Σελίδες

4 Δεκεμβρίου 2010

Πολεμικές Αποζημιώσεις: Η διεθνής πρακτική

Η καταβολή συνολικών πολεμικών αποζημιώσεων από την Τουρκία προς την Κύπρο είναι μία πολύ σημαντική παράμετρος της διαδικασίας επίλυσης του Κυπριακού, η οποία πρέπει να προωθείται ως κεντρική πολιτική προτεραιότητα. Διεθνώς έχουν διαχρονικά εφαρμοστεί ποικίλες διαδικασίες καταβολής αποζημιώσεων μετά από στρατιωτικές ενέργειες ή περιόδους στρατιωτικής κατοχής, υπό αντίστοιχες ιστορικές και πολιτικές συνθήκες που – τηρουμένων των αναλογιών – προσομοιάζουν λιγότερο ή περισσότερο με το Κυπριακό πρόβλημα.

Είναι γεγονός ότι οι πολεμικές αποζημιώσεις που καταλογίστηκαν μετά από τον Α’ και το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αφορούσαν ουσιαστικά όρους υποταγής από τους νικητές προς τα κράτη που ηττήθηκαν, αλλά – παρά τις ιδιαιτερότητές τους – είχαν ως βάση την υποχρέωση του κράτους που παράνομα εισέβαλε και κατείχε εδάφη άλλου κράτους για οικονομική συνεισφορά στην ανοικοδόμηση και στην αποκατάσταση της πρότερης κατάστασης . Ωστόσο, οι πιο πρόσφατες περιπτώσεις καταβολής πολεμικών αποζημιώσεων, όπως π.χ. μετά από τον Πόλεμο του Κόλπου (1991) ή μετά από τον πόλεμο Ερυθραίας – Αιθιοπίας (1998), αφορούν σαφέστερα την ανοικοδόμηση και την αποκατάσταση των πληγεισών περιοχών και την αποζημίωση των πληγέντων πολιτών μετά από τον τερματισμό της έκρυθμης κατάστασης. Χαρακτηριστική είναι η διαδικασία καταβολής πολεμικών αποζημιώσεων που ακολούθησε τον Πόλεμο του Κόλπου: Το 1991, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ εξέδωσε το Ψήφισμα 687/1991, του οποίου το Άρθρο 18 προέβλεπε τη δημιουργία Επιτροπής Αποζημιώσεων με χρηματοδότηση από το Ιράκ («United Nations Compensation Commission»). Το Άρθρο 16 του Ψηφίσματος 687/1991 προέβλεπε ότι το Ιράκ είχε την ευθύνη της καταβολής αποζημιώσεων στα επηρεαζόμενα κράτη, πρόσωπα και εταιρείες, για όλες τις ζημιές και τις απώλειες εξαιτίας της «παράνομης εισβολής και κατοχής» που διενήργησε («Iraq is liable under international law for any direct loss, damage, including environmental damage and the depletion of natural resources, or injury to foreign Governments, nationals and corporations, as a result of Iraq's unlawful invasion and occupation of Kuwait»). Στα πλαίσια της διαδικασίας αποζημιώσεων προβλέπονταν έξι κατηγορίες αποζημιώσεων, μεταξύ των οποίων οι Κατηγορίες Δ και Ε (Category Ε and D) που προέβλεπαν καταβολή αποζημιώσεων για απώλεια περιουσιών, για την απώλεια χρήσης περιουσιών και για διαφυγόντα κέρδη εξαιτίας της απώλειας χρήσης περιουσιών (D: “the loss of personal property; the loss of real property; the loss of income and business-related losses”, E: “construction or other contract losses; losses from the non-payment for goods or services; losses relating to the destruction or seizure of business assets; loss of profits”).

