Σελίδες

30 Δεκεμβρίου 2012

Αποφεύγοντας το επόμενο Μνημόνιο


Το ιδεολογικό υπόβαθρο, η διαδικασία συνομολόγησης και το περιεχόμενο του κυπριακού Μνημονίου, σε συνδυασμό με την πρόσφατη διεθνή εμπειρία, προδιαθέτουν για εμβάθυνση της ύφεσης που θα οδηγήσει σε ένα επόμενο και ακόμη χειρότερο Μνημόνιο. Η αποφυγή αυτής της εξέλιξης είναι δύσκολη και εναπόκειται σε μεγάλο βαθμό στη διαχείριση που θα εφαρμόσει η επόμενη Κυβέρνηση, αφού η απερχόμενη δυστυχώς απέτυχε να προφυλάξει την Κύπρο από τα χειρότερα.

Το κυπριακό Μνημόνιο δεν είναι πρωτότυπο, αλλά βασίζεται στις παραμέτρους μιας ακραίας και ξεπερασμένης ιδεολογίας. Δυστυχώς, αυτή η ιδεολογία δεν είναι σε θέση να δώσει λύσεις στις σύγχρονες κοινωνικοοικονομικές προκλήσεις, επειδή, μεταξύ άλλων, αποτελεί βασικό γενεσιουργό αίτιο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Η επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού στα κέντρα λήψεως αποφάσεων, σε κυβερνήσεις και διεθνείς οργανισμούς, δεν τον μετατρέπει αυτομάτως σε λογικό αξίωμα και καθολική αλήθεια. Εξάλλου, ο εφαρμοσμένος νεοφιλελευθερισμός αποδεικνύεται διαρκώς ανεπαρκής και προβληματικός, αφού ανατροφοδοτεί την κρίση και βαθαίνει την ύφεση.

Για την αποφυγή του επόμενου Μνημονίου το οποίο θα αποτελεί βουτιά σε ακόμη βαθύτερα βάθη λιτότητας και ύφεσης, πρέπει να εφαρμοστούν άμεσα συγκεκριμένες πολιτικές, με στρατηγική στόχευση. Είναι απαραίτητος ο κεντρικός αναπτυξιακός σχεδιασμός που θα καθορίσει σαφείς αναπτυξιακές προτεραιότητες και θα εποπτεύσει την υλοποίησή τους. Η ψευδαίσθηση της αυτορρύθμισης της αγοράς, που υποτίθεται ότι καθορίζει τα πεδία ανάπτυξης, έχει αποτύχει αφού αυτοϋπονομεύεται από την επιδίωξη του γρήγορου και εύκολου κέρδους. Το κράτος οφείλει να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του επιτελικού ρόλου που του αναλογεί και σε συνεργασία με τις παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας να σχεδιάσει και να εφαρμόσει  ένα σύγχρονο μοντέλο ανάπτυξης.

Είναι απαραίτητη η εξασφάλιση αναπτυξιακών πόρων, επιπροσθέτως των τραπεζικών και δημοσιονομικών αναγκών. Χωρίς την εισροή χρημάτων που να αξιοποιηθούν για την υλοποίηση του αναπτυξιακού σχεδιασμού, η λιτότητα θα λειτουργήσει χωρίς αντισταθμίσματα και θα έχει ως αναπόδραστο αποτέλεσμα περισσότερη ύφεση. Η θέση της Κύπρου στην Ευρώπη, οι διακρατικές σχέσεις, και οι πολιτικές προσβάσεις πρέπει να αξιοποιηθούν προς αυτή την κατεύθυνση ώστε ο δανεισμός να μην εξακολουθήσει να είναι στενά διεκπεραιωτικός αλλά να καταστεί, τουλάχιστον εν μέρει, αναπτυξιακός.

Είναι απαραίτητη η παραγωγική αναδιάρθρωση της χώρας, ώστε να ενισχυθούν νέοι τομείς παραγωγής και ώστε  να βελτιωθεί το ισοζύγιο εισαγωγών – εξαγωγών σε αγαθά και υπηρεσίες. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας εκ των πραγμάτων θα περιορίσει το εύρος του, οπότε πρέπει να ενισχυθούν άλλοι τομείς της οικονομίας οι οποίοι να είναι διεθνώς ελκυστικοί. Προς αυτή την κατεύθυνση πρέπει να αξιοποιηθεί η διεύρυνση της τουριστικής περιόδου, η αύξηση του αριθμού των φοιτητών – κοινοτικών, αλλοδαπών και Κυπρίων – που φοιτούν στην Κύπρο, η βελτιστοποίηση της ποιότητας όλων των κυπριακών αγαθών και υπηρεσιών, και η επένδυση στην έρευνα και στην καινοτομία.

Είναι απαραίτητη η θεσμική ανασυγκρότηση που θα επιτρέψει την πάταξη της διαφθοράς, της διαπλοκής, της αναξιοκρατίας και της ημετεροκρατίας, ώστε η ολιγαρχία να πάψει να νέμεται τον εθνικό πλούτο σε βάρος της κοινωνίας και ώστε να μην επαναληφθούν τα φαινόμενα της οριζόντιας κακοδιαχείρισης που οδήγησαν την κυπριακή οικονομία στην παρούσα κατάσταση. Ειδικά σε αυτό τον τομέα, το πολιτικό σύστημα πρέπει να  επιδείξει αποφασιστικότητα στην εισαγωγή θεσμικών ρυθμίσεων που θα προστατεύσουν τη χώρα από τις παθογένειες που διαχρονικά διαδραμάτισαν εξαιρετικά αρνητικό ρόλο.

Το Μνημόνιο παρέχει στην Κύπρο πόρους που εμποδίζουν την άμεση κατάρρευση της οικονομίας. Όμως το Μνημόνιο δεν αποτελεί συνταγή για έξοδο από την κρίση. Αντίθετα, το Μνημόνιο θα οδηγήσει σε εμβάθυνση της ύφεσης και σε επιπρόσθετες ανάγκες δανεισμού. Οι πολιτικές ηγεσίες, και ειδικότερα η νέα Κυβέρνηση, πρέπει να αποφύγουν αυτή την εξέλιξη εφαρμόζοντας άμεσα εναλλακτικές και αντισταθμιστικές πολιτικές. Το πρώτο Μνημόνιο μπορούσε να αποφευχθεί αλλά η απερχόμενη Κυβέρνηση δεν κατάφερε να το αποφύγει. Το δεύτερο Μνημόνιο επίσης μπορεί να αποφευχθεί και είναι στο χέρι της επόμενης Κυβέρνησης να το αποφύγει.

[ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ "Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ"] 

23 Δεκεμβρίου 2012

Το tunnel vision βαθαίνει την ύφεση

Στην οφθαλμολογία, η απώλεια της περιφερικής όρασης ονομάζεται «tunnel vision»  ή «Kalnienk vision» και αποδίδεται στα ελληνικά ως «σωληνοειδές οπτικό πεδίο». Στην πράξη, η κατάσταση ομοιάζει με την οπτική θέαση μέσα από ένα στενό σωλήνα, αγνοώντας τη συνολική εικόνα της περιβάλλουσας πραγματικότητας και οδηγώντας στους ανάλογους κινδύνους. Με πολιτικούς όρους, το tunnel vision συνίσταται στην επίμονη προσήλωση σε αποσπασματικά στοιχεία ενός προβλήματος και στη διαρκή παράβλεψη των υπολοίπων παραμέτρων του, καταλήγοντας στην διαμόρφωση αντίληψης που δεν ανταποκρίνεται στη συνολική πραγματικότητα. Αυτή η κατάσταση επικρατεί σήμερα στην Κύπρο, όπου για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης προτάσσεται σαν πανάκεια η εφαρμογή μέτρων λιτότητας τα οποία ανάγονται παρετυμολογικά σε μεταρρυθμιστικές παρεμβάσεις.

Ωστόσο, για την έξοδο από την κρίση χρειάζονται τολμηρές μεταρρυθμίσεις σε όλες τις λειτουργίες του κυπριακού κράτους και σε όλες τις εκφάνσεις της δημόσιας ζωής. Οι επιπτώσεις της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης δείχνουν ότι η πολιτεία και η οικονομία μας δεν έχουν τις αντοχές που θεωρούσαμε ότι είχαν και οι βεβαιότητες στις οποίες βασιστήκαμε τίθενται εν αμφιβόλω. Εν ολίγοις: Ό,τι ξέρουμε είναι λάθος. Παρά το ότι η παραδοχή της ανάγκης για τολμηρές μεταρρυθμίσεις αποτελεί κοινό τόπο, συνοδεύεται συνήθως από μια πλάνη - προϊόν του σωληνοειδούς οπτικού πεδίου και της περιρρέουσας ατμόσφαιρας - σύμφωνα με την οποία οι όποιες μεταρρυθμίσεις συνοψίζονται σε μορφές λιτότητας. Δηλαδή, θεωρείται υπεραπλουστευμένα ότι τα προβλήματα της κυπριακής οικονομίας περιορίζονται στο ύψος των δημοσίων δαπανών, στο εύρος των κοινωνικών παροχών, στους μισθούς των εργαζομένων και στο μέγεθος του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Επιπρόσθετα, υπό την απουσία μεταρρυθμιστικού προγραμματισμού, οι περισσότερες περικοπές προκύπτουν μονοδρομικά για ανταπόκριση στις υποχρεώσεις του κράτους και περιγράφονται ως αναπόφευκτες. Έτσι, η μονοσήμαντη λιτότητα παρουσιάζεται σαν θεραπεία δια πάσαν νόσον, οι μειώσεις παντός τύπου βαφτίζονται μεταρρυθμίσεις και ορίζονται σαν η δήθεν νέα φυσιολογική πραγματικότητα της ύφεσης και της ανέχειας. Όμως, όπως αποδεικνύει η διαχρονική διεθνής και η πρόσφατη ευρωπαϊκή εμπειρία, αυτή η θεώρηση είναι λανθασμένη αφού αναχαιτίζει την ανάπτυξη και βαθαίνει την κρίση.

Για την έξοδο από την κρίση χρειάζονται ολοκληρωμένες μεταρρυθμίσεις και συγκρούσεις με κατεστημένες βολικές νοοτροπίες. Η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας πρέπει να αποσκοπεί στη βελτίωση του ισοζυγίου εισαγωγών και εξαγωγών σε αγαθά και υπηρεσίες, και στην απεξάρτηση από τον υπερμεγέθη χρηματοπιστωτικό τομέα. Ο υπό την ευθύνη του κράτους κεντρικός αναπτυξιακός σχεδιασμός, πρέπει να είναι προσανατολισμένος σε τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας όπως η έρευνα, η καινοτομία, και η επιχειρηματικότητα, η τριτοβάθμια εκπαίδευση, οι υπηρεσίες υγείας και ο θεματικός τουρισμός. Ο ρόλος της Δημόσιας Υπηρεσίας πρέπει να επανακαθοριστεί ώστε να καταστεί επιτελικός, εποπτικός και κοινωνικός, και προς αυτή την κατεύθυνση πρέπει να προωθηθούν συγκεκριμένες δομικές αλλαγές. Οι δυνατότητες των Δημοσίων Υπαλλήλων πρέπει να αξιοποιηθούν αποτελεσματικότερα, με αλλαγές στην εναλλαξιμότητα, στην αξιολόγηση και στην ανέλιξη του προσωπικού, αλλά και στη μονιμότητα των ανώτατων διευθυντικών στελεχών. Οι δημόσιες υποδομές δεν πρέπει να ιδιωτικοποιηθούν αλλά να παραμείνουν στην κυριότητα του δημοσίου και να αξιοποιηθούν στρατηγικά στα πλαίσια της παραγωγικής ανασυγκρότησης. Το φορολογικό σύστημα πρέπει να αλλάξει ώστε να καθορίζει τα όρια του πλουτισμού με τρόπο που να προωθούν την ισόρροπη επιχειρηματικότητα και την ενεργοποίηση του αδρανούς εθνικού πλούτου. Οι φοροεισπρακτικοί μηχανισμοί του κράτους πρέπει να στελεχωθούν καλύτερα και να λειτουργήσουν αποτελεσματικότερα, ενώ οι κατά καιρούς φορολογικές αμνηστίες που εξαγοράζουν τη φοροδιαφυγή πρέπει να απαγορευθούν δια νόμου. Η κοινωνική πολιτική πρέπει να πάψει να είναι επιδοματική αλλά να αντικατασταθεί από δομές κοινωνικής υποστήριξης και προστασίας των ευαίσθητων κοινωνικών ομάδων. Η διαφθορά και η διαπλοκή πρέπει να παταχθούν με θεσμικές αλλαγές και με μηχανισμούς εφαρμογής τους, ενώ το κομματικό σύστημα πρέπει να επαναπροσδιορίσει το ρόλο του και να περιοριστεί στην πραγματική αποστολή του.

Καταληκτικά: Η λιτότητα δεν είναι μεταρρύθμιση αλλά μπάλωμα. Όμως η κοπτοραπτική είναι δεξιότητα ράφτη και όχι αρετή πολιτικού. Οι μεταρρυθμίσεις χρειάζονται πολιτική βούληση και πολιτικό θάρρος. Διαφορετικά, η επιμονή στην αποσπασματική θεώρηση της πραγματικότητας θα παρασύρει την Κύπρο στα βαθύτερα βάθη της ύφεσης, της αναδιάρθρωσης χρέους και της χρεοκοπίας.

[ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ "ΣΗΜΕΡΙΝΗ"]

2 Δεκεμβρίου 2012

Μνημονιολαγνεία: Το σύνδρομο της Στοκχόλμης


Ενόψει της υπογραφής Μνημονίου της Κυπριακής Δημοκρατίας με την Τρόικα, εκδηλώνονται πολιτικές και κοινωνικές συμπεριφορές που ομοιάζουν με την κατάσταση που προσδιορίζεται ως «Σύνδρομο της Στοκχόλμης». Τον Αύγουστο του 1973, στην πλατεία Norrmalmstorg της Στοκχόλμης, πραγματοποιήθηκε ληστεία στην τράπεζα Kreditbanken. Οι ληστές, έχοντας στα χέρια τους τέσσερις ομήρους, ζήτησαν ως αντάλλαγμα 3 εκατομμύρια σουηδικές κορόνες και ένα γρήγορο αυτοκίνητο για να μπορέσουν να ξεφύγουν. Η ομηρία διήρκησε πέντε ημέρες, κατά τις οποίες η αστυνομία πολιορκούσε την τράπεζα και τα ΜΜΕ πρόβαλαν ζωντανά την όλη επιχείρηση. Σε αυτό το διάστημα, οι όμηροι ανέπτυξαν μια παράξενη σχέση υποταγής, εξάρτησης και συναισθηματικής ταύτισης με τους ληστές. Ταυτόχρονα, οι όμηροι θεωρούσαν ότι η αστυνομία που επιχειρούσε την απελευθέρωσή τους αποτελούσε τον πραγματικό κίνδυνο για την πυροδότηση βιαιότερων συμπεριφορών εκ μέρους των ληστών. 

Τελικά, με τη χρήση υπνωτικού αερίου, η αστυνομία κατάφερε να αφοπλίσει τους ληστές και να απελευθερώσει του ομήρους. Στη δίκη που ακολούθησε, οι όμηροι κατέθεσαν υπέρ των ληστών και σε κάποιες περιπτώσεις συγκέντρωσαν χρήματα για τη νομική υπεράσπισή τους. Ο εγκληματολόγος Nils Bejerot περιέγραψε αυτή την κατάσταση ως το «Σύνδρομο της Στοκχολμης» ενώ ο ψυχίατρος Frank Ochberg την προσδιόρισε ως πνευματική και ψυχολογική διαταραχή. Η μακροχρόνια παρακολούθηση ανάλογων καταστάσεων ομηρίας κατέληξε σε ένα συγκεκριμένο σύνολο χαρακτηριστικών συμπτωμάτων που, σύμφωνα με τα στοιχεία του FBI, εκδηλώνονται σε περίπου 30% των θυμάτων ομηρίας.

Στα πλαίσια του «Συνδρόμου της Στοκχόλμης», ο όμηρος αρχικά ενεργοποιεί ψυχολογικούς μηχανισμούς άμυνας με τους οποίους θεωρεί ότι ο εγκληματίας δεν θα τον βλάψει εάν είναι συνεργάσιμος και υποστηρικτικός. Πολλοί όμηροι θεωρούν ότι μπορούν να κερδίσουν την εύνοια του εγκληματία εάν είναι απόλυτα υποτακτικοί και εκφράζουν την υπαγωγή τους με πολύ ακραίους και συχνά παιδιαρώδεις τρόπους. Σε ιδεολογικά φορτισμένες καταστάσεις, ο όμηρος ξεκινά να ταυτίζεται με τις απόψεις του αιχμαλωτιστή του προσεγγίζοντάς τις ως ορθές και θεωρώντας ότι εάν τεθούν σε εφαρμογή θα αποτελέσουν έξοδο από την κατάσταση της αιχμαλωσίας. Ταυτόχρονα, η όποια παρέμβαση που μπορεί να οδηγήσει στην απελευθέρωση αντιμετωπίζεται από τον όμηρο ως λανθασμένη, αφού εκλαμβάνεται ως πρόκληση αναστάτωσης στον εγκληματία που θα τον καταστήσει σκληρότερο, ενώ σε περίπτωση ανταλλαγής πυρών, τα πυρά της αστυνομίας προσλαμβάνονται ως τα περισσότερο επικίνδυνα. Η μακροχρόνια αιχμαλωσία επιτείνει ακόμη περισσότερο την εξάρτηση και οδηγεί στη θεοποίηση του αιχμαλωτιστή που θεωρείται από τον όμηρο ως ο απόλυτος παροχέας των χρειωδών για την επιβίωση.

Μεγάλο μέρος αυτών των συμπτωμάτων συμπίπτει με τη συμπεριφορά μέρους της κυπριακής πολιτικής ηγεσίας και της κυπριακής κοινωνίας που, ενόψει της υπογραφής μνημονίου με την Τρόικα, οδηγείται σε άκρατη μνημονιολαγνεία και τροϊκολατρεία. Αυτές οι προσεγγίσεις είναι παρωχημένες και λανθασμένες. Οι αναστεναγμοί της ανακούφισης και οι ζητωκραυγές του ενθουσιασμού που συνόδευσαν και συνοδεύουν την κατάληξη των διαβουλεύσεων για τη συνομολόγηση Μνημονίου εξιδανικεύουν μια προβληματική κατάσταση και δεν σταθμίζουν σωστά τις σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις που τη συνοδεύουν. Εν ολίγοις: το Μνημόνιο δεν είναι επιτυχία και δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως τέτοια. Το Μνημόνιο είναι αποτέλεσμα διαδοχικών λανθασμένων χειρισμών οι οποίοι δυστυχώς συνεχίζονται. Και εάν δεν προκύψει σύντομος απεγκλωβισμός από τους λανθασμένους χειρισμούς, οι επιπτώσεις των πολιτικών του Μνημονίου θα οδηγήσουν σε επόμενα Μνημόνια, σε περισσότερη λιτότητα και σε περισσότερη ύφεση.

[ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ "Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ"]

25 Νοεμβρίου 2012

Η λιτότητα ως λοκομοτίβα της ανεργίας

Ο σημαντικότερος πλούτος των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι το ποιοτικό ανθρώπινο δυναμικό τους, όμως οι εφαρμοζόμενες πολιτικές της λιτότητας καθιστούν αυτό τον πλούτο αδρανή. Τα τελευταία χρόνια, η ανεργία στην Ευρωπαϊκή Ένωση αυξήθηκε κατακόρυφα, επηρεάζοντας ιδιαιτέρως τις χώρες που εφάρμοσαν και εφαρμόζουν πολιτικές σκληρής λιτότητας. Η άκριτη μείωση των δημοσίων δαπανών, η απουσία επενδύσεων σε τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας και η λανθασμένη κοινή νομισματική πολιτική μετέτρεψαν εκατοντάδες χιλιάδες Ευρωπαίους πολίτες σε ανέργους και έβλαψαν ιδιαίτερα τους νέους. Η λιτότητα αναχαιτίζει την ανάπτυξη, θρέφει την ύφεση και καταστρέφει θέσεις εργασίας, οδηγώντας με υπερηχητικές ταχύτητες στην εκτόξευση της ανεργίας. Τα παραδείγματα των χωρών που ήδη εφάρμοσαν τέτοιες πολιτικές είναι χαρακτηριστικά, και παρά να χρησιμοποιούνται προς πρόθυμο μιμητισμό, είναι σοφότερο να αξιοποιούνται προς αποφυγήν.

Στην Πορτογαλία, η ανεργία ήταν 7.6% το 2008 και μετά από την εισαγωγή των μέτρων λιτότητας ανέβηκε στο 13.1% το 2011 και έφτασε το 15.7% το 2012, ενώ οι νεαροί Πορτογάλοι ήταν άνεργοι κατά 31.4% το 2011 και έφτασαν στο 35.1% το 2012. Στην Ιρλανδία η ανεργία, που το 2008 βρισκόταν στο 6.1%, υπερδιπλασιάστηκε το 2011 φτάνοντας στο 14.6% ενώ το 2012 συνέχισε να ανεβαίνει ξεπερνώντας το 15%. Η ανεργία μεταξύ των νέων στην Ιρλανδία καλπάζει, αφού ήταν 29.5% το 2011 και είναι 35.5% το 2012. Ανάλογη είναι η τάση και στην Ιταλία, όπου από το 6.8% του 2008, η ανεργία έφτασε στο 8.8% το 2011 και στο 10.8% το 2012, με την ανεργία μεταξύ των νέων να βρίσκεται στο 30.4% το 2011 και στο 35.1% το 2012. Η Ελλάδα, από το 7.7% του 2008 έφτασε στο 17.8% το 2011 και ξεπέρασε το 25% το 2012, ενώ οι άνεργοι νέοι αυξάνονται κατακόρυφα από 46.5% το 2011 σε 55.6% το 2012. Η ανεργία στην Ισπανία είναι ακόμη υψηλότερη αφού από το 13.9% του 2008 έφτασε το 22.4% το 2011 και αγγίζει το 26% το 2012, με τους νεαρούς Ισπανούς να ήταν άνεργοι κατά 47.8% το 2011 και να έχουν αυξηθεί αποτελώντας το 54.2% το 2012.  

Συμπερασματικά: Καμία από τις χώρες που εφάρμοσαν μέτρα σκληρής λιτότητας δεν κατάφερε να μειώσει την ανεργία. Αντίθετα, σε όλες οι χώρες που εφαρμόστηκαν μέτρα λιτότητας, η ανεργία αυξήθηκε, διπλασιάστηκε και υπερπολλαπλασιάστηκε. Ιδιαίτερα η ανεργία μεταξύ των νέων έφτασε σε δυσθεώρητα ύψη επηρεάζοντας σε όλες τις περιπτώσεις περισσότερους από το 1/3 των νέων και σε κάποιες χώρες θέτοντας εκτός εργασίας περισσότερους από τους μισούς νέους. Η εφαρμογή ανάλογων πολιτικών στην Κύπρο θα επιφέρει ανάλογα αποτελέσματα, και αυτοί που με επιμονή σταχανοβίτη υποστηρίζουν την όξυνση της λιτότητας οφείλουν να γνωρίζουν προς ποια κατεύθυνση οδηγούν τους Κύπριους πολίτες.

Για την αποφυγή της αύξησης της ανεργίας είναι απαραίτητη η διακρατική συνεννόηση και συνεργασία με τα κράτη της ευρωπαϊκής περιφέρειας για αλλαγή του υφιστάμενου μοντέλου λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και για απεμπλοκή από τις αποτυχημένες πολιτικές της λιτότητας. Παράλληλα, είναι απαραίτητη η εισαγωγή τολμηρών μεταρρυθμίσεων  για την αποτελεσματική λειτουργία του κράτους, για τη σωστή λειτουργία των θεσμών και για τη δικαιότερη διαμόρφωση του φορολογικού συστήματος. Επιπρόσθετα, σε ευρωπαϊκό και σε εθνικό επίπεδο πρέπει να λειτουργήσει κεντρικός αναπτυξιακός σχεδιασμός που θα κατευθύνει στοχευμένα την παραγωγική ανασυγκρότηση. Δηλαδή, χρειάζεται να σχεδιαστούν και να εφαρμοστούν πολιτικές που να εξυπηρετούν τους πολλούς αντί να εξυπηρετούν τους λίγους, και που να αποσκοπούν στο πραγματικό κοινωνικό όφελος αντί στα κοντόφθαλμα βραχυπρόθεσμα κέρδη. Διαφορετικά, η ανεργία στην χώρα μας θα λάβει διαστάσεις αντίστοιχες με εκείνες των ευρωπαϊκών κρατών που εφαρμόζουν ήδη αυτά που η Κύπρος καλείται σήμερα να εφαρμόσει με ακόμη μεγαλύτερη ένταση.

[ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ "Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ"]

11 Νοεμβρίου 2012

Κοινωνικός αυτοματισμός και εχθρός λαός

Ο κοινωνικός αυτοματισμός είναι η συνήθης τακτική που εφαρμόζουν οι φορείς εξουσίας για αποπροσανατολισμό των πολιτών, οι οποίοι καθοδηγούνται μεθοδευμένα προς την αυτόματη εναντίωση σε άλλες ομάδες πολιτών που χρεώνονται την ευθύνη για το σύνολο των δεινών της πολιτείας και της κοινωνίας. Στο περιβάλλον της οικονομικής κρίσης, ο κοινωνικός αυτοματισμός  ενισχύεται περαιτέρω και αναπτύσσεται σε διάφορα επίπεδα, με αποτέλεσμα τη στοχοποίηση του ρόλου του κράτους, τη δαιμονοποίηση της κοινωνικής πολιτικής και τον ιεραρχικό διαχωρισμό των ευρωπαϊκών χωρών. Με αυτό τον τρόπο, οι πολίτες δεν εστιάζουν την προσοχή τους στα λάθη και στις ανεπάρκειες των εθνικών πολιτικών ηγεσιών, στις αδυναμίες του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος και στην ανάγκη συνολικής πολιτικής διαχείρισης της οικονομικής κρίσης, αλλά υπόκεινται στην ψευδαίσθηση των οικονομικών μέτρων λιτότητας που δήθεν θα συνετίσουν τους ασύνετους.

Η κλασσική μορφή του κοινωνικού αυτοματισμού στοχοποιεί τον ευρύτερο δημόσιο τομέα και το κοινωνικό κράτος πρόνοιας. Η θέση για περιορισμό του ρόλου του κράτους παρουσιάζεται αξιωματικά σαν αυταπόδεικτη και οι εργαζόμενοι που παρέχουν υπηρεσίες στο κράτος προβάλλονται συλλήβδην σαν αργόμισθοι και ένοχοι για τις άδικες απολαβές και εργασιακές σχέσεις των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα. Οι στρεβλώσεις του δημόσιου τομέα δεν διορθώνονται αλλά γενικεύονται, αφού στόχος δεν είναι η εξυγίανση της κρατικής μηχανής αλλά η άκριτη σύντμησή της προς όφελος των μεγάλων ιδιωτικών συμφερόντων που θα εξασφαλίσουν περισσότερο ζωτικό χώρο και λούμπεν εργασιακό δυναμικό. Ταυτόχρονα, οι κοινωνικές δαπάνες παρουσιάζονται σαν σπάταλη πολυτέλεια με τους δικαιούχους κοινωνικών παροχών να εικονογραφούνται ισοπεδωτικά σαν χαραμοφάηδες που απομυζούν τους πόρους των υπολοίπων. Η απουσία προγραμματισμένης αντιστάθμισης των κοινωνικών δαπανών από ένα καλύτερο δίκτυο κοινωνικής προστασίας που δεν θα βασίζεται στη χρηματοδότηση αλλά στην ουσιαστική υποστήριξη καταδεικνύει ότι στόχος δεν είναι η καλύτερη λειτουργία του κράτους πρόνοιας αλλά η κατάργησή του. Και αυτό επιτυγχάνεται με την απαξίωση των ευαίσθητων κοινωνικών ομάδων – πολύτεκνων, μονογονιών, συνταξιούχων, φοιτητών, αναπήρων, ασθενών – που χρειάζονται την υποστήριξη του κράτους.

