Σελίδες

12 Ιουλίου 2015

Η εξάρτηση από την “καλοσύνη των ξένων”

Στο "Λεωφορείον ο Πόθος" του Tennessee Williams, όταν η Blanche DuBois έχει πλέον απολέσει πλήρως την αξιοπρέπεια της και την επαφή της με την πραγματικότητα, παραδίδεται στο γιατρό που της τείνει το χέρι για να τη βοηθήσει να σηκωθεί από το πάτωμα και να τη μεταφέρει στη ψυχιατρική κλινική, απευθύνοντάς του τη φράση: "Όποιος και να είσαι, πάντα βασιζόμουν στην καλοσύνη των ξένων". Εάν αυτή η αποστροφή της Blanche ήταν το αποκορύφωμα της αποκάλυψης ενός σύνθετου θεατρικού χαρακτήρα, στην περίπτωση του ελληνικού κράτους η εξάρτηση από την “καλοσύνη των ξένων” αποτελεί διαχρονική τάση που καθόρισε και καθορίζει την ιστορία και την πορεία του. Η απαλλαγή από αυτή την εξάρτηση θα σηματοδοτήσει την πραγματική χειραφέτηση και την ανεξαρτησία της Ελλάδας, που θα της επιτρέψει να ασκήσει πραγματική εθνική και λαϊκή κυριαρχία. Όμως, ο δρόμος της απεξάρτησης είναι δύσκολος, δύσβατος και κοπιώδης, γι’ αυτό συνήθως η συζήτηση περιορίζεται στην ταυτότητα των ξένων που θα ελεήσουν την Ελλάδα με την καλοσύνη τους, αντί στους τρόπους με τους οποίους η χώρα θα μπορέσει να σταθεί στα πόδια της χωρίς δεκανίκια. Με αποτέλεσμα τα δεκανίκια να θεωρούνται απαραίτητα και αυτονόητα, με μοναδικό δίλημμα τη χώρα κατασκευής τους.


Στα πρώτα χρόνια μετά την ελληνική επανάσταση του 1821, τα πράγματα ήταν πολύ πιο προφανή, αφού τα πρώτα ελληνικά πολιτικά κόμματα ονομάζονταν “Ρωσικό Κόμμα”, “Γαλλικό Κόμμα” και “Αγγλικό Κόμμα”, προσβλέποντας στην αντίστοιχη μεγάλη Δύναμη για παροχή υποστήριξης στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Στην πορεία, αυτή η σχέση έγινε διακριτικότερη, αλλά εξακολούθησε να χαρακτηρίζει την εξέλιξη της Ελλάδας που ανέπνεε “με δύο πνεύμονες, τον μεν αγγλικόν, τον δε αμερικανικόν”. Από τους Άγγλους απελευθερωτές της Αθήνας υπό το Στρατηγό Σκόμπι μέχρι την αμερικανική βοήθεια του Σχεδίου Μάρσαλ, και από το "Στρατηγέ μου, ιδού ο στρατός σας" του Κανελλόπουλου μέχρι το "όπλο παρά πόδα" του Ζαχαριάδη, η εκάστοτε προσδοκία εθνικής παλιγγενεσίας γινόταν αντιληπτή μόνο υπό την υποστήριξη, την καθοδήγηση και την ιδιοκτησία των “φιλελλήνων” ξένων. Στο πλαίσιο του επίκαιρου ελληνικού ζητήματος, η προσδοκία της “καλοσύνης των ξένων” είναι αντίστοιχη: Ορισμένοι πιστεύουν ότι η Ευρώπη έχει την ευθύνη της οικονομικής υιοθεσίας της Ελλάδας παρέχοντας μόνιμη χρηματοδότηση, ορισμένοι άλλοι πιστεύουν ότι η Ελλάδα πρέπει να απευθυνθεί στη Ρωσία για να συνάψει ανάλογες συνεργασίες και να λάβει δανειοδότηση, κάποιοι άλλοι αναφέρονται στο ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η Κίνα ως χρηματοδότης της Ελλάδας, άλλοι επιμένουν στη σταθερή αξία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, άλλοι προτάσσουν την περίπτωση των BRICs, και ούτω καθεξής. Σε κανένα από αυτά τα σενάρια η Ελλάδα δεν είναι ισότιμος εταίρος ή ισοδύναμος παίκτης. Αντίθετα, σε όλες τις περιπτώσεις η Ελλάδα είναι ο φτωχός συγγενής που ως λιγότερο ή περισσότερο περήφανος επαίτης διεκδικεί χαρτζιλίκι. Αυτές οι προσεγγίσεις δεν βοηθούν την Ελλάδα να εξέλθει από την ύφεση, αλλά την καθιστούν ακόμη περισσότερο εξαρτημένη, επειδή δημιουργούν την ψευδαίσθηση της δυνατότητας για εύκολες λύσεις που θα επιτρέψουν αβρόχοις ποσίν την ανάκαμψη, αντί της επικέντρωσης στα όσα η χώρα μπορεί πραγματικά να επιτύχει.

