Σελίδες

13 Δεκεμβρίου 2008

«Αφ’ υψηλά έπεσε και απέθανεν ελεύθερος»

Ο Τάσσος Παπαδόπουλος αντιμετώπισε σκληρή και όχι πάντοτε καλοπροαίρετη κριτική. Δικάστηκε επανειλημμένα όχι μόνο για τις αποφάσεις του αλλά και για τις προθέσεις του όσον αφορά το μέλλον της πατρίδας του. Και του αποδόθηκαν προθέσεις ποταπές που μόνο ως υβριστικές μπορούν να χαρακτηριστούν για Έλληνα Κύπριο ηγέτη. Εντέχνως επιδιώχθηκε να παρουσιαστεί ως το εμπόδιο για τη λύση του Κυπριακού και χαρακτηρίστηκε σαν πολιτική παρουσία αρνητική για οποιαδήποτε θετική εξέλιξη στο εθνικό μας θέμα, αν και ήδη σήμερα οι τρέχουσες εξελίξεις αποδεικνύουν την αβασιμότητα των αφορισμών.

Ο Τάσσος Παπαδόπουλος τόλμησε και ουδέποτε επαναδιαμόρφωσε την εθνική πολιτική που του επέβαλλε η κρίση και η συνείδησή του έτσι ώστε να γίνει αρεστός σε αυτόκλητους διαμορφωτές της κοινής γνώμης ή σε ξένα κέντρα λήψεως αποφάσεων. Η επιλογή της εύκολης οδού απορρίφθηκε δια της πορείας και του έργου του Τάσσου Παπαδόπουλου και συνοψίστηκε μέσα από τα λόγια του ιδίου: «Είμαι υπόλογος μόνο στο λαό μου και λογοδοτώ μόνο στην ιστορία».
Αυτή είναι η πολιτική στάση που αφήνει ως παρακαταθήκη ο Τάσσος Παπαδόπουλος: Ακόμη κι όταν η πολιτική ατμόσφαιρα φαντάζει δύσκολη, ακόμη κι όταν οι πιέσεις γίνονται αφόρητες, ακόμη κι όταν κουνούν διδακτικά το δάκτυλο «εκείνοι κι αυτοί που παίρνουν τη ζωή σαν καπρίτσιο της στιγμής», οφείλουμε και πρέπει να έχουμε το ψυχικό σθένος που επιτρέπει σε ορισμένους να δείχνουν και να ακολουθούν το δρόμο του αγώνα.


Στη σύγχρονη ιστορία της Κύπρου διδαχθήκαμε ότι όταν πέφτουν οι σημαιοφόροι τα λάβαρα πρέπει να κυματίζουν ψηλότερα πριν να τα πάρει ο θάνατος. Και αφού ο σημαιοφόρος «αφ’ υψηλά έπεσε και απέθανεν ελεύθερος», πρέπει κι εμείς το ίδιο ελεύθερα να συνεχίσουμε να απαιτούμε για εμάς και τις γενιές που θα ακολουθήσουν. Και εφόσον «ανεβαίνει τώρα μοναχός και ολόλαμπρος», θα είναι για όλους υπόδειξη της πορείας του καθήκοντος, «μ’ ένα σκοπό του ταξιδιού: προς τ’ άστρα»!



[ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ "Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ"]

11 Δεκεμβρίου 2008

Άλλοθι στη Βία της Εξουσίας

Το Κράτος ως μορφή εξουσίας, έχει μέσω των Σωμάτων Ασφαλείας την ευθύνη της προστασίας των πολιτών για την παροχή ασφαλούς πλαισίου ελευθερίας δραστηριοποίησης με αντικείμενο την ατομική και κοινωνική ευημερία. Τα όρια των μέσων που έχει στη διάθεσή της η εξουσία για την επίτευξη αυτού του στόχου είναι ενίοτε δυσδιάκριτα και ασαφή, αφού η λελογισμένη χρήση φυσικής βίας για την επιβολή του νόμου και της τάξης εύκολα καταχράται. Όταν όμως η χρησιμοποιούμενη βία καταλήγει στο χειρότερο αποτέλεσμα που θα μπορούσε να καταλήξει το οποίο είναι η αφαίρεση ανθρώπινης ζωής, όπως συνέβηκε το Σάββατο 06 Δεκεμβρίου με τη δολοφονία του 15χρονου Αλέξη Γρηγορόπουλου, τότε τα μέσα οριοθετούνται με σαφήνεια και είναι κατάδηλο ότι έχουν προσπεραστεί.