Είναι παραδεκτό ότι καμία ιστορική/πολιτική συγκυρία δεν είναι ταυτόσημη με κάποια άλλη, οπότε οι ρυθμίσεις που θα αφορούν την καταβολή αποζημιώσεων από την Τουρκία προς την Κύπρο θα είναι ιδιαίτερες και πρωτότυπες, όπως εξάλλου τέτοιες ήταν και οι προαναφερθείσες ρυθμίσεις όταν αρχικά εισήχθηκαν. Πρακτικά, η παροχή συνολικών αποζημιώσεων από την Τουρκία προς την Κύπρο μπορεί να αποφασιστεί από μια επί τούτου Διεθνή Διάσκεψη ή από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, όπου στα πλαίσια της απόφασης η Τουρκία θα επιφορτιστεί με τη συνολική αποζημίωση της επανενωμένης Κυπριακής Δημοκρατίας ώστε η ομοσπονδιακή κυβέρνηση να διαθέσει τους πόρους προς του δικαιούχους αναλόγως ή με τη δέσμευση καταβολής των επικείμενων δεδικασμένων αποζημιώσεων σύμφωνα με τις αποφάσεις των αρμοδίων ενδοκυπριακών ή διεθνών οργάνων. Σε διαφορετική περίπτωση, το κόστος των πολεμικών αποζημιώσεων θα το καταβάλουν οι ίδιοι οι Κύπριοι πολίτες και η όποια λύση του Κυπριακού - ακόμη και υπό ιδανικές κατά τα άλλα συνθήκες - θα είναι αφετηριακά ναρκοθετημένη εξαιτίας των προφανών οικονομικών αδιεξόδων προς τα οποία θα οδηγήσει. Οπότε, η πολιτική ηγεσία, εάν διαθέτει την απαραίτητη πολιτική βούληση, οφείλει να ιεραρχήσει υψηλά στις προτεραιότητές της την καταβολή συνολικών πολεμικών αποζημιώσεων από την Τουρκία προς την Κύπρο ως προϋπόθεση για την επίλυση του Κυπριακού, στη βάση της εφαρμοσμένης διεθνούς πρακτικής.

[ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ "ΣΗΜΕΡΙΝΗ"]

15 Νοεμβρίου 2010

Συνολικές Πολεμικές Αποζημιώσεις

Η κυπριακή πολιτική ηγεσία, παράλληλα με την προσπάθεια εξεύρεσης λύσης στο εθνικό μας θέμα, οφείλει να προτάξει ως προμετωπίδα των ευθυνών της Τουρκίας έναντι του κυπριακού λαού την καταβολή πολεμικών αποζημιώσεων προς την Κυπριακή Δημοκρατία για την τουρκική εισβολή και τη συνεχιζόμενη τουρκική κατοχή. Οι πολεμικές αποζημιώσεις που η Τουρκία οφείλει να καταβάλει προς την Κυπριακή Δημοκρατία αφορούν συνολικά την εκ μέρους της εισβολή και κατοχή, αλλά έχουν να κάνουν ειδικότερα με την καταστροφή και την αποστέρηση του δικαιώματος χρήσης περιουσιών. Δηλαδή έχουν να κάνουν με τα θέματα που άπτονται του «περιουσιακού» ως κεφαλαίου συζήτησης στην προσπάθεια εξεύρεσης λύσης του Κυπριακού.

Υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις, το οικονομικό κόστος των όποιων ρυθμίσεων τελικά συμφωνηθούν στο κεφάλαιο του περιουσιακού θα είναι ιδιαίτερα υψηλό, αφού θα περιλαμβάνει την καταβολή αποζημιώσεων προς τους νόμιμους ιδιοκτήτες για την απώλεια χρήσης των περιουσιών τους, το κόστος μεταστέγασης των σημερινών «χρηστών» ώστε να είναι δυνατή η επιστροφή του νόμιμου ιδιοκτήτη στην περιουσία του, το κόστος ενδεχόμενων αποζημιώσεων κατ’ επιλογήν του ιδιοκτήτη εφόσον αυτός/ή δεν επιθυμεί επιστροφή στην περιουσία του/της, κ.ο.κ. Το ύψος του οικονομικού κόστους των σχετικών ρυθμίσεων θα είναι τέτοιο που εάν επιφορτιστεί στους Κύπριους πολίτες και στην επανενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία θα καταστήσει αυτές τις πρόνοιες της λύσης του Κυπριακού– αλλά και τη συνολική λύση – πρακτικά ανεφάρμοστες. Εκ των πραγμάτων, το μέγεθος της κυπριακής οικονομίας δεν επιτρέπει την ανταπόκριση σε τέτοιας έκτασης οικονομικές υποχρεώσεις, ενώ η προσδοκία εξεύρεσης οικονομικών πόρων μέσω τρίτων δωρητών θα εναποθέσει την εφαρμογή της όποιας συνολικής συμφωνίας στην αβεβαιότητα και στο ρίσκο. Επιπρόσθετα, δεν είναι ευθύνη της Κύπρου και των Κυπρίων να πληρώσουν το κόστος της εισβολής και της κατοχής. Η καταβολή του κόστους των συνολικών αποζημιώσεων προς του πληγέντες της εισβολής από τους ίδιους τους Κύπριους πολίτες, Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους, θα αποτελέσει εξίσωση θύτη και θύματος και θα απαλείψει μονίμως και δια παντός τις ευθύνες της Τουρκίας έναντι της Κύπρου και του λαού της. Οι ευθύνες που αναλογούν στην Τουρκία δεν αποτελούν αυθαίρετη κυπριακή σύλληψη, αλλά εδράζονται στο διεθνές δίκαιο και στη διεθνή πρακτική που εφαρμόστηκε σε ανάλογες περιπτώσεις εισβολής και κατοχής, που πρέπει να τύχουν εφαρμογής και περίπτωση του Κυπριακού.

