Σελίδες

21 Οκτωβρίου 2012

Λιτότητα: Εξ ιδίων πλέον τα βέλη

Οι νεοφιλελεύθερες ιδεολογικές αγκυλώσεις που εγκλώβισαν την Ευρώπη σε μνημονιακές πολιτικές λιτότητας, αποδεικνύονται λανθασμένες και αναποτελεσματικές, αφού οδηγούν στην εμβάθυνση της ύφεσης, στη διάλυση της κοινωνικής συνοχής και στην πολιτική αποσταθεροποίηση. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αντιλαμβάνεται αυτή την πραγματικότητα και τα στελέχη του προβαίνουν σε σαφείς παραδοχές για την ανεπάρκεια των οικονομικών μέτρων που επιβλήθηκαν και επιβάλλονται στα κράτη της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Όμως η παραδοχή της πλάνης δεν είναι αρκετή. Είναι πλέον απαραίτητη η στροφή προς την ουσιαστική πολιτική αντιμετώπιση της κρίσης και η διαμόρφωση πραγματικών αναπτυξιακών προοπτικών για την Ευρώπη.

Ο πρώην εκπρόσωπος της Ελλάδας στο ΔΝΤ, Παναγιώτης Ρουμελιώτης, δήλωσε τον Ιούλιο του 2012 στους New York Times, τα εξής αναφερόμενος στο ελληνικό μνημόνιο: «Γνωρίζαμε από την αρχή πως το συγκεκριμένο πρόγραμμα ήταν αδύνατο να εφαρμοσθεί, καθώς δεν υπήρξε πουθενά ένα επιτυχές παράδειγμα, λόγω και του γεγονότος της συμμετοχής της Ελλάδας στο ευρώ, που δεν της επιτρέπει την υποτίμηση του νομίσματός της για την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας». Επιπρόσθετα, ο Παναγιώτης Ρουμελιώτης δήλωσε ότι η Τρόικα υποτίμησε τις αρνητικές συνέπειες του προγράμματος για την ελληνική οικονομία, καθώς η μεγάλη ύφεση δεν οφείλεται στη μη εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων αλλά στις μεγάλες περικοπές δαπανών που συνέβαλαν στην υφεσιακή περιδίνηση, πλήττοντας δραστικά την εσωτερική ζήτηση. 

Τον Οκτώβριο του 2012, στα πλαίσια της φθινοπωρινής συνόδου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας στο Τόκιο, η Διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ δήλωσε τα ακόλουθα σχετικά με τα ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα εφαρμογής των μνημονιακών μέτρων: «Η Ελλάδα χρειάζεται περισσότερο χρόνο και έχω σημειώσει στους Ευρωπαίους εταίρους μας ότι δύο πρόσθετα χρόνια θα βοηθήσουν πολύ και θα ήταν λογικό (να δοθούν) στην Ελλάδα ώστε να επιτύχει πράγματι τους στόχους της», αφού όπως πρόσθεσε, «όταν πολλές χώρες υιοθετούν τα ίδια μέτρα λιτότητας ταυτόχρονα, δημιουργούνται πολύ βαθύτερες συνέπειες για την ανάπτυξη». Τα στελέχη του ΔΝΤ έχουν αντίληψη των οικονομικών πραγματικοτήτων και παραδέχονται δημοσίως ότι τα μέτρα που επιβάλλονται δεν μπορούν να επιφέρουν πραγματικό θετικό αποτέλεσμα, αλλά επιβαρύνουν περαιτέρω την προβληματική οικονομική κατάσταση. Ωστόσο, η επιμονή σε αυτά διατηρείται, αφού η εφαρμογή τους εξυπηρετεί πολύ στενά συμφέροντα που έχουν να κάνουν με τη μόνιμη απορρόφηση εθνικών πόρων, με την εξαγορά εθνικών υποδομών και με τη διατήρηση της ευρωπαϊκής περιφέρειας σε ρόλο παρία.

Σύμφωνα με το Βρετανό φιλόσοφο John Stuart Mill, «όλα τα σφάλματα που είναι πιθανόν να διαπράξει κάποιος παρά τις συμβουλές και τις προειδοποιήσεις, είναι ασήμαντα εν συγκρίσει με ένα ολέθριο, πράγματι σφάλμα: να επιτρέψει δηλαδή στους άλλους να τους επιβάλλουν αυτό που εκείνοι κρίνουν ότι είναι το καλό του». Στην παρούσα συγκυρία, αυτά που οι «άλλοι» επέβαλαν για το καλό των λαών της Ευρώπης, αποδεικνύονται τραγικά λανθασμένα. Και μάλιστα, οι ίδιοι οι «άλλοι» παραδέχονται πλέον την ανεπάρκεια της επιβληθείσας πολιτικής τους.  Όμως, η παραδοχή του λάθους και οι μικρομεταστροφές, δεν διορθώνουν τη χαραγμένη λανθασμένη πορεία. Πλέον, είναι απαραίτητη η άμεση απεμπλοκή από τα αποσπασματικά οικονομικά μέτρα, από τις αδιέξοδες πολιτικές της λιτότητας και από τις αποτυχημένες νεοφιλελεύθερες πρακτικές. Σήμερα είναι απαραίτητη η συνολική πολιτική διαχείριση της οικονομικής κρίσης, για έξοδο της Ευρώπης από την ύφεση. Και η πολιτική λύση είναι εφικτή όταν υπάρχει η ανάλογη πολιτική απαίτηση από τους πολίτες και η ανάλογη πολιτική βούληση από τις ηγεσίες.

[ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ "Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ"]

7 Οκτωβρίου 2012

Η δημοκρατία δεν είναι αυτονόητη

Η δημοκρατία είναι δύσκολο και ευαίσθητο πολίτευμα που ανθίζει υπό πολλές προϋποθέσεις. Σε δύσκολες ιστορικές περιόδους, όπου οι κοινωνίες βρίσκονται αντιμέτωπες με σημαντικές προκλήσεις για την ευημερία και την ασφάλεια των πολιτών, η δημοκρατία τείνει να αντιμετωπίζεται ως περιττή πολυτέλεια που, έμμεσα ή άμεσα, τίθεται υπό αμφισβήτηση. Η εισαγωγή αυτής της αντίληψης αποτελεί το καθοριστικό βήμα ενός σκοτεινού πισωγυρίσματος προς το παρελθόν, αντί μιας ελπιδοφόρας πορείας προς το μέλλον. Και για την αναχαίτιση αυτού του πισωγυρίσματος, πρέπει οι πολίτες να τελούν σε εγρήγορση και να διαφυλάσσουν τη δημοκρατία χωρίς να τη θεωρούν αυτονόητη.

Τα απαραίτητα προαπαιτούμενα της δημοκρατίας έχουν να κάνουν κυρίως με τη θεσμική επάρκεια του κράτους, με τη συνοχή της κοινωνίας, με το επίπεδο του εκπαιδευτικού συστήματος, με την προσβασιμότητα στην πληροφόρηση και με την ποιότητα του δημόσιου διαλόγου. Ωστόσο, ιδιαίτερη προϋπόθεση για τη διατήρηση της δημοκρατίας αποτελεί ο βαθμός εμπέδωσης της ανάγκης για διαφύλαξή της, ως κινητήριας δύναμης της προόδου και της ευημερίας. Ένας συνήθης αφορισμός, προτάσσει τον περιορισμό της δημοκρατίας ως εργαλείο για αντιμετώπιση πολιτικοοικονομικών κρίσεων μέσω του απολυταρχικού συγκεντρωτισμού. Αυτό είναι ένα πολύ επικίνδυνο λάθος, αφού ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης, πρώτα και κύρια πρέπει να διαφυλάσσεται η δημοκρατία και κατόπιν ο,τιδήποτε άλλο, αφού από αυτήν θα πηγάσει η ανάκαμψη και η συνοχή, όπως θα ορίσει η λαϊκή βούληση.

Στην παρούσα συγκυρία, η μορφοποιημένη αμφισβήτηση της δημοκρατίας λαμβάνει μορφές που ξεκινούν από την αντικατάσταση της αντιπροσωπευτικότητας με εξωγενή κέντρα επιβολής πολιτικών, όπως είναι η Τρόικα, και φτάνουν μέχρι τη συγκροτημένη επανεμφάνιση των δυνάμεων της αντίδρασης που οργανώνονται υπό τη μορφή ακραίων πολιτικών σχηματισμών, όπως είναι η Χρυσή Αυγή στην Ελλάδα. Η κατάργηση της συμμετοχικότητας στη διαμόρφωση πολιτικών και στη λήψη αποφάσεων, καταργεί ένα σημαντικό δημοκρατικό κεκτημένο των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο νομπελίστας οικονομολόγος Amartya Sen, «ίσως η πιο ανησυχητική πλευρά της τρέχουσας αδιαθεσίας της Ευρώπης είναι η αντικατάσταση των δημοκρατικών δεσμεύσεων με οικονομικές υπαγορεύσεις από ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και έμμεσα από οίκους αξιολόγησης, οι εκτιμήσεις των οποίων έχουν υπάρξει περιβόητα εσφαλμένες.» Ταυτόχρονα, η δυσαρέσκεια των πολιτών έναντι του υφιστάμενου πολιτικού προσωπικού αντανακλά παρετυμολογικά στο δημοκρατικό πολίτευμα εν γένει, με αποτέλεσμα την όξυνση της αγανάκτηση και της απεγνωσμένης αναζήτησης, που οδηγούν στην «αποδαιμονοποίηση»  της ακροδεξιάς η οποία αποκτά θεσμικό ρόλο ως νομιμοποιημένη πολιτική επιλογή. Όμως, παρά το ότι οι δυνάμεις της αντίδρασης συμμετέχουν στη δημοκρατική διαδικασία χωρίς κατ’ ανάγκην να δηλώνουν την πρόθεσή τους για κατάλυσή της, χρησιμοποιούν πρακτικές και διαθέτουν ατζέντα που οδηγεί εκ των πραγμάτων προς αυτή την κατεύθυνση.

Ο συνδυασμός της αναστολής των δημοκρατικών διαδικασιών κοινωνικής διαβούλευσης  με την ενδυνάμωση των φασιστικών ακροδεξιών πολιτικών σχημάτων, συναποτελούν ένα εκρηκτικό κοκτέιλ που απειλεί σοβαρά την ευρωπαϊκή δημοκρατία. Δυστυχώς, ενώ οι πολίτες απομακρύνονται από τη διαμόρφωση πολιτικών και ενώ οι ακραίοι σχηματισμοί διευρύνουν επικίνδυνα το εκλογικό τους ακροατήριο, ο δημοκρατικός κόσμος σφυρίζει αδιάφορα υποτιμώντας τον κίνδυνο. Η διαφύλαξη του δημοκρατικού πολιτεύματος από τις διαφόρων ειδών επιβουλές, είναι υποχρέωση όλων. Επειδή, όπως γράφει ο ποιητής, «ένας φασίστας που είναι απλώς ένας φασίστας, είναι απλώς ένας φασίστας, ενώ ένας δημοκράτης που είναι απλώς ένας δημοκράτης, είναι πολύ χειρότερος από ένα φασίστα».

[Εφημερίδα "Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ"]