Σελίδες

15 Μαρτίου 2015

Η κρίση της Ευρώπης είναι πολιτική

Η κρίση που ταλανίζει την Ευρώπη είναι κατά βάση μία πολιτική κρίση που προκαλεί οικονομικές επιπτώσεις, παρά μία οικονομική κρίση που προκαλεί πολιτικές επιπτώσεις. Στο σύγχρονο κόσμο, η πολιτική διαχείριση αρνητικών οικονομικών εξελίξεων είναι σύνηθες φαινόμενο, αφού οι εναλλασσόμενοι κύκλοι ύφεσης είναι  αναπόφευκτο μέρος της ζωής και της ιστορίας. Όμως, για την ομαλή έξοδο από τις εκάστοτε υφεσιακές συνθήκες είναι απαραίτητη η λήψη πολιτικών αποφάσεων με γνώμονα την επιστροφή στην ανάπτυξη και στην ευημερία, αφού η οικονομία υπάρχει για να εξυπηρετεί τον άνθρωπο και όχι για να τον υποδουλώνει. Αλλά, όταν το πολιτικό σύστημα αποτυγχάνει να αναχαιτίσει την ύφεση, τότε η οικονομική κρίση καθίσταται απλώς η αφορμή που αποκαλύπτει τις σοβαρές ανεπάρκειες του πολιτικού συστήματος.

Οι παραμέτροι της πολιτικής κρίσης έχουν ως επίκεντρο την ελλειμματική λειτουργία της δημοκρατίας και των θεσμών: Οι πολίτες δεν ενημερώνονται για το περιεχόμενο των πολιτικών αποφάσεων που τους αφορούν και η δημόσια συζήτηση αποπροσανατολίζει από την ουσία των πραγμάτων, με αποτέλεσμα την προνομιακή συμμετοχή των ελίτ και της ολιγαρχίας. Η κοινωνία δεν συμμετέχει στη λήψη των αποφάσεων που καθορίζουν τις εξελίξεις, επειδή η δημοκρατική διαδικασία γίνεται εφάπαξ, χωρίς έλεγχο και χωρίς συνέχεια, ενώ συνεπακόλουθα, αυτή η διαπίστωση απωθεί από τη δημοκρατική συμμετοχή και εκτοξεύει την αποχή. Επιβάλλονται ετσιθελικές αποφάσεις σε δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις, θέτοντας υπό πρακτική αμφισβήτηση την όποια λαϊκή νομιμοποίηση και ανατρέποντας το αυτονόητο κεκτημένο της λαϊκής κυριαρχίας. Έχει κυριαρχήσει μία λανθασμένη ιδεολογική προσέγγιση, η οποία χαρακτηρίζεται από δογματικές αγκυλώσεις που της αποστερούν το ρεαλισμό και την ευελιξία, μποϋκοτάροντας τη διαλεκτική σύνθεση των απόψεων και την προσέγγιση συμβιβαστικών προσεγγίσεων. Οι αποφάσεις λαμβάνονται στη βάση της εξυπηρέτησης κατεστημένων οικονομικών συμφερόντων, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με αποτέλεσμα τη δημιουργία και την εδραίωση σοβαρών κοινωνικών και εθνικών ανισοτήτων, που δημιουργούν εύφορο έδαφος για την ανάπτυξη ακραίων πολιτικών δυνάμεων. Η απουσία ενιαίας ευρωπαϊκής κουλτούρας που να βρίσκεται σε συνάρτηση με τα συμφέροντα της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών παρέχει εύφορο έδαφος στη σύμπτωση των ολίγων μεγάλων συμφερόντων, που χωρίς ουσιαστική αντίσταση κυριαρχούν ανεπαίσθητα και πολυεπίπεδα. Η αντιμετώπιση της θεσμικής ανεπάρκειας που χαρακτηρίζει ορισμένα ευρωπαϊκά κράτη δεν αποτελεί πραγματική προτεραιότητα, λόγω τού εύφορου πεδίου που παρέχεται σε διάφορους εθνικούς και ιδιωτικούς κύκλους για εκμετάλλευση αυτής της κατάστασης προς όφελος των ιδίων. Η διατήρηση των δεσπόζουσων θέσεων που προέκυψαν μέσα από τη στρεβλή κατάσταση που οδήγησε στην ύφεση, καθίσταται αυτοσκοπός και εμποδίζει την πολιτική αναπροσαρμογή φρενάροντας την αλλαγή και τον εκσυγχρονισμό.