Η περιλάλητη “αξιοπρέπεια”, που υπόσχονται απλόχερα στο λαό όσοι επιλέγουν βολικά να απευθύνονται στο θυμικό αντί στο λογικό του, είναι επιταγή χωρίς αντίκρισμα αν δεν προκύπτει μέσα από την οικοδόμηση στέρεης εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας. Και δυστυχώς, από τη στιγμή που μια χώρα εξαρτάται από την αλληλεγγύη και τους όρους των ξένων για να καταφέρει να επιβιώσει, έχει ήδη απολέσει σημαντικό μέρος της κυριαρχίας της. Η κυριαρχία δεν περιορίστηκε εφάπαξ με την υπογραφή των Μνημονίων, ούτε θα αποκατασταθεί εφάπαξ με την κατάργηση των Μνημονίων. Η κυριαρχία περιορίστηκε από την ανάγκη για Μνημόνια, και μέχρι να εκλείψει αυτή η ανάγκη, θα παραμένει κουτσουρεμένη. Το πρώτιστο καθήκον της πολιτικής ηγεσίας μιας χώρας που έχει περιέλθει σε αυτή την κατάσταση, είναι να δρομολογήσει τις ενέργειες που θα της επιτρέψουν να ανακτήσει την κυριαρχία που έχασε: Να διαμορφώσει ολοκληρωμένο αναπτυξιακό σχεδιασμό, να εφαρμόσει εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις, να προχωρήσει σε παραγωγική αναδιάρθρωση. Να θέσει πολιτικές προτεραιότητες, να διαμορφώσει πολιτικές συμμαχίες, να επιτύχει πολιτικά αποτελέσματα. Να εδραιώσει τη θέση της στο γεωπολιτικό της περιβάλλον, να καταστεί πρωταγωνιστής, να επηρεάζει τις διεθνείς εξελίξεις. Να προσφέρει στους πολίτες της ασφάλεια, ευημερία και προοπτική. Διαφορετικά, η χώρα θα παραμείνει όπως η Blanche DuBois: Θα κυλιέται στο πάτωμα και θα βασίζεται στην καλοσύνη των ξένων...

[Εφημερίδα Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ]

5 Ιουλίου 2015

Στην παγίδα των υπεραπλουστεύσεων

Οι υπεραπλουστεύσεις των πραγμάτων είναι επικίνδυνες, επειδή μέσα από την απαλοιφή των παραγόντων που συναποτελούν ένα σύνθετο ζήτημα, καταλήγουν σε μονοδιάστατες και ανεπαρκείς προσεγγίσεις. Ιδιαίτερα στην πολιτική, οι υπεραπλουστεύσεις είναι σύνηθες καταφύγιο για όσους θέλουν να μεταφέρουν εύπεπτα μηνύματα, με λίγα υλικά και εύκολη προετοιμασία. Όμως, παρά το ότι οι υπεραπλουστεύσεις είναι βολικές στην πολιτική επικοινωνία, δεν είναι καθόλου χρήσιμες στην πολιτική πρακτική. Και δυστυχώς, στο περιβάλλον της οικονομικής κρίσης έχουν επικρατήσει με τρόπο που πλέον αποτελούν μέρος του προβλήματος. Η περίπτωση της Ελλάδας είναι χαρακτηριστική, με αποκορύφωμα τη σύνοψη της υπεραπλούστευσης στο δημοψηφισματικό ερώτημα μεταξύ του ΝΑΙ και του ΟΧΙ. Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι πολύ περίπλοκη για να επιτρέπει μονοσήμαντες αντανακλαστικές αντιδράσεις όπου απλώς “πρέπει να κάνουμε αυτά που μας λένε οι άλλοι” ή απλώς “δεν πρέπει να κάνουμε αυτά που μας λένε οι άλλοι”, χωρίς πρωτογενή καθορισμό επιδιώξεων και προτεραιοτήτων.