Ως εκ τούτων, είναι απαραίτητο να διασφαλιστεί ότι ταυτόχρονα με τη λύση του Κυπριακού, η Τουρκία, ως η δύναμη που εισέβαλε και κατέχει παράνομα μέρος των εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας, θα έχει την υποχρέωση της καταβολής συνολικών πολεμικών αποζημιώσεων οι οποίες θα καλύψουν το οικονομικό κόστος των ρυθμίσεων που αφορούν το περιουσιακό. Ήδη, το ΔΗΚΟ έχει περιλάβει σχετική πρόνοια στην απόφαση του Εκτελεστικού Γραφείου της 12 Οκτ. 2010 για το κεφάλαιο του περιουσιακού, ενώ ανάλογες αναφορές έχουν γίνει κατά καιρούς από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Όμως, η πολιτική ηγεσία οφείλει να ιεραρχήσει υψηλά στις προτεραιότητές της την πρόταξη των ευθυνών της Τουρκίας για καταβολή συνολικών πολεμικών αποζημιώσεων προς την Κύπρο και να ενεργήσει συντεταγμένα για τη συμπερίληψη αυτής της υποχρέωσης σε οποιαδήποτε συμφωνημένη λύση του Κυπριακού. Σε διαφορετική περίπτωση, οι Κύπριοι πολίτες θα πληρώσουν τα σπασμένα της Τουρκίας, οπότε η εφαρμογή της όποιας λύσης θα είναι επιπρόσθετα εύθραυστη και κατ’ επέκταση θνησιγενής.

[ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ "ΣΗΜΕΡΙΝΗ"]

20 Ιουλίου 2010

Ο Γλαύκος Κληρίδης για το Γεώργιο Γρίβα

Η 15η Ιουλίου εκάστου έτους αποτελεί ημέρα κατά την οποία ο κυπριακός ελληνισμός οφείλει να ενθυμάται τους συντελεστές της προδοσίας που διενεργήθηκε σε βάρος του. Κεντρικό ρόλο στην προετοιμασία και στην εκτέλεση της προδοσίας είχαν η τρομοκρατική οργάνωση ΕΟΚΑ Β’ και ο ιδρυτής της Γεώργιος Γρίβας. Για την αποτύπωση αυτής της ιστορικής πραγματικότητας είναι πολύ χρήσιμες οι ιστορικές τοποθετήσεις του ιδρυτή του ΔΗΣΥ και πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας, σεβαστού Γλαύκου Κληρίδη.

Στις 10 Ιανουαρίου 1973, ο Γλαύκος Κληρίδης, δήλωσε επίσημα από το βήμα του Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων ότι «ο Στρατηγός Γρίβας κατήλθεν εις Κύπρον κρυφίως το 1971 και κατόπιν μακράς σιωπής και χρόνου εντατικής οργανώσεως παρανόμων ομάδων και εξοπλισμού αυτών , επληροφόρησε τον Κυπριακόν λαόν ότι ευρίσκεται εν Κύπρω, διά να αποτρέψη μειοδοτικήν ή προδοτικήν λύσιν του Κυπριακού προβλήματος και διά να επαναφέρη το Κυπριακόν εις την ορθήν, κατά τη γνώμην του, οδόν της αυτοδιαθέσεως – ενώσεως. […] Ουδέν όμως δικαίωμα είχε να προβή εις μυστικήν και παράνομον οργάνωσιν και να εξοπλίση πολίτας διά να επιβάλη τας απόψεις του διά της βίας και της παρανομίας.»