Η έξοδος από την οικονομική κρίση περνά μέσα από το μονοπάτι της αντιμετώπισης της πολιτικής κρίσης. Η συντήρηση της κρίσης είναι απότοκη της εμμονής εκείνων που εξακολουθούν να επιμένουν στη συντήρηση της εξουσίας τους έναντι των υπολοίπων και είναι απρόθυμοι να λειτουργήσουν εντός ενός πλαισίου δημοκρατίας, συνεννόησης και λογοδοσίας. Και αν η Ευρώπη δεν καταφέρει να διαχειριστεί αποτελεσματικά την πολιτική κρίση, τότε θα συνεχίσει την περιδίνηση στα βάθη της οικονομικής κρίσης, ανατροφοδοτώντας την πολιτική κρίση και ενισχύοντας φυγόκεντρες τάσεις που δύσκολα πλέον θα είναι αναστρέψιμες. 

[Εφημερίδα Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ]

3 Μαρτίου 2015

«Ένα μικρό βήμα προς μια νέα κατεύθυνση»

Συνήθως, μεταξύ του πανηγυρικού ενθουσιασμού και της μηδενιστικής απογοήτευσης που ακολουθούν τα σημαντικά πολιτικά γεγονότα, κρύβεται η αλήθεια. Στην περίπτωση της πρόσφατης διαβούλευσης και απόφασης για το ελληνικό ζήτημα στα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αλήθεια δεν είναι ιδιαιτέρως κρυμμένη, αφού περιγράφηκε γλαφυρά από τον Έλληνα Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος ανέφερε ότι έγινε «ένα μικρό βήμα προς μια νέα κατεύθυνση», χωρίς τυμπανοκρουσίες και χωρίς νενικήκαμεν. Όμως, είναι σημαντικό να αξιολογηθεί το περιεχόμενο αυτού του μικρού βήματος, οι προοπτικές της νέας κατεύθυνσης και οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες το πρώτο βήμα θα είναι σταθερό και θα το ακολουθήσουν άλλα.


Το σημαντικότερο επίτευγμα για την ελληνική πλευρά είναι η ουσιαστική ακύρωση της μνημονιακής υποχρέωσης για επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 3% για το 2015, το οποίο θα κατευθυνόταν προς την αποπληρωμή του παλαιού χρέους. Η ακύρωση αυτής της πρόνοιας είναι ιδιαίτερα σημαντική επειδή αποτελεί την πεμπτουσία της πολιτικής της λιτότητας, και συνεπάγεται την απελευθέρωση οικονομικών πόρων οι οποίοι μπορούν να αξιοποιηθούν αναπτυξιακά, κοινωνικά και ανθρωπιστικά. Παράλληλα, επανατοποθετήθηκε η σχέση της ελληνικής Κυβέρνησης με τους δανειστές της, και πλέον αντί της παρουσίας του τροϊκανού κλιμακίου των τεχνοκρατών που δεν είναι σε θέση να διαπραγματευθεί αλλά μόνο να αστυνομεύει, τίθεται σε εφαρμογή η απευθείας επαφή με τους επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, υπό καθεστώς διαρκούς ισότιμης πολιτικής διαπραγμάτευσης. Επιπρόσθετα, η ελληνική πλευρά επανακτά το αυτονόητο δικαίωμα της διαμόρφωσης και της ιεράρχησης των μεταρρυθμίσεων που θα υλοποιηθούν, οι οποίες πλέον δεν θα είναι δοτές από τους δανειστές, ενώ το πλαίσιο αυτών των μεταρρυθμίσεων συμφωνήθηκε και βασίζεται μεταξύ άλλων σε έννοιες όπως η ανάπτυξη και η κοινωνική δικαιοσύνη. Ακόμη, η ελληνική Κυβέρνηση είναι σε θέση να ακυρώσει μνημονιακές ρυθμίσεις που αποφασίστηκαν στο παρελθόν, και να υποκαταστήσει τα έσοδα από αυτές με άλλους δικαιότερους τρόπους, ενώ μετά από την γεφυρωτική περίοδο των τεσσάρων μηνών θα είναι σε θέση να επαναδιαπραγματευθεί συνολικά το δανειακό πρόγραμμα σε μια νέα βάση.

Σε συνδυασμό με τα πιο πάνω, η ελληνική πλευρά πέτυχε τη διεθνοποίηση του ελληνικού ζητήματος και την τοποθέτηση του στο επίκεντρο του ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος ως πανευρωπαϊκού ζητήματος, που έχει να κάνει με την ανάγκη αντικατάστασης των πολιτικών της λιτότητας με πολιτικές ανάπτυξης. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, η ελληνική Κυβέρνηση χρειάζεται συμμάχους σε επίπεδο ευρωπαϊκών Κυβερνήσεων, οι οποίες αναμένεται ότι κατά το προσεχές διάστημα μπορούν να προκύψουν είτε μέσα από εκλογικές διαδικασίες σε χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ισπανία και η Ιρλανδία, είτε μέσα από την πολιτική στροφή Κυβερνήσεων όπως αυτές της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Κύπρου. Ταυτόχρονα, παράγοντες των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης φαίνεται να κρατούν αποστάσεις από την άτεγκτη στάση της Γερμανίας, οι οποίες δεν θα παραμείνουν στατικές αλλά θα μεγαλώνουν αναλόγως των κινδύνων που αυτή η στάση προκαλεί στην ευρωπαϊκή συνοχή και αναλόγως της εποικοδομητικής στάσης της Ελλάδας.

Παρ’ όλα αυτά, για την κεφαλαιοποίηση των μικρών βημάτων που πέτυχε η Ελλάδα και για την ενεργοποίηση του πολιτικού momentum που δημιουργήθηκε, υπάρχουν ορισμένες αυστηρές προϋποθέσεις: Η ελληνική Κυβέρνηση πρέπει να επιδείξει αποφασιστικότητα στη μεταρρυθμιστική προοπτική της χώρας, πρέπει να συγκρουστεί με τα κατεστημένα που κρατούν την Ελλάδα δεμένη στο παρελθόν, πρέπει να παραμείνει μακριά από τη διαπλοκή και τη διαφθορά, πρέπει να δείξει επιμονή και υπομονή, πρέπει να καταφέρει να παραμείνει συμπαγής και πρέπει να καταφέρει να συνδυάσει τον ιδεαλισμό με το ρεαλισμό. Η ανταπόκριση σε αυτές τις προϋποθέσεις δεν είναι εύκολη, όμως το εγχείρημα της ελληνικής Κυβέρνησης είναι ούτως ή άλλως δύσκολο: Θέλει να παραμείνει στην Ευρώπη και στην Ευρωζώνη, αλλάζοντας την Ευρώπη και την Ευρωζώνη. Αυτή η αλλαγή δεν θα συμβεί αυτόματα, δεν θα συμβεί εύκολα, και σίγουρα δεν έχει συμβεί ακόμη. Αλλά τουλάχιστον ξεκινά να αχνοφαίνεται.

[Εφημερίδα ΠΟΛΙΤΗΣ]