Η εύκολη εστίαση σε αποκλειστικές ευθύνες των αστυνομικών οργάνων αντιμετωπίζει το επεισόδιο αποσπασματικά, αγνοώντας τις ευθύνες της εμπεδωμένης πολιτικής και επαγγελματικής κουλτούρας που πρεσβεύουν τα συγκεκριμένα όργανα. Μήτρα αυτής της κουλτούρας είναι η πολιτική και επιχειρησιακή ηγεσία των Σωμάτων Ασφαλείας και η κεντρική πολιτική εξουσία που μέσα από δομημένες διαδικασίες μεταφέρουν προς τα κάτω στάσεις και νοοτροπίες. Φυσιολογικά, η κεντρική πολιτική εξουσία γνωρίζει την ευθύνη που φέρει και συνειδητά ενεργοποιεί τους τρόπους και τις τακτικές που θα της επιτρέψουν να αποσείσει αυτή την ευθύνη προτάσσοντας την αόριστη ετοιμότητα για ανάληψη πολιτικής ευθύνης, εστιάζοντας την πραγματική ευθύνη στους στενότατα και αμεσότατα εμπλεκόμενους και αφήνοντας ελεγχόμενα ανεξέλεγκτη τη λαϊκή αντίδραση.


Έτσι, προκύπτει ένα σχήμα όπου η απρόκλητη χρήση κρατικής βίας, ακολουθείται από την ανοχή στη βίαιη αντίδραση και ολοκληρώνεται με την εκμετάλλευση της βίαιης αντίδρασης για έμμεση νομιμοποίηση της αρχικής απρόκλητης κρατικής βίας. Το προβληματικό περιεχόμενο του συνθήματος και της πρακτικής «βία στη βία της εξουσίας» έγκειται στο ότι, ακούσια αλλά εκ των πραγμάτων, νομιμοποιεί τη βία της εξουσίας αφού διαχωρίζοντας του πολίτες σε «φιλήσυχους» και «ανήσυχους», διεγείρει τα αμυντικά ένστικτα των πολιτών της πρώτης κατηγορίας που αποζητούν την πυγμή του κράτους αφού θεωρούν ότι η βία των αντιδρώντων απειλεί τους ιδίους. Και όταν ο αρμόδιος φορέας εξουσίας δηλώνει (το αυτονόητο) ότι παρά την κατανόηση για την οργή που προκάλεσε η απρόκλητη βία δεν είναι δυνατόν στα πλαίσια της αντίδρασης να καταστρέφονται περιουσίες πολιτών και να τραυματίζεται η κοινωνική γαλήνη, είναι προφανές ότι η εξουσία γνωρίζει πώς να εξιτάρει και να κατευθύνει τα ένστικτα των «φιλήσυχων» πολιτών και να αποπροσανατολίζει εν είδη αντιπερισπασμού την κοινή γνώμη από το αφετηριακό έγκλημα.


Εξάλλου, όπως αναφέρει ο Noam Chomsky, «η προπαγάνδα είναι για μια δημοκρατία ότι είναι το ρόπαλο για τα ολοκληρωτικά καθεστώτα». Όταν όμως η δημοκρατία δανείζεται το ρόπαλο των ολοκληρωτικών καθεστώτων και το αναβαθμίζει σε υπηρεσιακό περίστροφο δεν υστερεί κατά πολύ από αυτά. Και δυστυχώς, η βία ενάντια στη βία της εξουσίας ρίχνει νερό στο μύλο της αθώωσης των φορέων ολοκληρωτικών νοοτροπιών αφού αυξάνει τη ψευδαίσθηση του κινδύνου και γεννά την ανάγκη για προστάτες.



[ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ "ΠΟΛΙΤΗΣ"]

20 Οκτωβρίου 2008

Η περεστρόικα του νεοφιλελευθερισμού

Στα πλαίσια της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής κρίσης, πέρα από τις παρούσες και επικείμενες μετρήσιμες και υπολογίσιμες οικονομικές επιπτώσεις, καταγράφονται σημαντικές εξελίξεις που ενδεχομένως σε ιδεολογικό επίπεδο να έχουν μεγαλύτερη σημασία από τους αριθμούς και τα μεγέθη αυτά καθ’ εαυτά. Το Σχέδιο Πόλσον, η βάση της επιχειρούμενης αντιμετώπισης της κρίσης από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, δεν σηματοδοτεί απλώς το τέλος του laissez-faire νεοφιλελευθερισμού επισημοποιώντας την παραδοχή ανεπάρκειας της αυτορρύθμισης και της αυτοϊσορροπίας του λειτουργικού ανταγωνισμού. Η προφανής και αυτονόητη αντίφαση δεν στέκει μετέωρη στην πορεία της εξέλιξης των ιδεολογικών και πολιτικοοικονομικών ρευμάτων, αλλά μπορεί να ιδωθεί ως ο αντίποδας των οικονομικών μεταστροφών στην ανατολική Ευρώπη της δεκαετίας του ’80 που κορυφώθηκαν με την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού ως μορφής οικονομικής οργάνωσης, αφού επαναλαμβάνει το ιστορικό πεπρωμένο των μονολιθικών συστημάτων που όταν φτάνουν στο τέλμα των ορίων τους, ενισχύονται με ημίμετρα που προσφέρουν πρόσκαιρη αναζωογόνηση.

Τον Ιούνη του 1987, ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ παρουσίασε στην Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης το σχέδιό του για τροποποιητικές παρεμβάσεις που θα ενίσχυαν τη σοβιετική οικονομία δηλώνοντας ότι «κάθε σημείο του προγράμματος της Περεστρόικα βασίζεται πλήρως στην αρχή για περισσότερο σοσιαλισμό». Τον Ιούλιο του ίδιου έτους, το Ανώτατο Σοβιέτ αποφάσισε ότι οι κρατικές βιομηχανίες, πέρα από τον κεντρικό κρατικό σχεδιασμό, θα ρύθμιζαν την παραγωγή τους στη βάση της ζήτησης της αγοράς ώστε να καταστούν αυτοχρηματοδοτούμενες, υπό τον έλεγχο της διοίκησής τους και υπό περιορισμένη κεντρική εποπτεία, ενώ την επόμενη χρονιά επιτράπηκε η ιδιωτική ιδιοκτησία στον τομέα των επιχειρήσεων. Σήμερα, το Emergency Economic Stabilization Act, που εγκρίθηκε από το Κογκρέσο των ΗΠΑ, εξουσιοδοτεί την Κυβέρνηση να διαχειριστεί και να καλύψει την προβληματική οικονομική κατάσταση ιδιωτικών επιχειρήσεων, επεμβαίνοντας στη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς. Αν και ο ίδιος ο Χάνκ Πόλσον πριν από μερικούς μήνες δήλωνε με σαφήνεια ότι «μια ανοικτή, ανταγωνιστική και φιλελεύθερη οικονομική αγορά μπορεί να οδηγήσει σε αποτελεσματική κατανομή πόρων με τρόπο που να προωθεί τη σταθερότητα και την ευημερία πολύ καλύτερα από τον κρατικό παρεμβατισμό», είναι σαφές ότι πλέον ο νεοφιλελευθερισμός έπαψε να είναι νεοφιλελευθερισμός, όπως το 1987 ο κομουνισμός έπαψε να είναι κομουνισμός.


Η παραδοχή της ανεπάρκειας των κλειστών συστημάτων που προσδοκούν στην επαλήθευση των εξιδανικευμένων θεωρητικών τους βάσεων, οδηγεί εκ των πραγμάτων στην επιλογή του πραγματισμού και των συνθετικών σχημάτων οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης. Ο ρόλος του κοινωνικού κράτους ως προασπιστή της ευημερίας των πολιτών είναι παραδεκτός, αλλά μέσα από την πρόσφατη κρίση απελευθερώνεται και απενοχοποιείται για να υλοποιήσει την προοπτική του. Η σοφία για την καλή διαχείριση της οικονομίας δεν ανήκει αυτεπαγγέλτως στους φορείς του κεφαλαίου αλλά πηγάζει από τις ίδιους τους πολίτες και εκφράζεται μέσα από τα όργανα της δημοκρατικής πολιτείας. Και η λειτουργική συνεργασία όλων των συστατικών μερών της κοινωνίας και της αγοράς μπορεί να προσφέρει στους πολίτες κοινωνικό πλαίσιο σταθερότητας και ασφάλειας, όχι ως εύθραυστη προσωρινότητα αλλά ως πραγματικότητα.



[ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ "ΠΟΛΙΤΗΣ"]