Όμως, ο κοινωνικός αυτοματισμός ανάγεται και σε εθνικό επίπεδο, όπου οι λαοί της ευρωπαϊκής περιφέρειας παρουσιάζονται ως αποκλειστικά υπεύθυνοι για την προβληματική κατάσταση των κρατών τους λόγω της τεμπελιάς και της ασυνέπειάς τους, σε αντιδιαστολή με τα συνετά και φιλόπονα κράτη του ευρωπαϊκού πυρήνα. Αυτή η προσέγγιση αντανακλάται με σαφήνεια στη δήλωση της Αυστριακής Υπουργού Οικονομικών Μαρία Φέκτερ, που σε συνέντευξή της στην αυστριακή ραδιοφωνία ανέφερε ότι «οι Έλληνες έπεσαν από την αιώρα που ήταν ξαπλωμένοι και τώρα πρέπει, επιτέλους, να ξανασηκωθούν». Χαρακτηριστικό είναι επίσης το πρόσφατο διαφημιστικό σποτ της νορβηγικής κτηματομεσιτικής εταιρίας OBOS που παροτρύνει τους Νορβηγούς να αγοράσουν κατοικία ώστε να μην καταλήξουν όπως τους «τεμπέληδες» Ιταλούς που εξακολουθούν σε μεγάλη ηλικία να κατοικούν με τους γονείς τους. Ακόμη πιο έντονες είναι οι αναφορές εντύπων τα οποία δεν τηρούν καν τα προσχήματα, όπως η γερμανική εφημερίδα BILD που προτάσσει σταθερά τη θέση για αποβολή της Ελλάδας από τη ζώνη του ευρώ και το περιοδικό FOCUS που αποτύπωσε την Αφροδίτη της Μήλου να απευθύνει άσεμνη χειρονομία προς τον ελληνικό λαό ως απάντηση στο αίτημα για ευρωπαϊκή οικονομική βοήθεια.

Οι στίχοι του Ιάκωβου Καμπανέλλη από τη θεατρικό έργο «Ο Εχθρός Λαός»  του 1975, αποτυπώνουν με σαφήνεια τον τρόπο με τον οποίο οι εκάστοτε ισχυροί προσεγγίζουν τα δικαιώματά των πολιτών, αντιμετωπίζοντας το λαό ως το βασικό εχθρό που εμποδίζει με τις «παράλογες» απαιτήσεις του την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους: «Ήταν πατριώτη ένας λαός, ένας μεγάλος τοπικός εχθρός/ Θέλανε να 'χουν όλοι το σπιτάκι τους/ καθημερινά το μεροκαματάκι τους/ να 'χουν ακόμα κι άμα θα κακογεράσουν/ μια συνταξούλα για να μην πεινάσουν/ Θέλανε να μην περπατούν στα τέσσερα/ να σκέφτονται και να μιλούν ελεύθερα/ να κυβερνάει αυτός που θα 'χουνε διαλέξει/ κανένας πια να μην τους κοροϊδέψει/ Νιώθεις πατριώτη τι εχθρός ήτανε τούτος ο παλιολαός...». Οι πολίτες της Ευρώπης πρέπει να αντισταθούν στις πρακτικές του κοινωνικού αυτοματισμού και να εστιάσουν την κριτική τους στην ουσία της κρίσης, που είναι πρωτίστως πολιτική. Εχθροί των πολιτών δεν είναι οι  πολίτες, αλλά οι πολιτικές που οδήγησαν στην κρίση και που αναπαράγουν την κρίση.

[ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ "Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ"]

21 Οκτωβρίου 2012

Λιτότητα: Εξ ιδίων πλέον τα βέλη

Οι νεοφιλελεύθερες ιδεολογικές αγκυλώσεις που εγκλώβισαν την Ευρώπη σε μνημονιακές πολιτικές λιτότητας, αποδεικνύονται λανθασμένες και αναποτελεσματικές, αφού οδηγούν στην εμβάθυνση της ύφεσης, στη διάλυση της κοινωνικής συνοχής και στην πολιτική αποσταθεροποίηση. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αντιλαμβάνεται αυτή την πραγματικότητα και τα στελέχη του προβαίνουν σε σαφείς παραδοχές για την ανεπάρκεια των οικονομικών μέτρων που επιβλήθηκαν και επιβάλλονται στα κράτη της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Όμως η παραδοχή της πλάνης δεν είναι αρκετή. Είναι πλέον απαραίτητη η στροφή προς την ουσιαστική πολιτική αντιμετώπιση της κρίσης και η διαμόρφωση πραγματικών αναπτυξιακών προοπτικών για την Ευρώπη.

Ο πρώην εκπρόσωπος της Ελλάδας στο ΔΝΤ, Παναγιώτης Ρουμελιώτης, δήλωσε τον Ιούλιο του 2012 στους New York Times, τα εξής αναφερόμενος στο ελληνικό μνημόνιο: «Γνωρίζαμε από την αρχή πως το συγκεκριμένο πρόγραμμα ήταν αδύνατο να εφαρμοσθεί, καθώς δεν υπήρξε πουθενά ένα επιτυχές παράδειγμα, λόγω και του γεγονότος της συμμετοχής της Ελλάδας στο ευρώ, που δεν της επιτρέπει την υποτίμηση του νομίσματός της για την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας». Επιπρόσθετα, ο Παναγιώτης Ρουμελιώτης δήλωσε ότι η Τρόικα υποτίμησε τις αρνητικές συνέπειες του προγράμματος για την ελληνική οικονομία, καθώς η μεγάλη ύφεση δεν οφείλεται στη μη εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων αλλά στις μεγάλες περικοπές δαπανών που συνέβαλαν στην υφεσιακή περιδίνηση, πλήττοντας δραστικά την εσωτερική ζήτηση. 

Τον Οκτώβριο του 2012, στα πλαίσια της φθινοπωρινής συνόδου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας στο Τόκιο, η Διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ δήλωσε τα ακόλουθα σχετικά με τα ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα εφαρμογής των μνημονιακών μέτρων: «Η Ελλάδα χρειάζεται περισσότερο χρόνο και έχω σημειώσει στους Ευρωπαίους εταίρους μας ότι δύο πρόσθετα χρόνια θα βοηθήσουν πολύ και θα ήταν λογικό (να δοθούν) στην Ελλάδα ώστε να επιτύχει πράγματι τους στόχους της», αφού όπως πρόσθεσε, «όταν πολλές χώρες υιοθετούν τα ίδια μέτρα λιτότητας ταυτόχρονα, δημιουργούνται πολύ βαθύτερες συνέπειες για την ανάπτυξη». Τα στελέχη του ΔΝΤ έχουν αντίληψη των οικονομικών πραγματικοτήτων και παραδέχονται δημοσίως ότι τα μέτρα που επιβάλλονται δεν μπορούν να επιφέρουν πραγματικό θετικό αποτέλεσμα, αλλά επιβαρύνουν περαιτέρω την προβληματική οικονομική κατάσταση. Ωστόσο, η επιμονή σε αυτά διατηρείται, αφού η εφαρμογή τους εξυπηρετεί πολύ στενά συμφέροντα που έχουν να κάνουν με τη μόνιμη απορρόφηση εθνικών πόρων, με την εξαγορά εθνικών υποδομών και με τη διατήρηση της ευρωπαϊκής περιφέρειας σε ρόλο παρία.

Σύμφωνα με το Βρετανό φιλόσοφο John Stuart Mill, «όλα τα σφάλματα που είναι πιθανόν να διαπράξει κάποιος παρά τις συμβουλές και τις προειδοποιήσεις, είναι ασήμαντα εν συγκρίσει με ένα ολέθριο, πράγματι σφάλμα: να επιτρέψει δηλαδή στους άλλους να τους επιβάλλουν αυτό που εκείνοι κρίνουν ότι είναι το καλό του». Στην παρούσα συγκυρία, αυτά που οι «άλλοι» επέβαλαν για το καλό των λαών της Ευρώπης, αποδεικνύονται τραγικά λανθασμένα. Και μάλιστα, οι ίδιοι οι «άλλοι» παραδέχονται πλέον την ανεπάρκεια της επιβληθείσας πολιτικής τους.  Όμως, η παραδοχή του λάθους και οι μικρομεταστροφές, δεν διορθώνουν τη χαραγμένη λανθασμένη πορεία. Πλέον, είναι απαραίτητη η άμεση απεμπλοκή από τα αποσπασματικά οικονομικά μέτρα, από τις αδιέξοδες πολιτικές της λιτότητας και από τις αποτυχημένες νεοφιλελεύθερες πρακτικές. Σήμερα είναι απαραίτητη η συνολική πολιτική διαχείριση της οικονομικής κρίσης, για έξοδο της Ευρώπης από την ύφεση. Και η πολιτική λύση είναι εφικτή όταν υπάρχει η ανάλογη πολιτική απαίτηση από τους πολίτες και η ανάλογη πολιτική βούληση από τις ηγεσίες.

[ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ "Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ"]

7 Οκτωβρίου 2012

Η δημοκρατία δεν είναι αυτονόητη

Η δημοκρατία είναι δύσκολο και ευαίσθητο πολίτευμα που ανθίζει υπό πολλές προϋποθέσεις. Σε δύσκολες ιστορικές περιόδους, όπου οι κοινωνίες βρίσκονται αντιμέτωπες με σημαντικές προκλήσεις για την ευημερία και την ασφάλεια των πολιτών, η δημοκρατία τείνει να αντιμετωπίζεται ως περιττή πολυτέλεια που, έμμεσα ή άμεσα, τίθεται υπό αμφισβήτηση. Η εισαγωγή αυτής της αντίληψης αποτελεί το καθοριστικό βήμα ενός σκοτεινού πισωγυρίσματος προς το παρελθόν, αντί μιας ελπιδοφόρας πορείας προς το μέλλον. Και για την αναχαίτιση αυτού του πισωγυρίσματος, πρέπει οι πολίτες να τελούν σε εγρήγορση και να διαφυλάσσουν τη δημοκρατία χωρίς να τη θεωρούν αυτονόητη.

Τα απαραίτητα προαπαιτούμενα της δημοκρατίας έχουν να κάνουν κυρίως με τη θεσμική επάρκεια του κράτους, με τη συνοχή της κοινωνίας, με το επίπεδο του εκπαιδευτικού συστήματος, με την προσβασιμότητα στην πληροφόρηση και με την ποιότητα του δημόσιου διαλόγου. Ωστόσο, ιδιαίτερη προϋπόθεση για τη διατήρηση της δημοκρατίας αποτελεί ο βαθμός εμπέδωσης της ανάγκης για διαφύλαξή της, ως κινητήριας δύναμης της προόδου και της ευημερίας. Ένας συνήθης αφορισμός, προτάσσει τον περιορισμό της δημοκρατίας ως εργαλείο για αντιμετώπιση πολιτικοοικονομικών κρίσεων μέσω του απολυταρχικού συγκεντρωτισμού. Αυτό είναι ένα πολύ επικίνδυνο λάθος, αφού ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης, πρώτα και κύρια πρέπει να διαφυλάσσεται η δημοκρατία και κατόπιν ο,τιδήποτε άλλο, αφού από αυτήν θα πηγάσει η ανάκαμψη και η συνοχή, όπως θα ορίσει η λαϊκή βούληση.

Στην παρούσα συγκυρία, η μορφοποιημένη αμφισβήτηση της δημοκρατίας λαμβάνει μορφές που ξεκινούν από την αντικατάσταση της αντιπροσωπευτικότητας με εξωγενή κέντρα επιβολής πολιτικών, όπως είναι η Τρόικα, και φτάνουν μέχρι τη συγκροτημένη επανεμφάνιση των δυνάμεων της αντίδρασης που οργανώνονται υπό τη μορφή ακραίων πολιτικών σχηματισμών, όπως είναι η Χρυσή Αυγή στην Ελλάδα. Η κατάργηση της συμμετοχικότητας στη διαμόρφωση πολιτικών και στη λήψη αποφάσεων, καταργεί ένα σημαντικό δημοκρατικό κεκτημένο των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο νομπελίστας οικονομολόγος Amartya Sen, «ίσως η πιο ανησυχητική πλευρά της τρέχουσας αδιαθεσίας της Ευρώπης είναι η αντικατάσταση των δημοκρατικών δεσμεύσεων με οικονομικές υπαγορεύσεις από ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και έμμεσα από οίκους αξιολόγησης, οι εκτιμήσεις των οποίων έχουν υπάρξει περιβόητα εσφαλμένες.» Ταυτόχρονα, η δυσαρέσκεια των πολιτών έναντι του υφιστάμενου πολιτικού προσωπικού αντανακλά παρετυμολογικά στο δημοκρατικό πολίτευμα εν γένει, με αποτέλεσμα την όξυνση της αγανάκτηση και της απεγνωσμένης αναζήτησης, που οδηγούν στην «αποδαιμονοποίηση»  της ακροδεξιάς η οποία αποκτά θεσμικό ρόλο ως νομιμοποιημένη πολιτική επιλογή. Όμως, παρά το ότι οι δυνάμεις της αντίδρασης συμμετέχουν στη δημοκρατική διαδικασία χωρίς κατ’ ανάγκην να δηλώνουν την πρόθεσή τους για κατάλυσή της, χρησιμοποιούν πρακτικές και διαθέτουν ατζέντα που οδηγεί εκ των πραγμάτων προς αυτή την κατεύθυνση.

Ο συνδυασμός της αναστολής των δημοκρατικών διαδικασιών κοινωνικής διαβούλευσης  με την ενδυνάμωση των φασιστικών ακροδεξιών πολιτικών σχημάτων, συναποτελούν ένα εκρηκτικό κοκτέιλ που απειλεί σοβαρά την ευρωπαϊκή δημοκρατία. Δυστυχώς, ενώ οι πολίτες απομακρύνονται από τη διαμόρφωση πολιτικών και ενώ οι ακραίοι σχηματισμοί διευρύνουν επικίνδυνα το εκλογικό τους ακροατήριο, ο δημοκρατικός κόσμος σφυρίζει αδιάφορα υποτιμώντας τον κίνδυνο. Η διαφύλαξη του δημοκρατικού πολιτεύματος από τις διαφόρων ειδών επιβουλές, είναι υποχρέωση όλων. Επειδή, όπως γράφει ο ποιητής, «ένας φασίστας που είναι απλώς ένας φασίστας, είναι απλώς ένας φασίστας, ενώ ένας δημοκράτης που είναι απλώς ένας δημοκράτης, είναι πολύ χειρότερος από ένα φασίστα».

[Εφημερίδα "Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ"]

30 Σεπτεμβρίου 2012

Η καλύτερη γενιά στη χειρότερη συγκυρία

Οι κοινωνιολόγοι την ονομάζουν «Γενιά Υ (Generation Y)» ή «Παιδιά του ’80 (Eighties Babies)» ή «Γενιά της Χιλιετίας (Millennial Generation)». Προσωπικά θεωρώ ότι είναι η «καλύτερη γενιά» που υπήρξε ποτέ, επειδή συγκεντρώνει τα καλύτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά σε σχέση με όλες τις προηγούμενες. Όμως, η «καλύτερη γενιά» καλείται να ζήσει και να δημιουργήσει στη χειρότερη συγκυρία. Έτσι, είναι μια πολύ θυμωμένη γενιά. Και σύντομα θα μετατραπεί στη «γενιά της οργής».

Αυτή η γενιά συγκεντρώνει τα πιο θετικά χαρακτηριστικά επειδή αποτελεί το προϊόν της στοχευμένης επένδυσης των προηγούμενων γενεών, που επέλεξαν συνειδητά και με πολλές θυσίες να προσφέρουν στα παιδιά τους όλες τις ευκαιρίες που μπορούσαν να προσφερθούν. Και τους προσέφεραν πολλά. Αυτή η γενιά είναι πιο μορφωμένη, με σπουδές στα καλύτερα πανεπιστήμια και στα πιο εξειδικευμένα ακαδημαϊκά προγράμματα. Έχει ταξιδέψει παντού και έχει γνωρίσει διαφορετικούς πολιτισμούς, διαφορετικές κουλτούρες και διαφορετικές νοοτροπίες. Μπορεί να μιλά ξένες γλώσσες, να επικοινωνεί με ανθρώπους από όλο τον κόσμο και να αξιοποιεί την καταγεγραμμένη γνώση που βρίσκεται στις βιβλιοθήκες της ανθρωπότητας. Έχει εμπειρίες εργασίας στο εξωτερικό, συμμετοχής σε ερευνητικά προγράμματα, σε εθελοντικές δραστηριότητες, σε συνέδρια, σε αθλητικές διοργανώσεις. Είναι απόλυτα εξοικειωμένη με την τεχνολογία και μπορεί να αξιοποιεί σε απόλυτο βαθμό τις δυνατότητες που προσφέρει ο ψηφιακός κόσμος. Έχει ελεύθερη πρόσβαση στην πληροφόρηση, μπορώντας να συγκεντρώνει και να αξιολογεί επίκαιρες γνώσεις για να διαθέτει ενημερωμένη άποψη.  Βρίσκεται σε αρμονία με τα διεθνή ρεύματα και τις παγκόσμιες τάσεις, αντιλαμβανόμενη τη θέση της στο παγκόσμιο περιβάλλον, χωρίς να παραμένει εγκλωβισμένη στο νησιωτικό μικρόκοσμο του παρελθόντος. Διαθέτει καλπάζουσα δημιουργικότητα και όνειρα για το μέλλον που δεν περιορίζονται στα στενά πλαίσια της επαγγελματικής αποκατάστασης αλλά εκτείνονται πολύ πιο μακριά. Αλλά κυρίως, τολμά να σκέφτεται κριτικά και να μην αντιλαμβάνεται την εκάστοτε εξουσία ως αλάθητο αντικείμενο θαυμασμού.

Όμως, αυτή η γενιά βρίσκεται ενώπιον της χειρότερης πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής συγκυρίας, που την εμποδίζει από την υλοποίηση της προοπτικής της. Η αξία της εργασίας των νέων ανθρώπων υποτιμάται, έτσι ώστε το ποιοτικό ανθρώπινο δυναμικό να πληρώνεται λιγότερο, ενώ τα εργασιακά δικαιώματα των νέων είναι τα πρώτα που τίθενται υπό αμφισβήτηση. Η αναξιοκρατία και οι κανόνες ενός συστήματος που δεν βασιζόταν στην αριστεία αλλά στις καλές προσβάσεις, δεν αφήνουν τους καλύτερους να προχωρήσουν και να προσφέρουν, αλλά τους κρατούν δέσμιους της ημετεροκρατίας και της μετριοκρατίας. Η ηλικία συνταξιοδότησης αυξάνεται μονομερώς και οι αλλαγές στο συνταξιοδοτικό επηρεάζουν πρωτίστως τους νέους. Μέτρα κοινωνικής πολιτικής όπως η φοιτητική χορηγία, το επίδομα τέκνου και οι υποτροφίες, περιορίζονται ή καταργούνται. Η φούσκα στις τιμές των ακινήτων εκτόξευσε το κόστος απόκτησης κατοικίας στα ύψη και κατέστησε απαγορευτική την αγορά ιδιόκτητης στέγης. Οι προϋπολογισμοί των δημόσιων πανεπιστημίων μειώνονται, ενώ ο ελλειμματικός σχολικός επαγγελματικός προσανατολισμός μετέτρεψε χιλιάδες νέους επιστήμονες σε ανενεργό εθνικό πλούτο. Και ενώ συντρέχουν αυτές οι καταστάσεις, οι νέοι απουσιάζουν από τα κέντρα διαμόρφωσης και λήψης αποφάσεων, όπου προωθούνται πολιτικές που τους αφορούν χωρίς να είναι παρόντες.

Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα την εκτόξευση στα ύψη της ανεργίας μεταξύ των νέων, που οδηγούνται στην υποαπασχόληση, στη μετανάστευση και στην κατάθλιψη. Η απογοήτευση από τις δυνατότητες του συστήματος για την παροχή δυνατοτήτων για εργασία προς ενεργοποίηση αποκτημένων γνώσεων και προσόντων, οδηγεί στην αποστασιοποίηση από τα κοινά και στην απαξίωση του πολιτικού συστήματος που δεν καταφέρνει να δώσει στη νέα γενιά την ευκαιρία και τη δυνατότητα για να φτιάξει μια καλύτερη χώρα. Με αποτέλεσμα οι νέοι να είναι πολύ θυμωμένοι. Όμως αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Όπως ψιθυρίζει ο Zack de la Rocha των Rage Against the Machine στο κομμάτι Freedom, «ο θυμός είναι δώρο...». Η δημιουργική οργή μπορεί να λειτουργήσει ως η δύναμη που θα κάνει την ιστορία να κινηθεί. Επειδή η πολλή στασιμότητα έφερε το τέλμα στο οποίο  βρίσκεται σήμερα η χώρα και στο οποίο βυθίζεται η καλύτερη γενιά, που μετατρέπεται ορμητικά στη «γενιά της οργής».

[ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ "Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ"]

Η ανέμελη δημοκρατία κινδυνεύει περισσότερο

Η ανέμελη αυτοπεποίθηση της δημοκρατίας οδηγεί στην υποτίμηση των κινδύνων που την απειλούν, με αποτέλεσμα η ετεροχρονισμένη αντίδραση να είναι αρχικά ανεπαρκής και τελικά άνευ αντικειμένου. Επειδή, δυστυχώς, η ιστορία επιβεβαιώνει αυτή την πραγματικότητα, οι πολίτες οφείλουν να φροντίσουν ώστε το ιστορικό προηγούμενο να μην επαναληφθεί, ούτε ως τραγωδία, ούτε ως κωμωδία. Το κοντινό παράδειγμα της Ελλάδας, όπου η Χρυσή Αυγή σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα υπερπολλαπλασίασε την εκλογική της δύναμη και ενέτεινε την άνομη δράση της είναι χαρακτηριστικό και προς αποφυγήν. Όμως το ακόλουθο ιστορικό περιστατικό αποτυπώνει με ακόμη μεγαλύτερη γλαφυρότητα την υποτίμηση κινδύνου που οδήγησε στο μεγαλύτερο αιματοκύλισμα του 20ου αιώνα, έχοντας ως αφετηρία τη Γερμανία του μεσοπολέμου, όπου οι κοινωνικές, οι πολιτικές και οι οικονομικές συνθήκες δεν διαφέρουν πολύ από τις σημερινές.

Ο σπουδαίος μεξικανός ζωγράφος Ντιέγκο Ριβέρα, επισκεπτόμενος τη Γερμανία το 1928, ήταν παρών σε μια μαζική συγκέντρωση με ομιλητή τον Αδόλφο Χίτλερ, σε μια περίοδο κατά την οποία προέκυψε ενός είδους ανοχή ανάμεσα στους ναζί, στους κομμουνιστές, και σε άλλες ομάδες πολιτών, «ενάντια στους διεφθαρμένους ρεφορμιστές και στους σοσιαλδημοκράτες» [Rivera, D. (1960) My Art, my Life: Αn Αutobiography, μτφ. Χρίστος Κεφαλής, Ενθέματα]. Οικοδεσπότες και συνοδοί του Ριβέρα ήταν τα ηγετικά στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας, Βίλι Μίντσενμπεργκ και  Έρνεστ Τέλμαν. Στη συγκέντρωση ήταν παρόντες πέραν των 25000 κομμουνιστών εργατών και ο Χίτλερ πορεύθηκε στο χώρο συνοδευόμενος από περίπου 1000 άνδρες. Σύμφωνα με τον Ριβέρα, οι ηγέτες της αριστεράς κορόιδευαν τον «αστείο ανθρωπάκο» που ετοιμαζόταν να εκφωνήσει την ομιλία του και ειρωνεύονταν εκείνους που τον θεωρούσαν απειλή, χαρακτηρίζοντάς τους ως «δειλούς» ή «ανόητους».

Στην αρχή της ομιλίας του Χίτλερ, μέρος των κομμουνιστών εργατών τον αποδοκίμασε, αλλά στη συνέχεια επικράτησε σιωπή. Η θεατρική παρουσία του Χίτλερ και ο ακραίος λόγος του ενάντια στο πολιτικό σύστημα συνεπήραν τους παρευρισκόμενους. Οι ομάδες της κομμουνιστικής νεολαίας είχαν εντολή να τον γιουχαΐσουν, όμως μετά το τέλος της ομιλίας του δεν το έπραξαν. Αντίθετα ακολούθησε ένα ορμητικό χειροκρότημα. Ο Τέλμαν και ο Μίντσενμπεργκ γελούσαν και κορόιδευαν τον Χίτλερ όμως ο Ριβέρα ήταν ανήσυχος. Ο Μίντσενμπεργκ τον ρώτησε: «Ντιέγκο, τι τρέχει με σένα;». Ο Ριβέρα απάντησε: «Αυτό που τρέχει είναι ότι με κατακλύζει ένα προαίσθημα. Το προαίσθημα ότι, αν οι ένοπλοι κομμουνιστές άφηναν σήμερα τον Χίτλερ να φύγει ζωντανός, θα μπορούσε να ζήσει για να κόψει τα κεφάλια των συντρόφων μου σε λίγα χρόνια». Ο Μίντσενμπεργκ γέλασε δυνατά, επαίνεσε τη ζωηρή καλλιτεχνική φαντασία του Ριβέρα και σχολίασε: «Θα πρέπει να αστειεύεσαι! Δεν άκουσες τον Χίτλερ να μιλά; Δεν κατάλαβες, από όσα σου μετέφραζα, τι ανοησίες έλεγε;». Ο Ριβέρα, ακόμα πιο αναστατωμένος, επέμεινε:  «Μα αυτές οι ανοησίες γεμίζουν επίσης τα κεφάλια των ακροατών που είναι κυριευμένοι από την πείνα και το φόβο. Ο Χίτλερ τους υπόσχεται μια αλλαγή. Μπορεί να δώσει τροφή στους πεινασμένους Γερμανούς εργάτες, να τους πείσει να πάνε με το μέρος του και να στραφούν ενάντια σε εμάς. Επιτρέψτε μου να τον πυροβολήσω εγώ τουλάχιστον. Θα αναλάβω την ευθύνη. Είναι ακόμα εντός εμβέλειας!»

Αυτή η τοποθέτηση του Ριβέρα ήταν το αποκορύφωμα, που έκανε την κομμουνιστική ηγεσία να ξεσπάσει σε δυνατά γέλια και τον Τέλμαν να πει καταληκτικά:  «Φυσικά, είναι καλύτερα να έχεις κάποιον πάντα έτοιμο να βγάλει από τη μέση τον κλόουν. Μην ανησυχείτε, όμως. Σε λίγους μήνες θα έχει τελειώσει, και τότε θα είμαστε σε θέση να πάρουμε την εξουσία». Φεύγοντας, ο Χίτλερ στράφηκε προς το πλήθος της πλατείας, στο οποίο απεύθυνε το ναζιστικό χαιρετισμό. Το πλήθος αντί να τον αποδοκιμάσει, ζητωκραύγασε παραληρηματικά. Ο Μίντσενμπεργκ κοντοστάθηκε και κοίταξε το Ριβέρα προβληματισμένος. Ο Τέλμαν, παρακολουθώντας τη σκηνή, χαμογέλασε και είπε στα Ρώσικα: «Νιτσεβο, Νιτσεβό...» (Δεν είναι τίποτα, δεν είναι τίποτα). Μερικά χρόνια αργότερα, ο Ντιέγκο Ριβέρα στο έργο του Panamerican Unity (1940) κατέγραψε την απέχθειά του για τον ολοκληρωτισμό οποιασδήποτε απόχρωσης, απεικονίζοντας τον Χίτλερ, το Μουσολίνι και το Στάλιν οπλισμένους με αιμοβόρα εργαλεία να απειλούν την ανθρωπότητα. Ο Μίντσενμπεργκ ήταν ήδη νεκρός με εντολές του Στάλιν και ο Τέλμαν βρισκόταν φυλακισμένος σε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπούχενβαλντ, αναμένοντας την εκτέλεσή του, με οδηγίες του Χίτλερ, η οποία συνέβηκε το 1944.

Συνήθως, όταν απειλείται η δημοκρατία, υπάρχει μια σημαντική διαφορά φάσης στην αντίληψη της απειλής και μια ακόμη σημαντικότερη καθυστέρηση στην αντιμετώπιση της συντελούμενης επίθεσης. Σήμερα οι πολίτες, διδασκόμενοι από την ιστορία, οφείλουν να αντισταθούν και να αντιδράσουν στη νεκρανάσταση των ακραίων δυνάμεων που εποφθαλμιούν τη δημοκρατία. Η Ευρώπη, η Ελλάδα και η Κύπρος έχουν διαχρονικά υποφέρει πολύ από αυτού του είδους τις πρακτικές. Ο δημοκρατικός κόσμος οφείλει, έγκαιρα και αποτελεσματικά, να περιθωριοποιήσει και να απαξιώσει αυτές τις ομάδες εν τη γενέσει τους. Διαφορετικά, το σύντομο μέλλον θα καταδείξει ότι η ανεμελιά του δημοκρατικού κόσμου θα αποτελέσει βατήρα για το άλμα του φασισμού από τα χρονοντούλαπα της ιστορίας προς το μέλλον.

[ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ "ΠΟΛΙΤΗΣ"]

23 Σεπτεμβρίου 2012

Απαραίτητες προϋποθέσεις ομαλής προσαρμογής

Η ομαλή προσαρμογή της κυπριακής οικονομίας στις σημερινές αναγκαιότητες είναι απαραίτητη για τη δημιουργία αναπτυξιακών προοπτικών και για έξοδο από την κρίση. Η απότομη, αμετροεπής και μονομερής εισαγωγή οικονομικών μέτρων, θα βυθίσει την Κύπρο βαθύτερα στην ύφεση. Στα πλαίσια της διαπραγμάτευσης για την τελική διαμόρφωση του κυπριακού Μνημονίου, πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη το χρονικό εύρος εισαγωγής και εφαρμογής των οικονομικών μέτρων, η διαδοχή της εφαρμογής των οικονομικών μέτρων, και κυρίως, ο ρόλος της κοινωνίας στη διαμόρφωση των οικονομικών μέτρων.

Η πρόσφατη εμπειρία της ευρωπαϊκής περιφέρειας καταδεικνύει ότι η σκληρή και απότομη εισαγωγή οικονομικών μέτρων σε στενό χρονικό περιθώριο τριετίας, επιφέρει πολύ αρνητικά αποτελέσματα. Ο Χριστόφορος Πισσαρίδης, υποστηρίζει ότι η απότομη εφαρμογή των μέτρων στον ευρωπαϊκό νότο έφερε αποτελέσματα αντίθετα από τα προσδοκώμενα: «Η εφαρμογή των μέτρων έγινε απότομα στην αρχή, με αποτέλεσμα να προκληθεί τέτοια ύφεση στην οικονομία και τέτοια άνοδος στην ανεργία που δύσκολα θα εξέλθουμε από αυτή την κατάσταση». Ακόμη, σημειώνει ότι «η λιτότητα οδήγησε τις οικονομίες σε ύφεση, με αποτέλεσμα να είναι πολύ πιο δύσκολο οι μεταρρυθμίσεις να φέρουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα». Σήμερα, η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να αξιοποιήσει αυτά τα δεδομένα και να διεκδικήσει επιμηκυμένο χρονικό διάστημα προσαρμογής, το οποίο να έχει εύρος τουλάχιστον πενταετίας, ώστε να μην επαναληφθεί η εμβάθυνση της ύφεσης που συνέβηκε σε άλλες χώρες.

Επιπρόσθετα, είναι σημαντικό να καθοριστεί ορθολογικά η διαδοχή των μέτρων που θα ληφθούν, ώστε να εφαρμοστούν εγκαίρως τολμηρές διαρθρωτικές αλλαγές, οι οποίες θα διορθώσουν τις υφιστάμενες παθογένειες και θα οδηγήσουν στην παραγωγική αναδιάρθρωση της χώρας. Όμως, η εφαρμογή μέτρων λιτότητας θα ναρκοθετήσει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και θα τις καταστήσει θνησιγενείς. Ο Χριστόφορος Πισσαρίδης, τονίζει ότι ήταν λάθος που μέχρι σήμερα τα μέτρα λιτότητας προηγούνταν ή συνέπιπταν με τις διαρθρωτικές αλλαγές  και σημειώνει ότι ««η λιτότητα οδήγησε τις οικονομίες σε ύφεση, με αποτέλεσμα να είναι πολύ πιο δύσκολο οι μεταρρυθμίσεις να φέρουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα», αφού «οι διαρθρωτικές αλλαγές απαιτούν περισσότερο χρόνο για να φέρουν αποτελέσματα». Η Κύπρος πρέπει να προχωρήσει σε σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές οι οποίες δεν πρέπει να θυσιαστούν στο βωμό της λιτότητας, αλλά να προωθηθούν άμεσα ώστε να καταστούν αποτελεσματικές.

Πέρα από αυτά όμως,  πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη η αναγκαιότητα της συμμετοχικότητας στη διαμόρφωση των οικονομικών μέτρων, η οποία δεν πρέπει να διεξαχθεί ερήμην της κοινωνίας. Ο κοινωνικός διάλογος είναι μια κατάκτηση των αναπτυγμένων κοινωνιών που διαχωρίζει τον πολιτισμό από τη βαρβαρότητα, όπου ο εκάστοτε ισχυρός επιβάλει τη θέλησή του στον αδύνατο. Η μονομερής εφαρμογή οικονομικών μέτρων που επηρεάζουν αρνητικά ομάδες εργαζομένων και ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες, θα προκαλέσει με μαθηματική ακρίβεια σοβαρή κοινωνική αναταραχή, η οποία θα βλάψει περαιτέρω την κυπριακή οικονομία. Είναι απαραίτητη η άμεση πραγματοποίηση σοβαρού κοινωνικού διαλόγου για διαβούλευση με το σύνολο των κοινωνικών εταίρων, ώστε να προκύψουν οι απαραίτητες κοινωνικές συναινέσεις που θα επιτρέψουν τη συνέχιση της εργατικής ειρήνης και της πολιτικής ομαλότητας.

Η ομαλή προσαρμογή της κυπριακής οικονομίας και η δημιουργία προοπτικών ανάπτυξης απειλούνται από την εμμονή σε πολιτικές που έχουν δοκιμαστεί και έχουν αποτύχει. Οι πολιτικές ηγεσίες πρέπει να αφουγκραστούν τα μηνύματα των καιρών και να διαπραγματευτούν την πορεία προς την εισαγωγή οικονομικών μέτρων με ορθολογισμό, με αντίληψη των νέων πραγματικοτήτων και με σεβασμό στην κοινωνία. Σε διαφορετική περίπτωση, η ύφεση θα καταστεί χειρότερη και η έξοδος από αυτήν δυσχερέστερη. 

[ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ "Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ"]

16 Σεπτεμβρίου 2012

Επικίνδυνες οι ιδιωτικοποιήσεις δημοσίων υποδομών

Ο περιορισμός του κράτους στον ελάχιστο δυνατό βαθμό, αποτελεί βασική παράμετρο της νεοφιλελεύθερης προσέγγισης των πραγμάτων. Στα πλαίσια αυτής της προσέγγισης προωθείται η πρακτική των ιδιωτικοποιήσεων, υπό το πρόσχημα της καλύτερης διαχείρισης και της αυξημένης ανταγωνιστικότητας, με υποτιθέμενους κερδισμένους τον καταναλωτή (που προσδοκά καλύτερες υπηρεσίες σε χαμηλότερες τιμές) και το κράτος (που προσδοκά εφάπαξ έσοδα ανάλογα με την αξία της πράξης) . Όμως, αυτή η προσέγγιση δεν εξυπηρετεί απαραίτητα το δημόσιο συμφέρον, αφού ούτε οι πολίτες θα αγοράζουν σε χαμηλότερες τιμές, ούτε οι υπηρεσίες θα γίνουν ποιοτικότερες, ούτε το κράτος θα εισπράξει αυτά που του αναλογούν.

Η ουσία των ιδιωτικοποιήσεων αφορά την πώληση δημοσίων υποδομών που μπορούν να αποφέρουν πολύ σημαντικό οικονομικό όφελος στους αγοραστές τους. Οι βασικές δημόσιες υποδομές είναι το δίκτυο παροχής ηλεκτρισμού, το δίκτυο τηλεπικοινωνιών και διαδικτύου, το δίκτυο παροχής νερού, το οδικό δίκτυο και τα λιμάνια. Η διαχείριση αυτών των δημόσιων υποδομών γίνεται από την πολιτεία, κατά βάση μέσω της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων, των Συμβουλίων Υδατοπρομήθειας, του Τμήματος Δημοσίων Έργων και της Αρχής Λιμένων. Μέσω των ιδιωτικοποιήσεων, η ιδιοκτησία και η διαχείριση των δημοσίων υποδομών θα αφαιρεθούν από την Κυπριακή Δημοκρατία και θα μεταφερθούν σε ιδιώτες, ντόπιους ή ξένους.

Η ιδιωτικοποίηση δημοσίων υποδομών θα προκαλέσει σοβαρά προβλήματα σε διάφορα επίπεδα. Κατ’ αρχήν, η ιδιωτική διοίκηση σε αντιδιαστολή με τη δημόσια διοίκηση δεν είναι εξ’ ορισμού καλύτερη. Εάν ίσχυε αυτό, τότε καμία ιδιωτική επιχείρηση δεν θα πτώχευε αλλά θα ήταν όλες κερδοφόρες. Εξάλλου, το πρόσφατο παράδειγμα του τραπεζικού τομέα καταδεικνύει ότι ο ιδιωτικός τομέας δεν διαθέτει το διοικητικό αλάθητο, ιδιαίτερα όταν το κέρδος αποτελεί αυτοσκοπό. Πέρα από αυτό όμως, οι ιδιώτες που θα αγοράσουν τις δημόσιες υποδομές θα ασκούν φυσική μονοπωλιακή δραστηριότητα αφού θα διαχειρίζονται το μοναδικό δίκτυο παροχής ηλεκτρισμού, το μοναδικό δίκτυο τηλεπικοινωνιών, το μοναδικό δίκτυο ύδρευσης, το μοναδικό οδικό δίκτυο και το μοναδικό δίκτυο μεταφορών. Εφόσον δεν θα δημιουργηθούν άλλες εναλλακτικές υποδομές για να δράσουν ανταγωνιστικά, οι νέοι ιδιοκτήτες των δημοσίων υποδομών θα επιδιώκουν τη μεγιστοποίηση του κέρδους τους, υπό τη διαμαρτυρία του κράτους και των πολιτών. Ταυτόχρονα, οι εργαζόμενοι θα θυματοποιηθούν, αφού ο νέος εργοδότης θα επιδιώξει την ελαχιστοποίηση του εργασιακού κόστους απολύοντας προσωπικό, μειώνοντας μισθούς και καταργώντας εργασιακά δικαιώματα, ενώ οι μισθοί των “golden boys” που θα αναλάβουν την ανώτατη διοίκηση θα είναι υψηλότατοι και υπερπολλαπλάσιοι των υπολοίπων εργαζομένων. Υπό αυτές τις συνθήκες, θα περιοριστεί ουσιαστικά η αναβάθμιση των δημοσίων υποδομών και η διεύρυνση της παροχής υπηρεσιών στο σύνολο της κυπριακής επικράτειας, λόγω της μονοπωλιακής χρήσης τους και εξαιτίας της ελλειμματικής κοινωνικής ευθύνης. Ακόμη, σε περιόδους ενδεχόμενης επιβουλής της εθνικής κυριαρχίας, η έλλειψη κρατικής διαχείρισης των δημόσιων υποδομών θα απειλήσει την εθνική ασφάλεια και θα περιορίσει ουσιαστικά τις δυνατότητες αντιμετώπισης κρίσεων. Τέλος, η πρόσφατη διεθνής εμπειρία δείχνει ότι η αδιαφάνεια των ιδιωτικοποιήσεων δημιουργεί σοβαρές υπόνοιες διαπλοκής και διαφθοράς, με σημαντικές απώλειες για το κράτος, ενώ η ύφεση στην οικονομία και η εσωτερική υποτίμηση αξιοποιούνται από τους επίδοξους αγοραστές για εξασφάλιση εξευτελιστικά χαμηλών τιμών εξαγοράς των δημοσίων υποδομών.

Οι δημόσιες υποδομές ανήκουν στους πολίτες και τις διαχειρίζεται το κράτος. Οι δημόσιες υποδομές έχουν στρατηγική σημασία για την παραγωγική ανασυγκρότηση και την αναπτυξιακή ανάκαμψη της χώρας και δεν πρέπει να εκχωρηθούν πουθενά. Οι πωλήσεις δημοσίων υποδομών δεν αποτελούν ορθή επιλογή, επειδή δεν θα υποβοηθήσουν την κοινωνία και τους πολίτες. Αντίθετα, θα εξυπηρετήσουν μόνο αυτούς που θα συμμετάσχουν στο μεγάλο φαγοπότι των ιδιωτικοποιήσεων.

[ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ "Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ"]

2 Σεπτεμβρίου 2012

Μειώσεις δαπανών υψηλής προστιθέμενης αξίας

Η άκριτη μείωση των δημοσίων δαπανών βλάπτει σοβαρά την προσπάθεια της Κυπριακής Δημοκρατίας για έξοδο από την ύφεση, αφού κατά τα τελευταία χρόνια μειώνονται αλόγιστα οι δαπάνες σε τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας, όπως είναι η νεανική επιχειρηματικότητα, η έρευνα και η καινοτομία, η δημόσια τριτοβάθμια εκπαίδευση και η ενίσχυση των άριστων φοιτητών. Ήδη, μέσα από τους Κρατικούς Προϋπολογισμούς των προηγούμενων χρόνων, έγιναν σημαντικές μειώσεις σε αυτούς τους τομείς, βλάπτοντας την προοπτική της αναπτυξιακής και παραγωγικής ανασυγκρότησης της Κύπρου.

Η ενίσχυση της νεανικής επιχειρηματικότητας είναι πολύ σημαντική για την ανάπτυξη και την αξιοποίηση του ποιοτικού ανθρώπινου δυναμικού που διαθέτει η Κύπρος, το οποίο δεν πρέπει να παραμένει ανενεργό. Το 2007 λειτούργησε για πρώτη φορά το Σχέδιο Ενίσχυσης της Νεανικής Επιχειρηματικότητας, παρέχοντας κίνητρα υπό την μορφή χρηματοδοτικών ενισχύσεων και εκπαιδευτικών σεμιναρίων κατάρτισης, για τη δημιουργία νέων και βιώσιμων επιχειρήσεων από νέους επιχειρηματίες ηλικίας 20 έως 39 ετών. Το Σχέδιο λειτούργησε αποδοτικά και έδωσε ώθηση σε πολλές νέες μικρές επιχειρήσεις, ενώ η βελτίωση και η αναβάθμισή του θα μπορούσαν να το καταστήσουν αποτελεσματικότερο. Ωστόσο, το 2009 ήταν η τελευταία χρονιά που εκδόθηκε πρόσκληση για συμμετοχή στο Σχέδιο, το οποίο από τότε παραμένει κλειστό, στα πλαίσια της εφαρμοζόμενης πολιτικής για άκριτη μείωση των δημοσίων δαπανών, αποστερώντας από τους νέους τη δυνατότητα αξιοποίησής του.

Στο σύγχρονο κόσμο, είναι πολύ σημαντική η επένδυση στους τομείς της έρευνας και της καινοτομίας. Δυστυχώς, στην Κύπρο συμβαίνει το αντίθετο, αφού κατά τα τελευταία χρόνια μειώθηκαν περαιτέρω οι σχετικές δαπάνες, που το 2009 βρίσκονταν ήδη στο 0,49% του ΑΕΠ, τοποθετώντας την Κύπρο στις τελευταίες θέσεις της ΕΕ και πολύ πιο χαμηλά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (2,01%). Οι αρμόδιοι εξειδικευμένοι φορείς, το Ίδρυμα Προώθησης Έρευνας και το Κυπριακό Ερευνητικό και Ακαδημαϊκό Δίκτυο, δεν ενισχύθηκαν και δεν υποστηρίχθηκαν κατάλληλα με αποτέλεσμα τον περιορισμό του ρόλου και των δυνατοτήτων τους. Ο Προϋπολογισμός του 2012 προνοούσε ότι η κρατική χορηγία προς το Ίδρυμα Προώθησης Έρευνας μειώνεται κατά €4.8 εκ., σε σχέση με το 2011, ποσό που ισοδυναμεί με μείωση ύψους 25.53%, ενώ σε σχέση με το 2009 η χορηγία είναι μειωμένη κατά €11.4 εκ., δηλαδή κατά 44,88%. Ταυτόχρονα, η κρατική χορηγία προς το Κυπριακό Ερευνητικό και Ακαδημαϊκό Δίκτυο είναι μειωμένη κατά €2 εκ, ποσό που ισοδυναμεί με μείωση της τάξης του 25%.

Η δημόσια τριτοβάθμια εκπαίδευση αποτελεί κεντρικό πυλώνα για τη διαμόρφωση ποιοτικού και εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού και η Κύπρος κατά τις προηγούμενες δεκαετίες προόδευσε πολύ, διαθέτοντας πλέον τρία δημόσια πανεπιστήμια. Όμως, κατά τα τελευταία χρόνια ,μειώθηκαν κάθετα οι δαπάνες που αφορούν τη δημόσια τριτοβάθμια εκπαίδευση, όπου για το 2012 η περικοπή στα κονδύλια των δημοσίων πανεπιστημίων αγγίζει τα €16.2 εκ. και ισοδυναμεί με μείωση 13,2% σε σχέση με τον Προϋπολογισμό του 2011. Κατά το 2011, οι δαπάνες για τα δημόσια πανεπιστήμια είχαν ήδη μειωθεί κατά πολύ, αφού ο Προϋπολογισμός του 2012 συγκρινόμενος με τον αντίστοιχο του 2010 προνοεί μείωση ύψους €24.5 εκ. που ισοδυναμεί με 18,7%. Επίσης, κατά την ίδια περίοδο μειώθηκαν πολύ οι υποτροφίες προς τους άριστους φοιτητές, αφού για το 2012 μειώθηκαν τα κονδύλια του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών κατά €1.9 εκ., σε σχέση με το 2011, ποσό που ισοδυναμεί με μείωση 16.30%, ενώ σε σχέση με το 2010, ο προϋπολογισμός του ΙΚΥ είναι μειωμένος κατά €2.9 εκ., ισοδυναμώντας με μείωση 22,92%.

Για την έξοδο από την οικονομική κρίση και την ύφεση, είναι απαραίτητη η στρατηγική επένδυση σε τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας, ώστε να αξιοποιηθούν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που διαθέτει η Κύπρος. Δυστυχώς, η επικρατούσα εμμονή στην άκριτη μείωση των δημοσίων δαπανών εμποδίζει τη χώρα από την αξιοποίηση αυτών των πλεονεκτημάτων και παρασύρει την Κύπρο σε πολιτικές που έχουν ήδη δοκιμαστεί και έχουν αποτύχει. Οι μειώσεις δαπανών σε τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας δεν βοήθησαν την Κύπρο, αλλά αντίθετα την έβλαψαν πολύ. Και οι επιπρόσθετες μειώσεις δαπανών σε αυτούς τους τομείς θα βλάψουν την Κύπρο περισσότερο . Σήμερα, ενόψει της διαμόρφωσης του Προϋπολογισμού του 2013 και της συζήτησης σχετικά με το Μνημόνιο, οι πολιτικές ηγεσίες πρέπει να λειτουργήσουν δημιουργικά ώστε να δώσουν στην Κύπρο πραγματικές προοπτικές ανάκαμψης και ανάπτυξης. Σε διαφορετική περίπτωση, η ύφεση θα βαθύνει περισσότερο.

[ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ "Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ"]

26 Αυγούστου 2012

Η τραγική φαιδρότητα των μέτρων λιτότητας


Η προσήλωση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων σε ευφάνταστα μέτρα δημοσιονομικής λιτότητας, οδηγεί στην εφαρμογή αποσπασματικών πολιτικών που μοιάζουν φαιδρές και σουρεαλιστικές,  όπως είναι η φορολόγηση του προγεύματος των μαθητών στην Ισπανία και η πώληση ιστορικών δημοσίων κτιρίων ή η κατάργηση αργιών στην Ιταλία. Όμως, η φαιδρότητα των μέτρων λιτότητας γίνεται τραγική όταν οι περικοπές στη στελέχωση νοσοκομείων οδηγούν μικρά παιδιά στο θάνατο, όπως συνέβηκε πρόσφατα στην Αγγλία.

Στην Ισπανία, προωθείται η επιβολή ειδικού ημερήσιου φόρου ύψους μέχρι και 3 ευρώ για τους μαθητές των δημοσίων σχολίων που φέρνουν φαγητό από το σπίτι τους. Λόγω της οικονομικής κρίσης, πολλοί Ισπανοί γονείς ετοιμάζουν από το σπίτι φαγητό για τα παιδιά τους, ώστε να μην ξοδεύουν περισσότερα χρήματα αγοράζοντας φαγητό από τις καντίνες των σχολείων, όπου το κόστος για κάθε γεύμα υπολογίζεται περίπου στα 6 ευρώ. Σύμφωνα με τα ισπανικά μέσα ενημέρωσης, οι αρχές της Καταλωνίας έχουν ήδη ανακοινώσει ότι όσοι μαθητές φέρνουν μαζί το φαγητό τους, θα πληρώνουν ημερήσιο τέλος ύψους 3 ευρώ, ενώ παρόμοια μέτρα προωθούνται προς υιοθέτηση και στη Βαλένθια, όπου το χαράτσι τοποθετείται στα 1,45 ευρώ ανά μαθητή, ενώ ανάλογη συζήτηση γίνεται στη Μαδρίτη.

Στην Ιταλία, σύμφωνα με το τηλεοπτικό δίκτυο Canale 5, σχεδιάζεται αύξηση των εργάσιμων ημερών κατά επτά ημέρες ετησίως. Σε πρώτη φάση προωθείται η κατάργηση των αργιών που συνδέονται με τους πολιούχους Αγίους διαφόρων πόλεων, όπως π.χ. των Αγίων Πέτρου και Παύλου της Ρώμης. Η κατάργηση μεγάλων θρησκευτικών αργιών, όπως των Χριστουγέννων ή του Πάσχα, προσκρούει σε ειδική σύμβαση του ιταλικού κράτους με το Βατικανό, ενώ η κατάργηση επετείων όπως της απελευθέρωσης από το φασισμό ή της Πρωτομαγιάς συναντούν αντιδράσεις από τις αντιστασιακές οργανώσεις και τις συντεχνίες. Ταυτόχρονα, σύμφωνα με την αμερικανική εφημερίδα Wall Street Journal, η ιταλική Κυβέρνηση ετοιμάζεται να πωλήσει δεκάδες ιστορικά κτίρια που βρίσκονται υπό την ιδιοκτησία του ιταλικού κράτους. Στα προς πώληση ιστορικής σημασίας ακίνητα περιλαμβάνονται το μέγαρο Palazzo Diedo στο Μεγάλο Κανάλι της Βενετίας, το μέγαρο Bolis Gualdo που βρίσκεται σε κεντρική οδό του Μιλάνου και το κάστρο Orsini που οικοδομήθηκε το 1270 και βρίσκεται στο Σοριάνο Σουλ Τσιμίνο της κεντρικής Ιταλίας.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, έχουν εφαρμοστεί μέτρα σκληρής λιτότητας που επηρεάζουν αρνητικά τη δημόσια υγεία. Τον Ιούνιο του 2012 στο Stafford, η Holly, ένα μωρό ηλικίας επτά μηνών, πέθανε λόγω των περικοπών στα δημόσια νοσοκομεία που δεν επέτρεψαν την έγκαιρη νοσηλεία της. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το βρετανικό τηλεοπτικό δίκτυο BBC, το βράδυ της 28ης Ιουνίου, η Holly ασθένησε σοβαρά και οι γονείς της κάλεσαν το 999. Το ασθενοφόρο κατέφτασε τέσσερα λεπτά αργότερα και τη μετέφερε αμέσως στο νοσοκομείο του Stafford που απείχε μόλις 4 χιλιόμετρα από το σπίτι των γονιών της. Όμως, λόγω των περικοπών στις δημόσιες δαπάνες που εφαρμόστηκαν το Δεκέμβριο του 2011, το προσωπικό του συγκεκριμένου νοσοκομείου μειώθηκε και δεν είχε τη δυνατότητα να δεχτεί τη Holly. Έτσι, η μικρή μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο North Staffordshire, το οποίο όμως ήταν 35 χιλιόμετρα μακριά, με αποτέλεσμα όταν έφτασε εκεί οι γιατροί να διαπιστώσουν το θάνατό της. Ο πατέρας της Holly δήλωσε: «Μας είπαν ότι πέθανε δύο λεπτά πριν φτάσουμε στο North Staffordshire, αλλά αν τη δέχονταν στο νοσοκομείο του Stafford και της έβαζαν ένα ορό και τη σταθεροποιούσαν, θα ήταν σήμερα εδώ μαζί μας». Οι αρχές των νοσοκομείων σημείωσαν ότι εκ των πραγμάτων δεν μπορούσαν να δεχτούν τη Holy, αφού (μετά τις περικοπές) δεν είχαν τη δυνατότητα και το προσωπικό που να τους το επέτρεπε.

Τα ευφάνταστα οικονομικά μέτρα που δήθεν περιορίζουν τις δημόσιες δαπάνες και αυξάνουν τα έσοδα του κράτους και στέλνουν μηνύματα στις αγορές, αποτελούν το διαρκές ζητούμενο των πολιτικών ηγεσιών της Ευρώπης. Όμως αυτά τα μέτρα δεν είναι αποτελεσματικά και δεν αντιμετωπίζουν ουσιαστικά την οικονομική κρίση. Πολλές φορές αυτά τα μέτρα είναι πλήρως αποσπασματικά και μοιάζουν να προσπαθούν «να γλυκάνουν το πέλαγο με νερό μισό δράμι». Κάποιες άλλες φορές όμως, αυτά τα μέτρα έχουν πολύ πιο τραγικές επιπτώσεις για τις οποίες οι εμπνευστές και οι υπερασπιστές τους σφυρίζουν αδιάφορα. Όμως οι επηρεαζόμενοι πολίτες της Ευρώπης δεν δικαιούνται και δεν πρέπει να σφυρίζουν αδιάφορα.

[ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ "Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ"]

19 Αυγούστου 2012

Η παγίδα της εσωτερικής υποτίμησης


Παράλληλα με την αυστηρή δημοσιονομική λιτότητα, η εφαρμοζόμενη συνταγή εξόδου από την οικονομική κρίση βασίζεται επίσης στη θεωρία της εσωτερικής υποτίμησης. Η εσωτερική υποτίμηση συνίσταται στη μείωση του εργασιακού κόστους, και κατ’ επέκταση μείωση του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεων, αναμένοντας ότι θα μειωθούν ανάλογα οι τιμές αγαθών και υπηρεσιών, με αποτέλεσμα η οικονομία να καταστεί ανταγωνιστικότερη και ελκυστικότερη για επενδύσεις. Όμως, αυτή η αλληλουχία αποτελεί θεωρητική προσδοκία χωρίς ορατά θετικά αποτελέσματα, η οποία συνοδεύεται από σοβαρές παθογένειες ως προς την εφαρμογή της και από μια πολύ επικίνδυνη παγίδα ως προς την κατάληξή της.

Στα πλαίσια της εσωτερικής υποτίμησης, προνοείται η κάθετη μείωση των μισθών όλων των εργαζομένων και η μονομερής οριζόντια κατάργηση εργασιακών δικαιωμάτων, έτσι ώστε η μισθωτή σχέση να καταστεί ευέλικτη από πλευράς απολαβών, χρόνου απασχόλησης και δυνατοτήτων τερματισμού της. Ταυτόχρονα, αυξάνεται αισθητά η ανεργία ώστε να αποδυναμωθεί η διαπραγματευτική ισχύς των εργαζομένων για επιβολή εις βάρος τους μέτρων που υπό άλλες συνθήκες θα συναντούσαν σφοδρές κοινωνικές αντιστάσεις. Η θεωρία της εσωτερικής υποτίμησης προνοεί ότι ο δρόμος προς τον παράδεισο περνά μέσα από την κόλαση. Όμως η δημιουργική καταστροφή πολύ πιθανόν να παραμείνει καταστροφή, δημιουργώντας μόνο ανέχεια και δυστυχία. Η προσδοκόμενη μείωση του κόστους ζωής δεν είναι αυτονόητη, αφού η επιδίωξη μεγιστοποίησης του κέρδους μπορεί να την αναχαιτίσει, διατηρουμένης μόνο της μείωσης της αξίας της εργασίας. Οι θυσίες χάριν των θυσιών και χάριν αυτών που θέλουν να ρίξουν τις τιμές κρατών και πολιτών, δεν πρέπει να μετατραπούν σε δημόσιες πολιτικές. Επειδή τα αποτελέσματά τους, όπως δείχνει και η πρόσφατη διεθνής εμπειρία, δεν θα είναι προς το δημόσιο συμφέρον, αλλά θα είναι δυστυχώς εις βάρος των πολλών και προς όφελος των πάρα πολύ λίγων. Και ως γνωστόν, η δύναμη των ολίγων οφείλεται συνήθως στην αδράνεια των πολλών.

Πέρα από αυτά όμως, η μεγαλύτερη παγίδα της εσωτερικής υποτίμησης είναι η υποτίμηση της αξίας των δημόσιων υποδομών (π.χ. τηλεπικοινωνίες) και των φυσικών πόρων (π.χ. φυσικό αέριο) της χώρας. Οι υποδομές και οι φυσικοί πόροι που πριν από αυτή τη διαδικασία άξιζαν περισσότερα, μετά από την υποτίμηση θα αξίζουν πολύ λιγότερα. Έτσι, οι αυριανοί επίδοξοι αγοραστές υποδομών θα μπορούν να αγοράσουν τον πλούτο της χώρας σε τιμή ευκαιρίας και να τον διαχειρίζονται κερδοσκοπικά στο διηνεκές. Η αφαίρεση από το κράτος της διαχείρισης των δημόσιων υποδομών και η εκχώρηση της διαχείρισης των φυσικών πόρων θα αποστερήσει από την πολιτεία ένα από τα σημαντικότερα εργαλεία για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Και ως αποτέλεσμα αυτού, η χώρα δεν θα ανακάμψει ποτέ και θα έχει μετατραπεί σε φιλοξενούμενο ενοικιαστή, με πολίτες-υπηρέτες ισχυρών ξένων οικονομικών συμφερόντων.

Η εσωτερική υποτίμηση δεν αποτελεί ούτε ικανή ούτε αναγκαία συνθήκη για να επιλυθούν τα οικονομικά προβλήματα που παρουσιάζονται σήμερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σήμερα δεν χρειάζονται οικονομικές αλχημείες αλλά σοβαρές πολιτικές λύσεις για καλύτερη νομισματική πολιτική, για καλύτερο έλεγχο του χρηματοπιστωτικού συστήματος, για πάταξη της διαφθοράς και της διαπλοκής, για εκσυγχρονισμό των θεσμών, για ενεργητικότερο και αποτελεσματικότερο ρόλο του κράτους και για επενδύσεις σε τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας. Διαφορετικά, η ύφεση θα βαθαίνει και θα εμπεδώνεται, σε βάρος της κοινωνίας, σε βάρος του κράτους και των πολιτών.

[ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ "Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ"]

6 Αυγούστου 2012

Επιμονή σε αποτυχημένες ζόμπι-πολιτικές

Παρά την εφαρμογή σκληρών μέτρων δημοσιονομικής λιτότητας, εσωτερικής υποτίμησης και στήριξης των τραπεζών στην Πορτογαλία, στην Ιταλία, στην Ιρλανδία, στην Ελλάδα και στην Ισπανία, οι οικονομίες τους βρίσκονται σήμερα σε πολύ χειρότερη κατάσταση από εκείνη στην οποία βρίσκονταν πριν από την εφαρμογή των μέτρων. Σε αυτές τις χώρες μειώθηκαν οι δημόσιες δαπάνες, μειώθηκαν οι κοινωνικές παροχές, μειώθηκαν οι μισθοί και καταργήθηκαν εργασιακά δικαιώματα. Ταυτόχρονα και ως αποτέλεσμα των οικονομικών μέτρων τα οποία δεν προσέγγισαν την ουσία της προβληματικής οικονομικής κατάστασης, αυξήθηκε το δημόσιο χρέος, εκτοξεύθηκε η ανεργία και το κόστος δανεισμού παρέμεινε απαγορευτικά υψηλό. Είναι προφανές ότι τα οικονομικά μέτρα που υποστηρίζονται ευρέως είναι λανθασμένα και φέρνουν πολύ αρνητικά αποτελέσματα, όμως η επιμονή συγκεκριμένων κύκλων σε αυτά, οδηγεί στην επαναληπτική εφαρμογή τους και στη διαιώνιση της ύφεσης.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην Πορτογαλία το 2008, το Δημόσιο Χρέος ήταν 66,4% ενώ το 2011 μετά από την εφαρμογή των μέτρων λιτότητας ανήλθε στο 107,8%. Στην Ιρλανδία, το Δημόσιο Χρέος ήταν 41,8% και σκαρφάλωσε στο 108,2%. Στην Ελλάδα ήταν 97,4% και έγινε 165,3%. Στην Ιταλία ήταν 105,9% και ανήλθε στο 120,1%. Στην Ισπανία από 40,3% έφτασε στο 68,5%. Δηλαδή, τα μέτρα που λήφθηκαν σε όλες αυτές τις χώρες για να περιορίσουν το Δημόσιο Χρέος, στην πράξη το αύξησαν και το υπερπολλαπλασίασαν. Ανάλογο ενδιαφέρον έχουν τα στοιχεία που αφορούν την ανεργία: Το 2008 στην Πορτογαλία, η ανεργία ήταν 7,6% ενώ τον Απρίλη του 2012 είναι 15,2%. Στην Ιρλανδία η ανεργία ήταν 6,1% και σήμερα είναι 14,2%. Στην Ελλάδα ήταν 7,7% και έφτασε στο 21,7%. Στην Ισπανία, από το 13,9% του 2008, σήμερα η ανεργία είναι 24,3%. Πολύ τραγικότερα είναι τα στοιχεία για την ανεργία που αφορούν τους νέους της Ευρώπης, αφού κατά το μήνα Μάρτη του 2012, από τα 169.000 άτομα που τέθηκαν εκτός της αγοράς εργασίας οι 163.000 ήταν νέοι κάτω των 25 ετών. Ειδικότερα, στην Ελλάδα το ποσοστό ανεργίας μεταξύ των νέων ανέρχεται στο 51,2% και η Ισπανία να ακολουθεί κατά πόδας με ποσοστό 51,1%, σύμφωνα με τα στοιχεία του Γενάρη. Και παρά τα σκληρά μέτρα λιτότητας που έχουν ληφθεί, κανένα από αυτά τα κράτη δεν έχει καταφέρει να «κερδίσει την εμπιστοσύνη των αγορών», αφού τα επιτόκια δανεισμού παραμένουν υψηλότατα και απαγορευτικά.

Ο νομπελίστας οικονομολόγος Paul Krugman, τονίζει ότι οι ακολουθούμενες οικονομικές πολιτικές θα έπρεπε να ήταν ήδη νεκρές εξαιτίας της προφανούς αποτυχίας τους, αλλά αντί αυτού επανέρχονται εξακολουθητικά: «Σήμερα ζούμε σε ένα κόσμο με οικονομικές πολιτικές που μοιάζουν σαν ζόμπι, τις οποίες θα έπρεπε να είχαν σκοτώσει οι αποδείξεις ότι βασίζονται σε λανθασμένους συλλογισμούς, αλλά παρ' όλα αυτά συνεχίζουν να βαδίζουν τρεκλίζοντας και κανείς δεν γνωρίζει πότε θα τελειώσει αυτή η βασιλεία του λάθους.» Δυστυχώς, όσο η βασιλεία του λάθους συνεχίζεται, τα κράτη και οι κοινωνίες θα βυθίζονται βαθύτερα στην ύφεση. Και το κόστος θα το πληρώσουν οι πολίτες για να ικανοποιηθεί η δίψα των ζόμπι-πολιτικών, που επιμένουν ότι η εξιλέωση θα επέλθει μέσα από το αυτομαστίγωμα της κοινωνίας και μέσα από μη ορθολογικές προσδοκίες.

[Εφημερίδα "ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ"]

22 Ιουλίου 2012

Εκχώρηση δημοκρατίας μέσω υπογραφών

Το αίτημα της προσυπογραφής Μνημονίου από τους υποψήφιους Προέδρους της Δημοκρατίας, όπου οι υπογράφοντες θα δεσμεύονται έναντι της Τρόικας για την εφαρμογή έξωθεν επιβληθέντων οικονομικών μέτρων, αποτελεί ακόμα ένα λάθος βήμα στα πλαίσια μιας λανθασμένης πορείας. Οι τροϊκανοί κομιστές και οι ντόπιοι πρεσβευτές των μνημονιακών πολιτικών της λιτότητας, παρασύρουν το δημόσιο διάλογο στην επανάληψη αποτυχημένων εγχειρημάτων, αποδυναμώνουν τη δημοκρατική διαδικασία και ακυρώνουν το ρόλο των πολιτών στη διαμόρφωση προγραμματικών πολιτικών.

Το Μνημόνιο που η Τρόικα θέλει να επιβάλει, βασίζεται σε μια στρεβλή αντίληψη αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης, η οποία έχει ήδη δοκιμαστεί και έχει αποτύχει. Για την έξοδο από την κρίση χρειάζεται εκσυγχρονισμός του κράτους και των θεσμών, πάταξη της διαπλοκής και της διαφθοράς, κεντρικός αναπτυξιακός σχεδιασμός και αλλαγή της ευρωπαϊκής νομισματικής πολιτικής. Αντίθετα, σύμφωνα με την τροϊκάνή θεωρία, υποστηρίζεται ότι πρέπει να μειωθούν άκριτα οι δημόσιες δαπάνες και να επέλθει η λεγόμενη εσωτερική υποτίμηση, δηλαδή να μειωθεί το εργασιακό κόστος και να περιοριστούν τα εργασιακά δικαιώματα, ώστε η οικονομία να γίνει ανταγωνιστικότερη. Όμως, αυτό το πείραμα εφαρμόστηκε σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και τα αποτελέσματα ήταν τραγικότατα: το δημόσιο χρέος πολλαπλασιάστηκε, η παραγωγικότητα έπεσε, η ανεργία εκτοξεύθηκε και το κόστος δανεισμού παρέμεινε απαγορευτικό. Σήμερα, η Τρόικα θέλει να δοκιμάσει το ίδιο πείραμα στην Κύπρο, αναζητώντας την προεκλογική δέσμευση των υποψήφιων Προέδρων της Δημοκρατίας, ώστε να είναι εγγυημένη η μετεκλογική εφαρμογή του, ανεξαρτήτως του εκλογικού αποτελέσματος.

Οι κυπριακές πολιτικές δυνάμεις, εάν έχουν επιφυλάξεις σχετικά με αυτή την εξέλιξη, οφείλουν να αντιδράσουν και να την απορρίψουν, όπως εξάλλου δικαιούνται να πράξουν.  Δηλαδή, οφείλουν να μην μετατρέψουν το όποιο Μνημόνιο σε προεκλογικό πρόγραμμα, χωρίς συζήτηση και χωρίς διάλογο με την κοινωνία. Πρωτίστως όμως, οι πολιτικές δυνάμεις πρέπει να διαφυλάξουν τη δημοκρατία και να μην ακυρώσουν τη λαϊκή βούληση. Διαφορετικά θα μετατραπούν, από εκφραστές της θέλησης του λαού, σε εκτελεστές εντολών ερήμην της κοινωνίας και των πολιτών. Δυστυχώς, η πρόσφατη ευρωπαϊκή εμπειρία έχει καταδείξει ότι όταν δημιουργείται έλλειμμα εμπιστοσύνης των πολιτών προς το δημοκρατικό σύστημα, ενισχύονται οι ακραίες φωνές, ο λαϊκισμός και ο εξτρεμισμός, οδηγώντας στην πολιτική αποσταθεροποίηση και σε παράπλευρους κοινωνικούς κινδύνους. Η προεκλογική ισοπέδωση των προεδρικών υποψηφίων και των πολιτικών δυνάμεων δεν αναχαιτίζει αυτές τις αρνητικές προοπτικές, αλλά στην πραγματικότητα τις επιταχύνει.

Στη δημοκρατία, η εξουσία πρέπει να καθορίζεται και να ελέγχεται από τους πολίτες. Οι εκλογές γίνονται για να παρατεθούν ενώπιον των πολιτών οι θέσεις των πολιτικών δυνάμεων και για να επιλεγούν εκείνοι που βρίσκονται σε μεγαλύτερη αρμονία με τη θέληση της κοινής γνώμης.  Όταν συγκεκριμένες πολιτικές δοκιμάζονται και αποτυγχάνουν, πρέπει να τίθενται στην κρίση του λαού και όχι να επιβάλλονται οριζοντίως. Η μετακύληση της αρμοδιότητας καθορισμού της πολιτικής κατεύθυνσης των εθνικών κυβερνήσεων σε άλλα όργανα και σε άλλες δομές μακράν των πολιτών, οι οποίοι ενόψει εκλογών θα συναντήσουν προκαθορισμένες κλειστές και ταυτόσημες επιλογές, δεν συνιστά εδραίωση της δημοκρατίας. Αλλά συνιστά πισωγύρισμα που, βλάπτοντας τη δημοκρατία, βλάπτει τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, τα ευρωπαϊκά κράτη και τους λαούς της Ευρώπης. 

[ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ "Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ"]

15 Ιουλίου 2012

Οικονομική κρίση και πολιτικές ευθύνες

Η κακή διαχείριση της οικονομικής κρίσης από την κυπριακή πολιτική ηγεσία βασίστηκε σε μια λανθασμένη σοφιστεία σχετικά με την αιτία του κακού και σε μια ακούσια/εκούσια παράβλεψη σχετικά με τις αδυναμίες του τραπεζικού συστήματος. Η κακή διαχείριση θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί και τα τραγικά αποτελέσματα να είχαν προληφθεί, εάν είχε πραγματοποιηθεί σωστός δημόσιος διάλογος, πραγματική διαβούλευση με την κοινωνία, συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων στα κέντρα λήψεως αποφάσεων και παραδειγματισμός από τη διεθνή εμπειρία. Η ευθύνη για την κακή διαχείριση ορθά επικεντρώνεται στην Κυβέρνηση, ως έχουσα την ευθύνη διαχείρισης της εκτελεστικής εξουσίας. Όμως, πολιτικές ευθύνες υφίστανται οριζοντίως, αφού οι αρμόδιοι ταγοί ανεξαρτήτως αποχρώσεων, υποστήριξαν την ίδια σοφιστεία και διενήργησαν την ίδια παράβλεψη.

Σύμφωνα με την αντίληψη που υποστηρίχθηκε ευρέως, το τραπεζικό σύστημα της Κύπρου ήταν ισχυρό, αλεξίσφαιρο και ανεπηρέαστο από την οικονομική κρίση, ενώ ως βασικές αιτίες της προβληματικής οικονομικής κατάστασης προτάσσονταν οι δημόσιες δαπάνες και το εργασιακό κόστος. Σε αυτό το πλαίσιο, όλες οι προτάσεις της αντιπολίτευσης και όλες οι ενέργειες της Κυβέρνησης περιορίστηκαν σε μέτρα λιτότητας που στόχευαν στη μείωση των δημοσίων δαπανών, στη μείωση των κοινωνικών παροχών και στη μείωση των μισθών των εργαζομένων. Η δημόσια πολιτική συζήτηση περιορίστηκε σε εκτός τόπου και εκτός χρόνου αντιπαραθέσεις, για το εύρος και το ύψος των μέτρων λιτότητας, που δεν είχαν καμία σχέση με την ταμπακιέρα. Η κοινή γνώμη αποπροσανατολίστηκε και κοινωνικές ομάδες στράφηκαν η μία εναντίον της άλλης. Οι πολίτες κρατήθηκαν στο σκοτάδι για την πραγματική κατάσταση της οικονομίας και για τις πραγματικές μαύρες τρύπες του τραπεζικού συστήματος. Τα μέτρα λιτότητας δεν έλυσαν το πρόβλημα αλλά ανατροφοδότησαν την ύφεση, την ανεργία και την ανέχεια. Ταυτόχρονα, και ενώ οι αρμόδιοι τύρβαζαν περί άλλων, το τραπεζικό σύστημα της Κύπρου έπνεε τα λοίσθια. Ο αναποτελεσματικός έλεγχος, η ανεπαρκής εποπτεία και η προβληματική διαχείριση του τραπεζικού συστήματος θα μπορούσαν να είχαν αντιμετωπιστεί έγκαιρα, αλλά αφέθηκαν να οδηγήσουν στη σημερινή κατάσταση της οριακής κατάρρευσης των τραπεζών που συμπαρασύρουν το κράτος.

Ο νομπελίστας οικονομολόγος Amartya Sen, σημειώνει τα εξής σε σχέση με την κακή πολιτική διαχείριση της οικονομικής κρίσης στην Ευρώπη, μοιάζοντας να γνωρίζει λεπτομερώς την ανάλογη κακή πολιτική διαχείριση που επισυνέβη στην Κύπρο: «Με μια συμμετοχική δημόσια συζήτηση θα μπορούσαν να είχαν εντοπιστεί οι κατάλληλες μεταρρυθμίσεις μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, χωρίς να απειληθούν τα θεμέλια του συστήματος κοινωνικής δικαιοσύνης της Ευρώπης. Η Ευρώπη δεν μπορεί να παραδοθεί στις μονομερείς απόψεις - ή στις καλές προθέσεις - ειδικών χωρίς να υπάρξει δημόσια αντιπαράθεση επιχειρημάτων και συγκατάθεση από τους πολίτες της αφού ενημερωθούν. Τόσο η δημοκρατία όσο και η ευκαιρία να εκπονηθεί καλή πολιτική υπονομεύονται όταν ηγέτες υπαγορεύουν ατελέσφορες και κατάφωρα άδικες πολιτικές». Δυστυχώς, η κοινωνία αγνοήθηκε και ο κοινωνικός διάλογος απαξιώθηκε, αφού σε αυτή τη διαδικασία είχαν μικρόφωνο «μόνο οι γνωρίζοντες».  Όμως, αυτοί που συνηγόρησαν υπέρ των άδικων και ατελέσφορων πολιτικών,  οφείλουν εξηγήσεις. Τόσο για αυτά που αδιεξόδως επέβαλαν, όσο και για αυτά που εθελοτυφλώντας αγνόησαν, διεκδικώντας την παντογνωσία και το αλάθητο. Οι παραιτήσεις διοικητικών στελεχών και οι αλλαγές στις διοικήσεις των τραπεζών, είναι σημαντικές. Αλλά δεν είναι αρκετές. Επειδή τα αμαρτήματα και τα ανομήματα είναι πολύ μεγάλα για να αρκεί η θυσία αποδιοπομπαίων τράγων.

[ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ "Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ"]

8 Ιουλίου 2012

Η εξουσία δεν είναι αυτοσκοπός

Είναι αυτονόητο ότι οι πολιτικές δυνάμεις πρέπει να επιδιώκουν τη διαχείριση της εκτελεστικής εξουσίας για την εφαρμογή των προγραμματικών θέσεων και προτάσεών τους. Τα πολιτικά κόμματα αποτελούν ανώτερη μορφή οργάνωσης του λαού, που αποσκοπεί στην άσκηση της εξουσίας από το λαό διαμέσου της δημοκρατικής διαδικασίας. Η ουσία της δημοκρατίας αφορά τη διεκδίκηση της εξουσίας στη βάση της πίστης ότι ο καθένας που τη διεκδικεί θεωρεί πως μπορεί να τη διαχειριστεί αποτελεσματικότερα, για το ευρύτερο καλό, για την πρόοδο της κοινωνίας και για την ευημερία των πολιτών. Όμως, η συμμετοχή στην εξουσία δεν είναι αυτοσκοπός, αφού κάτι τέτοιο θα συνιστούσε αμοραλιστική αντίληψη της πολιτικής. Η συμμετοχή στην εξουσία πρέπει να βρίσκεται σε συνάρτηση με τις διαχρονικές θέσεις και με το ιδεολογικό πλαίσιο αρχών του κάθε κόμματος, καθώς και με τις δυνατότητες πρακτικής μετουσίωσής τους στην εφαρμογή κυβερνητικού προγράμματος. Η νομή της εξουσίας δεν πρέπει να μετατρέπεται σε πολιτικό κριτήριο για τη λήψη πολιτικών αποφάσεων και δεν πρέπει να επισκιάζει την πολιτική ουσία. Ταυτόχρονα, η άσκηση της εξουσίας πρέπει να ρυθμίζεται θεσμικά με τρόπο που να ακυρώνει τις δυνατότητες για ρουσφέτι και ημετεροκρατία, ώστε η πελατειακή σχέση των πολιτών με τους πολιτικούς να μην βρίσκει εύφορο έδαφος στις – σκοπίμως διατηρούμενες – θεσμικές ανεπάρκειες της πολιτείας.

Το ΔΗΚΟ, ως υπεύθυνη πολιτική δύναμη, οφείλει να διεκδικεί τη συμμετοχή στη διακυβέρνηση του τόπου υπό όρους που θα του επιτρέπουν να συνδιαμορφώνει και να εφαρμόζει πολιτικές. Η συμμετοχή σε κυβερνητικά σχήματα όπου η εποικοδομητική συνύπαρξη βασίζεται στην καλή πίστη, δεν έχει αποδώσει στο παρελθόν και δύσκολα θα αποδώσει στο μέλλον. Η θέση του ΔΗΚΟ στο πολιτικό σύστημα πρέπει να είναι σαφής, ώστε αντίστοιχη να είναι και η σαφήνεια των πολιτικών του τοποθετήσεων. Ιστορικά, το ΔΗΚΟ έχει λειτουργήσει ως Κυβέρνηση, ως Συγκυβέρνηση και ως Αντιπολίτευση. Ως Κυβέρνηση το ΔΗΚΟ διαχειρίστηκε την εκτελεστική εξουσία αποτελεσματικά, προσφέροντας στην Κύπρο ιδιαίτερα θετικά αποτελέσματα, στο εθνικό θέμα και στην οικονομία. Ως Αντιπολίτευση, το ΔΗΚΟ έδρασε αποτελεσματικά εκφράζοντας ορθές θέσεις για το Κυπριακό και λειτούργησε εποικοδομητικά στα θέματα της εσωτερικής διακυβέρνησης, δημιουργώντας παράλληλα προοπτικές μελλοντικής επανόδου στην εξουσία υπό υγιείς πολιτικούς όρους.  Ωστόσο, διαχρονικά το ΔΗΚΟ ως Συγκυβέρνηση αντιμετώπισε δυσκολίες συνύπαρξης σε κυβερνήσεις συνεργασίας με ασαφή προσανατολισμό, όπου ο πολιτικός εμβολιασμός αποδείκτηκε δυσχερής. Σήμερα, το ΔΗΚΟ βρίσκεται μπροστά σε προκλήσεις που αφορούν την καλύτερη δυνατή αξιοποίηση του ρυθμιστικού και πρωταγωνιστικού ρόλου που πρέπει να έχει ως Κεντρώο κόμμα. Η διαχρονική υπευθυνότητα του ΔΗΚΟ υποβάλλει την προσπάθεια για διαμόρφωση συγκλίσεων και συνεργασιών. Αλλά ο ρυθμιστικός ρόλος του ΔΗΚΟ δεν πρέπει να ερμηνεύεται παρετυμολογικά, τοποθετώντας τη συμμετοχή στην εξουσία στο επίκεντρο της ανάλυσης των πραγμάτων.

Η αποστασιοποίηση των πολιτών, και ιδιαίτερα των νέων, από τα κοινά, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην εδραιωμένη καχυποψία για τις πραγματικές προθέσεις και τις πραγματικές προτεραιότητες των πολιτικών δυνάμεων. Η αποπολιτικοποίηση της κοινωνίας ενισχύεται, τόσο με ευθύνη των πολιτικών κομμάτων όσο και εξαιτίας της καχυποψίας των πολιτών. Και εναπόκειται πλέον στις πολιτικές δυνάμεις να πείσουν για το νόημα της πολιτικής συμμετοχής και για το διακύβευμα της εκλογικής διαδικασίας. Με άλλα λόγια: Ενόψει των Προεδρικών Εκλογών του 2013, κάποια εξουσιαστικά στερεότυπα μπορούν είτε να ανατροφοδοτηθούν, είτε να σπάσουν. Και για να σπάσουν χρειάζονται καθαρές πολιτικές προτάσεις.

[ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ "Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ"]