Ως προς την πραγματική σκοπιμότητα των δραστηριοτήτων του Γρίβα και της ΕΟΚΑ Β΄, ο Γλαύκος Κληρίδης ανέφερε ότι «αι ενέργειαι του Γρίβα προδίδουν τον πραγματικό σκοπόν του, ο οποίος δεν είναι άλλος παρά η δημιουργία χαώδους καταστάσεως, δια να σχηματισθή η εντύπωσις, τόσον εν Κύπρω όσον και διεθνώς, ότι δεν υφίσταται Κυβέρνησις ή Κυπριακόν κράτος».
Αναφορικά με το αποτέλεσμα των ενεργειών του Γρίβα και της ΕΟΚΑ Β΄, ο Γλαύκος Κληρίδης δήλωσε ότι «πράττων ούτω πως, ουδόλως εστάθμισε ή έλαβεν υπόψιν τα επιπτώσεις της παρανομίας επί του εθνικού μας θέματος […], οπλίσας ούτω το σύνοικον στοιχείον με ακαταμάχητα επιχειρήματα επί θεμάτων εσωτερικής ασφάλειας».

Σε δήλωσή του στις 18 Ιανουαρίου 1973 στο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟ, ο Γλαύκος Κληρίδης δήλωνε για τις ενέργειες της ΕΟΚΑ Β’ και για τον αρχηγό της τα εξής: «Αι ενέργειαι των οπαδών του Γρίβα αποτελούν βδελυράς πράξεις αι οποίαι μόνον από ανθρώπους άνευ συνειδήσεως ήτο δυνατόν να διαπραχθούν. Εφόσον ο Στρατηγός Γρίβας και μετά την συζήτησιν εις την Βουλήν και την έγκρισιν ψηφίσματος διά του οποίου καλείται να καταδικάση την βίαν και να διαλύση τα παρανόμους ομάδας του, δεν πράξη τούτο και οι οπαδοί του συνεχίζουν τα παρανόμους των ενεργείας και τας ανάνδρους δολοφονίας, τότε θα ζητήσω από την Βουλήν και τον Κυπριακόν Λαόν να τον καταδικάσουν ως δολοφόνον».

Οι προθέσεις του Γεώργιου Γρίβα και οι στόχοι της ΕΟΚΑ Β’ επιβεβαιώθηκαν τραγικά στις 15 Ιουλίου 1974, με ανάλογες τραγικές συνέπειες για τον κυπριακό ελληνισμό. Ο Γλαύκος Κληρίδης αναγνώρισε έγκαιρα το ρόλο του Γεώργιου Γρίβα και της ΕΟΚΑ Β’, στηλιτεύοντας τη δράση και τους σκοπούς τους. Τριάντα-έξι χρόνια μετά από το προδοτικό πραξικόπημα, η ιστορική μνήμη πρέπει να αποτελεί σταθερό οδοδείκτη αποφυγής παρόμοιων έκρυθμων και αντιδημοκρατικών καταστάσεων, μέσα από το σαφή προσδιορισμό των ενόχων της τραγωδίας του 1974. Οι καινοφανείς θεωρίες που στοχεύουν στον αποχαρακτηρισμό των ενόχων και στην ευρύτερη αόριστη διάχυση των ευθυνών, αποτελούν πρόκληση για τον κυπριακό ελληνισμό ο οποίος εξακολουθεί να βιώνει τις τραγικές συνέπειες της προδοσίας.

[ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ "Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ"]

9 Ιουλίου 2010

Το μαγείρεμα των αριθμών

Στις 2 Ιουλίου 2010, το ΚΕΒΕ εξέδωσε ανακοίνωση υπό τον τίτλο «Οι πραγματικότητες για τη φορολογία στην Κύπρο και η κατάρρευση των μύθων», η οποία αφορά την πρόσφατη έκδοση της Eurostat που τιτλοφορείται «Φορολογικές Τάσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση». Η ανακοίνωση του ΚΕΒΕ παρουσιάζει αποσπασματικά και παραπλανητικά μέρος των στοιχείων της Eurostat, καταλήγοντας σε αυθαίρετα συμπεράσματα που δεν πληροφορούν αντικειμενικά την κοινή γνώμη.

Η συγκεκριμένη έρευνα της Eurostat αναφέρεται στον υπολογισμό του λεγόμενου Πραγματικού Ποσοστού Φορολογίας (Implicit Tax Rate), το οποίο υπολογίζεται μέσα από μια σύνθετη και περίπλοκη στατιστική διαδικασία, η οποία περιορίζει την αξιοπιστία του τελικού αποτελέσματος. Η ίδια η Eurostat αναφέρει χαρακτηριστικά ότι οι τάσεις, ιδιαίτερα για το Πραγματικό Ποσοστό Φορολογίας επί του Κεφαλαίου, πρέπει να ερμηνεύονται με προσοχή, επειδή αντικατοπτρίζουν πολύ μεγάλο εύρος παραγόντων («Trends in the capital ITR reflect a wide range of factors and should be interpreted with caution»).

Ωστόσο, το ΚΕΒΕ δεν ερμηνεύει «με προσοχή» το συγκεκριμένο δείκτη αλλά τον παρουσιάζει αυθαίρετα ως απόδειξη της δήθεν υπερφορολόγησης του επιχειρηματικού κόσμου, αναφέροντας ότι «ενώ η φορολογία επί των εταιρικών κερδών στην Κύπρο είναι μόλις 10%, η πραγματική φορολογία του κεφαλαίου στη πατρίδα μας φθάνει το 36.4%». Δηλαδή το ΚΕΒΕ παρουσιάζει τις εταιρείες ως καταβάλλουσες φόρους ύψους 36.4% και υπογραμμίζει ότι «τα στοιχεία αυτά αναδεικνύουν τη συνεισφορά των επιχειρήσεων στις πραγματικές φορολογίες που επιβάλλονται στο τόπο μας». Αυτό δεν είναι αληθές αφού, σύμφωνα με τη Eurostat, για τον υπολογισμό του Πραγματικού Ποσοστού Φορολογίας επί του Κεφαλαίου δεν λαμβάνονται υπόψη μόνο οι επιχειρήσεις, αλλά και τα φυσικά πρόσωπα («The ITR on capital includes […] the taxes levied on the income earned from savings and investments by households and corporations»).

Είναι γεγονός ότι στην έκδοση της Eurostat το Πραγματικό Ποσοστό Φορολογίας επί του Κεφαλαίου για την Κύπρο παρουσιάζεται υψηλό. Το ΚΕΒΕ ερμηνεύει το ύψος του ποσοστού αναφέροντας ότι «αυτό οφείλεται πρώτιστα στην έκρηξη της δραστηριότητας στην ανάπτυξη γης, η οποία αποτελεί την πιο βαριά φορολογούμενη επιχειρηματική δραστηριότητα στο τόπο μας». Όμως το ΚΕΒΕ δεν λέει όλη την αλήθεια και αποκρύπτει την πραγματική ερμηνεία που δίνει η ίδια η Eurostat, η οποία βασίζεται στον τρόπο υπολογισμού του Πραγματικού Ποσοστού Φορολογίας επί του Κεφαλαίου και στα ιδιαίτερα κυπριακά δεδομένα. Στην πράξη, το καταγεγραμμένο υψηλό ποσοστό δεν έχει να κάνει ούτε με την υψηλή φορολογία, ούτε με την αφαίμαξη του επιχειρηματικού κόσμου. Σύμφωνα με τη Eurostat, το υψηλό Πραγματικό Ποσοστό Φορολογίας επί του Κεφαλαίου για την Κύπρο διαμορφώνεται έτσι επειδή ενώ οι φόροι κεφαλαιουχικών κερδών από πωλήσεις ακινήτων αποτελούν μέρος του αριθμητή για τον υπολογισμό του ποσοστού, τα κεφαλαιουχικά κέρδη από τις πωλήσεις ακινήτων – ως μη παραγωγική δραστηριότητα – δεν αποτελούν μέρος των κερδών στους εθνικούς λογαριασμούς και έτσι δεν περιλαμβάνονται στον παρονομαστή για τον υπολογισμό του ποσοστού, («The high ITR most likely overstates the underlying development because, while capital gains taxes from real estate sales form part of the nominator of the ITR on capital, capital gains are not part of profits in national accounts and hence are not comprised in the ITR's denominator») με ανάλογο καταγεγραμμένο αποτέλεσμα.

Το Κυπριακό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο οφείλει καθηκόντως να υποστηρίζει τα συμφέροντα των Κυπρίων επιχειρηματιών και να λειτουργεί για την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας στην Κύπρο. Όμως, στα πλαίσια επιτέλεσης αυτής της αποστολής πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικό, έτσι ώστε οι δημόσιες παρεμβάσεις του να μην χαρακτηρίζονται από εκούσια ή ακούσια λάθη και παραλήψεις, που πλήττουν το κύρος και την αξιοπιστία του. Ιδιαίτερα μάλιστα σε εποχές που οι μισθοσυντήρητοι πολίτες βιώνουν άμεσα και έντονα τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης.


[ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ "ΣΗΜΕΡΙΝΗ"]

11 Μαΐου 2010

12 Μαΐου 1976: Η ίδρυση του ΔΗΚΟ

Το Δημοκρατικό Κόμμα ιδρύθηκε στις 12 Μαΐου 1976, με τη μορφή της Δημοκρατικής Παράταξης, καλύπτοντας τον πολιτικό χώρο μεταξύ δεξιάς και αριστεράς, ώστε να εκφράσει τους δημοκρατικούς πολίτες που επεδίωκαν την πολιτική έκφραση και συμμετοχή μέσα από ένα πολιτικό οργανισμό προσηλωμένο στους στόχους της ελευθερίας, της δημοκρατίας και της δικαιοσύνης.


Στις 12 Μαΐου 1976, ο ιδρυτής του ΔΗΚΟ, Σπύρος Κυπριανού, δήλωσε τα εξής σχετικά με τις συνθήκες που οδήγησαν στην ίδρυση της Δημοκρατικής Παράταξης: «Το πραξικόπημα, η Τούρκικη εισβολή και η επιδίωξη των Τούρκων να εδραιώσουν και να νομιμοποιήσουν τα αποτελέσματα της επιδρομής και της ωμής βίας, δημιούργησαν συνθήκες που επιβάλλουν στον Ελληνικό Κυπριακό λαό σκληρό αγώνα για την επιβίωση του».

Αναφερόμενος στην εκ μέρους του ανάληψη της πρωτοβουλίας για την ίδρυση της Δημοκρατικής Παράταξης, ο Σπύρος Κυπριανού δήλωσε: «Συναισθανόμενος επιτακτική την ανάγκη προσφοράς των υπηρεσιών μου και ανταποκρινόμενος σε επίμονες συστάσεις προερχόμενες από διάφορα στρώματα του λαού και από πολλούς παράγοντες που γνήσια ενδιαφέρονται για την τύχη και το μέλλον του τόπου μας, κατέληξα στην απόφαση να αναλάβω την πρωτοβουλία για την ίδρυση νέας πολιτικής Δημοκρατικής Παρατάξεως». Πρόσθεσε ότι: «Μόνη φιλοδοξία μου είναι να αγωνισθώ και να συμβάλλω στη διαμόρφωση ενός καλύτερου μέλλοντος για την πατρίδα μας που αντιμετωπίζει σήμερα κίνδυνο εθνικού αφανισμού». Κατέληξε δηλώνοντας: «Η κίνησή μας φιλοδοξεί να πληρώσει το τεράστιο κενό που υπάρχει στην οργανωμένη πολιτική ζωή του τόπου και είναι δε σταθερή απόφασή μας να την οργανώσουμε και να την εδραιώσουμε πάνω σε πραγματικά δημοκρατικές βάσεις και διαδικασίες».

Η ιδρυτική διακήρυξη της Δημοκρατικής Παράταξης έθετε σαφείς πολιτικούς στόχους, με κεντρικότερο όλων την ουσιαστική συμβολή στον αγώνα για «μία δίκαιη και αξιοπρεπή λύση μέσα στα πλαίσια των αποφάσεων των Ηνωμένων Εθνών, που μεταξύ άλλων προνοούν την αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής και την επιστροφή όλων των προσφύγων στις πατρογονικές τους εστίες». Η ίδρυση της Δημοκρατικής Παράταξης στόχευε στην ενίσχυση του έργου του Εθνάρχη Μακαρίου, στην ανασύνταξη και ανανέωση των «δημοκρατικών δυνάμεων του λαού μας» και στην ανανέωση της πολιτικής ζωής μέσα από την «αξιοποίηση νέων δυνάμεων» και την «προώθηση νέων στελεχών στη δημόσια ζωή του τόπου». Ακόμη, έθετε ως στόχους την «κοινωνική δικαιοσύνη» και την «οικονομική ανασυγκρότηση», ενώ έδινε έμφαση στην ανάγκη για στενή συνεργασία μεταξύ Κύπρου και Ελλάδας, «τόσον επί επιπέδου Κυβερνήσεων και πολιτικής ηγεσίας όσον και επί επιπέδου Κοινοβουλίων», με επιδίωξη την «εδραίωση της ενότητας μεταξύ του Ελληνικού λαού και του δοκιμαζόμενου Κυπριακού Ελληνισμού».

34 χρόνια μετά από την ίδρυσή του, το ΔΗΚΟ έχει εδραιώσει την παρουσία του στην πολιτική ζωή της Κύπρου μέσα από μια συνεπή πορεία εθνικής και κοινωνικής προσφοράς. Η διακυβέρνηση του Σπύρου Κυπριανού, από το 1977 μέχρι το 1988, συνέβαλε ουσιαστικά στη ανοικοδόμηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, στην τελωνειακή ένωση της Κύπρου με την τότε ΕΟΚ και στη συνεπή προβολή του Κυπριακού ως προβλήματος εισβολής και κατοχής. Η διακυβέρνηση του Τάσσου Παπαδόπουλου, από το 2003 μέχρι το 2008, συνέβαλε αποτελεσματικά στην περαιτέρω οικονομική ανάπτυξη, στην ένταξη της Κύπρου στην ΟΝΕ και στη διάσωση της Κυπριακής Δημοκρατίας μέσα από την απόρριψη του απαράδεκτου Σχεδίου Ανάν.

Σήμερα, ένα ισχυρό ΔΗΚΟ είναι απαραίτητο για τη συνέχιση του αντικατοχικού αγώνα που διεξάγει ο Κυπριακός Ελληνισμός. Η ηγεσία, τα στελέχη, τα μέλη και οι φίλοι του ΔΗΚΟ οφείλουν να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για την περαιτέρω ενδυνάμωση του ΔΗΚΟ και να εργαστούν για να διαψεύσουν όσους αγωνιούν να δουν το ΔΗΚΟ αποδυναμωμένο και περιθωριοποιημένο.

[Εφημερίδα "Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ"]

16 Φεβρουαρίου 2010

Κοινωνικός Αυτοματισμός και Δημόσια Υπηρεσία

Ο Αναπληρωτής Πρόεδρος του ΔΗΣΥ κ. Αβέρωφ Νεοφύτου, σε άρθρο του που δημοσιεύθηκε την Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2009 στην εφημερίδα ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ, υπό τον τίτλο «Οι ανισότητες ιδιωτικής και δημόσιας απασχόλησης και οι αναγκαίες τομές», εισάγει εμμέσως την προβληματική πρακτική του κοινωνικού αυτοματισμού.

Ο κοινωνικός αυτοματισμός είναι μία μέθοδος που χρησιμοποιείται από τους εκπροσώπους της κατεστημένης άρχουσας τάξης και έχει ως στόχο τον αποπροσανατολισμό των πολιτών από τον πραγματικό πυρήνα των προβλημάτων που τους απασχολούν, ιδιαίτερα όταν αυτά έχουν κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο. Στα πλαίσια του κοινωνικού αυτοματισμού ομάδες πολιτών κατευθύνονται εναντίον άλλων ομάδων πολιτών, οι οποίες έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά από τα δικά τους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο κ. Αβέρωφ Νεοφύτου προσπαθεί να κατευθύνει τους πολίτες που δραστηριοποιούνται επαγγελματικά στον ιδιωτικό τομέα εναντίον των πολιτών που εργάζονται στο δημόσιο τομέα, παρουσιάζοντας τους όρους εργασίας των τελευταίων ως την αιτία για την οικονομική κρίση και την παρούσα προβληματική οικονομική κατάσταση. Μέσα από την ενεργοποίηση των αντανακλαστικών του κοινωνικού αυτοματισμού, αναμένεται ότι η μάζα των πολιτών που εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα θα επικεντρώσει την αντίδρασή της έναντι των εργαζόμενων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα αντί να αντιδράσει έναντι των πραγματικών αιτίων που προκάλεσαν την οικονομική κρίση.

Για να υποστηρίξει περαιτέρω την πρακτική του κοινωνικού αυτοματισμού, ο κ. Νεοφύτου καταθέτει σειρά αντιδραστικών προτάσεων, οι οποίες στρέφονται ενάντια στο κοινωνικό κράτος και ιδιαίτερα ενάντια στους νέους.

Ο κ. Νεοφύτου εισηγείται διετές μορατόριουμ προσλήψεων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Ανεξαρτήτως εάν η δημόσια υγεία χρειάζεται νοσηλευτές, εάν το δημόσιο σχολείο χρειάζεται εκπαιδευτικούς και εάν η δημόσια ασφάλεια χρειάζεται αστυνομικούς, ο κ. Νεοφύτου προτείνει να μην προσληφθεί κανένας πουθενά, διαμορφώνοντας ανεπαρκή δημόσια νοσηλεία, ανεπαρκή δημόσια παιδεία και ανεπαρκή κρατική ασφάλεια. Καταλήγει αναφέροντας ότι «εκεί που υπάρχουν ανάγκες θα αγοράζουμε υπηρεσίες». Δηλώνει ότι θέλει να μειώσει τις δυνατότητες του δημόσιου τομέα, ώστε το κράτος να αγοράζει υπηρεσίες από τον ιδιωτικό τομέα, μετατρέποντας τους ιδιώτες επιχειρηματίες σε υπεργολάβους του κράτους. Δηλαδή, το κράτος θα πληρώνει τις ιδιωτικές κλινικές, τα ιδιωτικά σχολεία και τις ιδιωτικές υπηρεσίες ασφάλειας για να παρέχουν αυτές τις υπηρεσίες. Με άλλα λόγια, ο κ. Νεοφύτου θέλει να μετατρέψει το κράτος σε πελάτη των κερδοσκόπων,, στέλνοντας τον παραφουσκωμένο λογαριασμό στους πολίτες.

Επιπλέον, ο κ. Νεοφύτου εισηγείται τη μείωση των κλιμάκων εισδοχής στη δημόσια υπηρεσία και την αλλαγή του συστήματος εισφορών των νεοεισερχομένων δημοσίων υπαλλήλων για τις συντάξεις τους. Δηλαδή εισηγείται τη μείωση των μισθών των νέων που εισέρχονται στη δημόσια υπηρεσία και την αύξηση των εισφορών των νέων στο ταμείο κοινωνικών ασφαλίσεων. Για τον κ. Νεοφύτου οι νέοι πρέπει να αμείβονται λιγότερο και να πληρώνουν περισσότερα απ’ ότι οι μεγαλύτεροι. Στην πράξη, η μείωση των κλιμάκων εισδοχής στη δημόσια υπηρεσία θα επηρεάσει ανάλογα τις αντίστοιχες απολαβές στον ιδιωτικό τομέα οι οποίες επίσης θα μειωθούν. Με άλλα λόγια, ο κ. Νεοφύτου θέλει να περικόψει τις απολαβές των νέων και να διαμορφώσει φθηνότερο ποιοτικό ανθρώπινο δυναμικό για την αγορά εργασίας, προς όφελος του ιδιώτη εργοδότη.

Ο κ. Αβέρωφ Νεοφύτου είναι συνεπής υποστηρικτής του νεοφιλελευθερισμού, της πολιτικοοικονομικής προσέγγισης που γέννησε την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση μέσα από την ασυδοσία της αγοράς και τον περιορισμό του ρυθμιστικού ρόλου του κράτους. Όμως οι Lehman Brothers δεν εργάζονται στη Δημόσια Υπηρεσία, δεν εργοδοτούνται στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και δεν είναι μέλη της ΠΑΣΥΔΥ. Δεν ευθύνεται ο κλητήρας και ο εργάτης για την οικονομική κρίση. Δεν ευθύνεται η τηλεφωνήτρια και η γραμματέας για τις απολύσεις στην οικοδομική βιομηχανία. Δεν ευθύνεται η καθαρίστρια και ο βοηθός θαλάμου για τη μείωση του τουριστικού ρεύματος. Δεν ευθύνεται ο τεχνικός και ο λειτουργός για τη μείωση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων.

Αν και ο Αναπληρωτής Πρόεδρος του ΔΗΣΥ προσπαθεί να αποπροσανατολίσει τους πολίτες, είναι προφανέστατα τα αίτια της οικονομικής κρίσης και είναι ακόμη προφανέστερη η τοποθέτησή του απέναντι από τον απλό πολίτη, από το νέο και τον εργαζόμενο. Ηλίου φαεινότερη είναι η συνηγορία υπέρ των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων, είτε αυτόκλητα είτε καθηκόντως. Όμως οι πολίτες διαθέτουν άμυνες που θα αποτρέψουν τον αποπροσανατολισμό και θα απενεργοποιήσουν τον σκοπούμενο κοινωνικό αυτοματισμό.


[Εφημερίδα "Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ"]