Στην πράξη, το ερώτημα που καλείται να απαντήσει ο ελληνικός λαός αποτελεί το απαύγασμα της αποτυχίας των πρόσφατων ελληνικών κυβερνήσεων για σύζευξη δύο μεγάλων εθνικών στόχων: Της απαλλαγής από τη σκληρή λιτότητα και της παραμονής στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Όσοι ψάχνουν εύκολες απαντήσεις που να μπορούν να μετατραπούν σε ρυθμικά συνθήματα στα χείλη οπαδών, μπορούν να προτάξουν ότι τα δύο είναι απολύτως ασύμβατα. Όμως αυτές οι απαντήσεις ανακυκλώνουν το πρόβλημα, χωρίς να δίνουν λύση. Η πολιτική της λιτότητας είναι λανθασμένη και πρέπει να αλλάξει. Όμως αυτή η αλλαγή δεν θα επέλθει ξαφνικά, δεν θα επισυμβεί απότομα και δεν θα γιορτάζεται σε μια συγκεκριμένη επέτειο. Η έξοδος της Ελλάδας από την κρίση και την ύφεση δεν θα συμβεί αυτόματα, αλλά θα προκύψει εξελικτικά, αφενός μέσα από το σταδιακό απεγκλωβισμό από τη σκληρή λιτότητα και το τεράστιο χρέος, και αφετέρου μέσα από τον αναπτυξιακό σχεδιασμό, την παραγωγική αναδιάρθρωση και το θεσμικό εκσυγχρονισμό. Η θέση της Ελλάδας είναι στην Ευρώπη, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ευρωζώνη. Όμως η συμμετοχή της δεν μπορεί να είναι παθητική, αλλά ενεργητική και διεκδικητική, όπου ως ισότιμος εταίρος οφείλει να διαμορφώνει συμμαχίες και να προωθεί πολιτικές. Η οικονομική πολιτική που επικρατεί σήμερα στην Ευρώπη μπορεί να αλλάξει εφόσον προκύψουν ευρωπαϊκές Κυβερνήσεις οι οποίες να αντιταχθούν σε αυτήν, ανταποκρινόμενες στη λαϊκή εντολή των πολιτών τους. Και ελληνική κυβέρνηση έχει καθήκον να συμβάλει ουσιαστικά προς αυτή την κατεύθυνση διαμορφώνοντας τις κατάλληλες συμμαχίες που θα επιτρέψουν την αντικατάσταση της πολιτικής της λιτότητας από αναπτυξιακές πολιτικές.

Οι πολιτικές και οι οικονομικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν μετά από τη θεσμοθέτηση της υπεραπλούστευσης με τη μορφή του δημοψηφισματικού ερωτήματος είναι ακόμα πιο προβληματικές, επειδή θέτουν την άσκηση της πολιτικής σε μια στενά διλημματική βάση. Η επικράτηση ακραίων προσεγγίσεων εκατέρωθεν δεν είναι καθόλου ελπιδοφόρα, επειδή οδηγεί στην περιθωριοποίηση της λογικής, της μετριοπάθειας και της σύνεσης. Όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα, η επόμενη ημέρα θα είναι δύσκολη, εκτός εάν η πολιτική ηγεσία καταφέρει να απαγκιστρωθεί από το δίλημμα της υποτακτικής συμμετοχής ή της επαναστατικής εξόδου από το ευρωπαϊκό πλαίσιο. Λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα και τους συντελεστές τους, αυτή η απαγκίστρωση δεν θα είναι εύκολη, όμως αποτελεί τη μόνη ουσιαστική επιλογή. Αλλιώς, θα επικρατήσει ένας βαρύς ελληνικός χειμώνας που θα διαρκέσει πολύ και δεν θα είναι ευχάριστος για κανέναν, εκτός από τους γνωστούς κερδοσκόπους και τους επίδοξους ολιγάρχες, που θα καταφέρουν να εκμεταλλευτούν πράγματα και καταστάσεις. 

[Εφημερίδα Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ]