγραφών ακαδημαϊκούς και θαρραλέους δημοσιογράφους.

Η ανάγκη για οριζόντια και πολυεπίπεδη αλλαγή είναι επιτακτική. Όμως το σύστημα δεν το αλλάζουν οι βολεμένοι, δεν το αλλάζουν οι χορτάτοι και δεν το αλλάζουν αυτοί που περιμένουν τη σειρά τους για να φάνε. Το σύστημα το αλλάζουν εκείνοι που βιώνουν τη βαρβαρότητα του, εκείνοι που συναντούν τα αδιέξοδα του και εκείνοι που πιστεύουν ότι αξίζει κάτι καλύτερο σε αυτή τη χώρα. Τα πεδία της αναμέτρησης αυτών των δύο κατηγοριών είναι οι δομές του ίδιου του συστήματος και εκεί ακριβώς οφείλουν να είναι παρόντες οι φορείς της αλλαγής και του εκσυγχρονισμού. Διαφορετικά, ο ζωτικός χώρος που θα παραμείνει κενός, θα καταβληθεί οριστικά από τις δυνάμεις της συντήρησης που κρατούν αλυσοδεμένη τη χώρα στο παρελθόν.

[Εφημερίδα "Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ"]

19 Ιανουαρίου 2014

Αναπτυξιακός σχεδιασμός και opportunity cost

Ο όρος opportunity cost χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1914 από τον Αυστριακό οικονομολόγο Friedrich von Wieser και ορίζεται ως η χαμένη αξία των εναλλακτικών επιλογών που δεν αξιοποιήθηκαν, με αποτέλεσμα να μην έχουν επιτευχθεί τα θετικά αποτελέσματα που θα μπορούσαν να επιτευχθούν. Για την Κύπρο, το μεγαλύτερο opportunity cost είναι πλέον η πλήρης απουσία αναπτυξιακού σχεδιασμού, που αφήνει τη χώρα να αρμενίζει στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα της αυτόματης ανάκαμψης. Όμως επειδή δεν πρόκειται να ξυπνήσουμε ένα πρωί και τα πράγματα να έχουν διορθωθεί από μόνα τους, χρειαζόμαστε επειγόντως ένα ολοκληρωμένο αναπτυξιακό σχέδιο που να προσδιορίζει πού θέλουμε να πάμε, με ποιούς τρόπους θα προχωρήσουμε και πότε υπολογίζουμε να φτάσουμε. Σε διαφορετική περίπτωση, το τεράστιο βάρος των χαμένων ευκαιριών θα μας οδηγήσει οριστικά στον πάτο.

Μετά από τα γεγονότα του περασμένου Μαρτίου, η Κύπρος απώλεσε οριστικά ένα μέρος της οικονομικής παραγωγής της που προερχόταν από το χρηματοπιστωτικό τομέα. Αυτή η απώλεια δεν πρόκειται να αποκατασταθεί με επαναφορά στην προτέρα κατάσταση, αφού κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό, αφού η Κύπρος έχει την ευκαιρία για πραγματική παραγωγική αναδιάρθρωση και για πραγματικές αλλαγές στην οικονομία της, ώστε να μην λειτουργεί απλώς σαν ένας φορολογικός παράδεισος, για εύκολο παρκάρισμα γκρίζου χρήματος, χωρίς πολλές ενοχλητικές ερωτήσεις. Η Κύπρος διαθέτει υψηλής ποιότητας ανθρώπινο δυναμικό, το οποίο αποτελεί τον κυριότερο πλούτο της χώρας μας. Αυτός ο πλούτος πρέπει να αποτελέσει την πρώτη ύλη για τον επανασχεδιασμό της κυπριακής οικονομίας, ώστε η απώλεια του χρηματοπιστωτικού τομέα να αντισταθμιστεί με την ενίσχυση καλύτερων και παραγωγικότερων τομέων της οικονομίας μας. Ακόμα και η αξιοποίηση του φυσικού αερίου δεν πρόκειται να αποφέρει τα αναμενόμενα, εάν η Κύπρος δεν επανασχεδιάσει την οικονομία της ώστε να αξιοποιήσει τα έσοδα αναπτυξιακά και όχι καταναλωτικά, ώστε να μην έχουν και εκείνοι οι πόροι την κακή τύχη των προηγούμενων. 

Στόχος μας δεν πρέπει να είναι η επαναφορά στο κακό παρελθόν που μας οδήγησε στην καταστροφή, ούτε η προσμονή στο θαύμα. Στόχος μας πρέπει να είναι η δημιουργία μιας καλύτερης οικονομίας και μιας καλύτερης χώρας, που να μπορεί να αξιοποιεί τις δυνατότητές της και να ανταγωνίζεται στο διεθνές περιβάλλον. Πρακτικά, πρέπει να γίνει άμεσα το αυτονόητο: Η Κυβέρνηση να καταρτίσει ένα αναπτυξιακό σχέδιο, το οποίο να προσδιορίζει τους τομείς της κυπριακής οικονομίας που θα ενισχυθούν με  συγκεκριμένους τρόπους μέσα από τη συνεργασία του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Δυστυχώς, σήμερα κάτι τέτοιο δεν υφίσταται, αφού η Κυβέρνηση έχει παρασυρθεί και εγκλωβιστεί στη μικροδιαχείριση της καθημερινότητας, χάνοντας την ουσία, χάνοντας ευκαιρίες και χάνοντας πολύτιμο χρόνο. Κυβερνητικά στελέχη δηλώνουν ότι η συνταγή της εξόδου από την ύφεση είναι αποκλειστικά η πιστή εφαρμογή του Μνημονίου. Όμως αυτό είναι λάθος, επειδή η εφαρμογή των προνοιών του Μνημονίου εξασφαλίζει απλώς την επόμενη δόση, η οποία προορίζεται για τα λειτουργικά έξοδα και τις δανειακές υποχρεώσεις του κράτους, ενώ ταυτόχρονα η λιτότητα επιδεινώνει την ύφεση και χαμηλώνει περισσότερο το βιοτικό επίπεδο των Κυπρίων πολιτών. Και κάθε ημέρα που περνά χωρίς ολοκληρωμένο αναπτυξιακό σχεδιασμό, αυξάνει το opportunity cost και μειώνει τις προοπτικές εξόδου από την ύφεση.

[Εφημερίδα "ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ"]

12 Ιανουαρίου 2014

Καλωσορίσατε στη ζούγκλα

Το αμερικανικό ροκ συγκρότημα Guns N' Roses κυκλοφόρησε τον πρώτο του δίσκο το 1987, υπό τον τίτλο “Appetite for Destruction” (“Διάθεση για καταστροφή”), στον οποίο περιλαμβάνεται το επιτυχημένο κομμάτι “Welcome to the Jungle” (“Καλωσορίσατε στη ζούγκλα”). Οι στίχοι του τραγουδιού αναφέρουν χαρακτηριστικά: “Καλωσορίσατε στη ζούγκλα, εδώ θα σας κάνουμε να γονατίσετε, θέλουμε να σας δούμε να ματώνετε/ Καλωσορίσατε στη ζούγκλα, εδώ όλα θα χειροτερεύουν μέρα με τη μέρα, εδώ θα μάθετε να ζείτε σαν να είσαστε ζώα.” Σήμερα, αυτοί οι στίχοι περιγράφουν με πολύ γλαφυρό τρόπο την κατάσταση που επικρατεί στην αγορά εργασίας, όπου υπό το φόβο της ανεργίας, εργαζόμενοι λαμβάνουν απολαβές πολύ μικρότερες από τον κατώτατο μισθό, υποχρεώνονται να εργάζονται σε βάρδιες χωρίς ανάπαυση και πληρώνονται με κουπόνια που ανταλλάσσονται αποκλειστικά με προϊόντα που πουλά ο εργοδότης τους.

Νέοι εργαζόμενοι, που εργοδοτήθηκαν με τα κρατικά σχέδια στήριξης της απασχόλησης, υποχρεώνονται να δεχτούν συνέχιση της εργασίας τους με απολαβές που δεν ξεπερνούν τα 400 ευρώ. Αυτό είναι παράνομο, αφού όπως ορίζει το “Περί Κατώτατων Μισθών Διάταγμα του 2010”, το ύψος του κατώτατου μηνιαίου μισθού που είναι υποχρεωτικός διά νόμου ανέρχεται στα €835. Π.χ. σύμφωνα με το "Έκτακτο Σχέδιο Παροχής Κινήτρων για την Εργοδότηση των Μακροχρόνια Ανέργων και των Νέων", παρέχεται, για μερικούς μήνες κρατική επιχορήγηση προς τον εργοδότη ύψους 50% του μισθολογικού κόστους του εργοδοτουµένου. Δηλαδή, εφόσον ο εργαζόμενος λαμβάνει τον κατώτατο μισθό, ο εργοδότης πληρώνει περίπου €400. Στην πράξη, μετά, από την ολοκλήρωση του Σχεδίου, ο εργοδότης προτείνει στον εργαζόμενο να συνεχίσει να εργάζεται "άτυπα", καταβάλλοντάς του μόνο το ποσό που πλήρωνε στα πλαίσια του Σχεδίου, δηλαδή τα €400, χωρίς εισφορές στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, δήθεν "μέχρι να προκύψει κάποια μόνιμη ανάγκη".

Εργαζόμενοι σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις υποχρεώνονται να εργάζονται σε συνεχόμενες βάρδιες χωρίς να μεσολαβεί ο προβλεπόμενος χρόνος ανάπαυσης. Αυτό είναι παράνομο, αφού ο "Νόμος περί Οργάνωσης του Χρόνου Εργασίας” (2003) καθορίζει τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας των εργαζομένων και αναφέρει ότι για κάθε ημέρα (εικοσιτετράωρο) ο κάθε εργαζόμενος δικαιούται τουλάχιστον έντεκα συνεχόμενες ώρες ανάπαυσης μεταξύ της λήξης και της έναρξης της εργασίας του. Όμως, οι συγκεκριμένοι εργαζόμενοι υποχρεώνονται να εργάζονται από τις δύο το μεσημέρι μέχρι τις δεκάμισι το βράδυ, και την αμέσως επόμενη ημέρα από τις πεντέμισι τα ξημερώματα μέχρι τις δύο το μεσημέρι, έχοντας εργαστεί ουσιαστικά εικοσιτέσσερις συνεχόμενες ώρες, με ένα μικρό διάλειμμα και μερικές ώρες ύπνου.

Εργαζόμενοι σε άλλες επιχειρήσεις υποχρεώνονται να λαμβάνουν κουπόνια αντί του μισθού που συμφώνησαν κατά την πρόσληψή τους. Αυτό είναι παράνομο, αφού σύμφωνα με τον “Περί Προστασίας των Μισθών Νόμο του 2007”, οι μισθοί των εργοδοτουμένων πρέπει να πληρώνονται σε νόμιμο χρήμα, ενώ ο,τιδήποτε διαφορετικό μπορεί να γίνει μόνο με τη συγκατάθεση του εργοδοτούμενου και όχι ως μονομερής απόφαση του εργοδότη. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με το νόμο, ο εργοδότης δεν έχει δικαίωμα να περιορίζει με οποιοδήποτε τρόπο, είτε άμεσα, είτε έμμεσα, την ελευθερία του εργοδοτούμενου να διαθέτει το μισθό του και ειδικότερα, εάν ο εργοδότης διαθέτει καταστήματα για πώληση ειδών ή υπηρεσιών προς τους εργοδοτούμενους, οι εργοδοτούμενοι δε μπορούν να υπόκεινται σε οποιαδήποτε πίεση για χρήση τέτοιων καταστημάτων ή υπηρεσιών.

Δυστυχώς, ενώ αυτές οι παρανομίες είναι ευρέως γνωστές, δεν αναπτύσσεται καμία κρατική ή συνδικαλιστική παρέμβαση για την αντιμετώπισή τους, και οι εργαζόμενοι υπό το φόβο της ανεργίας, σιωπούν και υπομένουν τις συνθήκες της εργασιακής ζούγκλας. Ορισμένοι θεωρούν ότι η αυξανόμενη ανεργία είναι ευκαιρία για να υποχρεωθούν οι εργαζόμενοι να δεχτούν συνθήκες και αμοιβές εργασίας που υπό άλλες συνθήκες θα θεωρούνταν εξευτελιστικές, και ταυτόχρονα να αισθάνονται ευγνώμονες που έχουν δουλειά. Όμως, είναι ευθύνη της πολιτείας να προστατεύσει τους αδύνατους από την εκμετάλλευση των ισχυρών, διαφορετικά το “Καλωσορίσατε στη ζούγκλα” θα γίνει ο ανεπίσημος εθνικός μας ύμνος.

[Εφημερίδα Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ]