Σελίδες

29 Μαΐου 2016

Βουλευτικές Εκλογές 2016: Δέκα πολιτικά συμπεράσματα


  1. Η τεράστια αύξηση της αποχής δείχνει ότι οι πολίτες απαξίωσαν τις πραγματικές δυνατότητες του πολιτικού συστήματος, ότι δεν θεώρησαν ικανοποιητικές τις προσφερόμενες πολιτικές επιλογές, και ότι η πολιτική διαχείριση πρόσφατων σημαντικών πολιτικών ζητημάτων κρίθηκε ως ανεπαρκής, ενώ η ευρεία σκανδαλολογία επηρέασε σχεδόν οριζόντια τα παραδοσιακά κόμματα και υποβοήθησε εκλογικά τα μικρότερα κόμματα. 
  2. Η σημαντική μείωση του ποσοστού του ΔΗΣΥ, παρά το λεγόμενο «success story» στην οικονομία, παρά την παρουσιαζόμενη ως θετική προοπτική επίλυσης του Κυπριακού και παρά τη μεγάλη αξιοποίηση των δυνατοτήτων που προσφέρει η διαχείριση της εκτελεστικής εξουσίας, δείχνει ότι ο Συναγερμός δεν κατάφερε να πείσει την ευρύτερη κοινωνία για την αποτελεσματικότητα της διακυβέρνησης, που χρησιμοποίησε ως προμετωπίδα κατά την προεκλογική περίοδο. Ταυτόχρονα, φαίνεται ότι η προσπάθεια της ηγεσίας του ΔΗΣΥ για παρουσίαση του κόμματος σαν «σύγχρονου», «φιλελεύθερου» και «ευρωπαϊκού», δεν συνάδει με τα χαρακτηριστικά της παραδοσιακής βάσης του, αφού πολιτικοί σχηματισμοί που τοποθετήθηκαν δεξιότερα κατάφεραν να καταγράψουν σημαντική εκλογική παρουσία λειτουργώντας ελκυστικά για τους δεξιούς ψηφοφόρους. 
  3. Η μεγάλη μείωση του ποσοστού του ΑΚΕΛ, παρά την εφαρμογή πολιτικών νεοφιλελευθερισμού και λιτότητας και παρά την επιβολή πολιτικά βίαιων αποφάσεων όπως το κούρεμα καταθέσεων, από την Κυβέρνηση του ΔΗΣΥ, δείχνει ότι το ΑΚΕΛ δεν κατάφερε να πείσει ότι διαθέτει μια εναλλακτική προοδευτική πολιτική πρόταση, η οποία να είναι συγκεκριμένη, ρεαλιστική και εφαρμόσιμη. Επίσης, η συνέχιση και η αποδοχή της πολιτικής απομόνωσης στην οποία το ΑΚΕΛ έχει ουσιαστικά περιέλθει από το 2011, λειτούργησε αποτρεπτικά για ψηφοφόρους  του ΑΚΕΛ, οι οποίοι χωρίς να βρίσκονται στον στενό κομματικό πυρήνα, υποστήριζαν παραδοσιακά το κόμμα της αριστεράς, στη βάση μιας κουλτούρας ευρύτερων συνεργασιών με δυνάμεις της κεντροαριστεράς και του κέντρου, που δημιουργούσαν προοπτικές διαχείρισης της εκτελεστικής εξουσίας. 
  4. Η μικρή μείωση του ποσοστού του ΔΗΚΟ, αποτελεί επιτυχία σε σχέση με τις μεγάλες απώλειες που είχαν τα άλλα παραδοσιακά κόμματα, και λειτουργεί σταθεροποιητικά για τη σημερινή ηγεσία του κόμματος. Ωστόσο, η συγκεκριμένη πολιτική συγκυρία κατά την οποία τα δύο μεγάλα κόμματα κατέγραψαν μεγάλες εκλογικές απώλειες, θα μπορούσε να αξιοποιηθεί ως σημαντική πολιτική ευκαιρία κατά την οποία το κόμμα του κέντρου θα μπορούσε να αποτελέσει πόλο έλξης για ψηφοφόρους αυτών των κομμάτων, που τελικά προτίμησαν να υποστηρίξουν μικρότερα κόμματα ή να τηρήσουν αποχή. Ειδικότερα, αυτοί οι περιορισμοί μπορεί να θεωρηθεί ότι οφείλονται στη σταθερή κοινοβουλευτική σύμπλευση με την ηγεσία του ΔΗΣΥ για τα θέματα της οικονομίας, στην εκφορά σκληρού αντιπαραθετικού λόγου προς διάφορες κατευθύνσεις και στον περιορισμό των τοποθετήσεων για το Κυπριακό σε κριτικές προσεγγίσεις χωρίς την κατάθεση εναλλακτικών δημιουργικών προτάσεων.         
  5. Η μεγάλη μείωση του ποσοστού της ΕΔΕΚ προκύπτει ως αποτέλεσμα μιας σειράς από αμφιλεγόμενες επιλογές σχετικά με προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις, με τη διαχείριση εσωτερικών κομματικών θεμάτων, με τη στελέχωση των ψηφοδελτίων και με την επικέντρωση στο κυπριακό στη βάση της διαφοροποίησης σε σχέση με την υποστήριξη της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας ως της επιδιωκόμενης μορφής λύσης.   
  6. Η αύξηση του ποσοστού των Οικολόγων συνδέεται με την επιλογή της συνεργασίας τους με διάφορες ομάδες και πρωτοβουλίες πολιτών, με την έως τώρα απουσία διασύνδεσης στελεχών του κινήματος με φαινόμενα σκανδάλων και με την προηγούμενη ανάπτυξη έντονης κοινοβουλευτικής δράσης, ενώ επίσης, η απουσία εναλλακτικών επιλογών στον πολιτικό χώρο που βρίσκεται πέραν της δεξιάς, οδήγησε μια μερίδα προοδευτικών ψηφοφόρων στο κίνημα Οικολόγων με τη μέθοδο της εις άτοπον απαγωγής.  
  7. Η είσοδος στη Βουλή της Συμμαχίας Πολιτών, παρά τη μείωση του ποσοστού που έλαβε σε σχέση με τις προηγούμενες Ευρωεκλογές, δείχνει ότι ο επικεφαλής της Συμμαχίας Πολιτών έχει καταφέρει να εδραιωθεί ως πολιτική προσωπικότητα και έχει καταφέρει να συγκεντρώσει στο περιβάλλον του ένα ικανό αριθμό στελεχών διαφορετικών πολιτικών προελεύσεων.  
  8. Η είσοδος στη Βουλή της Αλληλεγγύης, υπό τη μορφή της συνεργασίας της Ελένης Θεοχάρους με το ΕΥΡΩΚΟ, δείχνει ότι η υψηλή δημοτικότητα της Ευρωβουλευτού λειτούργησε θετικά για μια μερίδα ψηφοφόρων και ότι ένα μέρος του δεξιού εκλογικού ακροατηρίου είναι δεκτικό στον πολιτικό λόγο που χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερες εθνικές αναφορές, οι οποίες για τους περισσότερους πολίτες ακούγονται παρωχημένες.  
  9. Η είσοδος στη Βουλή του ΕΛΑΜ, με υπερπολλαπλάσιο ποσοστό σε σχέση με αυτό που κατέγραψε στις προηγούμενες βουλευτικές εκλογές, δείχνει ότι πλέον οι ακροδεξιές πολιτικές θέσεις και η εξτρεμιστικές πολιτικές πρακτικές συναντούν ευρύτερη ανταπόκριση, η οποία υποτιμήθηκε σφόδρα από τις δυνάμεις του λεγόμενου «δημοκρατικού τόξου», που προσέφεραν προεκλογική πολιτική νομιμοποίηση στο ΕΛΑΜ, μέσα από την αδράνεια τους, μέσα από την αποσπασματική υιοθέτησή ακραίας ρητορικής και μέσα από την γενικότερη πολιτική ανεπάρκεια.  
  10. Η στελέχωση της νέας Βουλής από πλευράς προσώπων, με ορισμένες εξαιρέσεις, εκ πρώτης όψεως φαίνεται να διαψεύδει τις προσδοκίες για αντικατάσταση των προηγούμενων «παλαιών» Βουλευτών με «νέους» καλύτερους Βουλευτές. Παρά την παρουσία πολλών ικανών πολιτικών στελεχών στα ψηφοδέλτια των κομμάτων, σε κάποιες περιπτώσεις επικράτησαν πρόσωπα που δημιουργούν προοπτικές γραφικής παρουσίας, η οποία θα γίνει αισθητή σύντομα, και προοπτικές ανεπαίσθητης παρουσίας, η οποία δεν θα γίνει αντιληπτή ποτέ. 
[Εφημερίδα ΡΕΠΟΡΤΕΡ]

8 Μαΐου 2016

Η ακροδεξιά στον προθάλαμο

Ιστορικά, η άνοδος της ακροδεξιάς και οι κίνδυνοι που αυτή συνεπάγεται έχουν υποτιμηθεί σφόδρα, με απότοκο τις ανάλογες συνέπειες που η Ευρώπη και ο κόσμος έχουν βιώσει με τον χειρότερο δυνατό τρόπο. Η άνοδος της ακροδεξιάς ως χαρακτηριστική περίπτωση αντιδραστικής πολιτικής εξέλιξης παρά πρωτογενούς πολιτικού γεγονότος, προκύπτει μέσα από την αποτυχία του πολιτικού συστήματος να διαχειριστεί αποτελεσματικά περιόδους κρίσεων, και μέσα από την ανοχή που επιδεικνύει στους εκπροσώπους του εξτρεμισμού. Στην τρέχουσα πολιτική συγκυρία, αυτός ο συνδυασμός είναι επίκαιρος και ο κίνδυνος είναι υπαρκτός, αλλά όπως συνέβηκε στο παρελθόν, έτσι και τώρα η σημασία του υποβαθμίζεται και τα αυγά του φιδιού επωάζονται, μεγαλώνουν και πολλαπλασιάζονται. 



Μια πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Bruegel, που θεωρείται ένα από τα πιο αξιόπιστα ευρωπαϊκά think tanks, με τίτλο «Η προβλεψιμότητα του πολιτικού εξτρεμισμού», επικεντρώνεται στη διασύνδεση μεταξύ της ανόδου της ακροδεξιάς και των συνθηκών της μακροχρόνιας οικονομικής ύφεσης. Συγκεκριμένα, αξιολογώντας οικονομικά και εκλογικά στοιχεία από τις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι σήμερα, η έρευνα καταλήγει στον εντοπισμό ενός επαναλαμβανόμενου μοτίβου, σύμφωνα με το οποίο η ένταση και η έκταση των οικονομικών κρίσεων, σε παγκόσμιο, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, συνδέεται άμεσα με την ανάλογη ενίσχυση των εθνικιστικών κομμάτων, ενώ απαιτείται ανάκαμψη υπερπολλαπλάσιας διάρκειας για να αντισταθμιστεί αυτό το γεγονός. Ειδικότερα, σε σχέση με την οικονομική κρίση που εξακολουθεί να επηρεάζει την Ευρώπη, το Ινστιτούτου Bruegel επισημαίνει ότι η αποτυχημένη διαχείριση της οικονομικής κρίσης και η δογματική επιμονή σε πολιτικές λιτότητας που επιδεινώνουν περαιτέρω την προβληματική οικονομική κατάσταση, θέτει σε αμφισβήτηση την ικανότητα των παραδοσιακών δομών εξουσίας να  οδηγήσουν σε πραγματική ανάκαμψη και ανάπτυξη. Ως εκ τούτου, τα ποσοστά των εθνικιστικών, ακροδεξιών, ρατσιστικών και εξτρεμιστικών κομμάτων στην Ευρώπη διαρκώς ενισχύονται: Στη Φινλανδία έφτασαν στο 18%, στη Σουηδία στο 13%, στη Δανία στο 21%, στην Ολλανδία στο 10%, στη Γαλλία στο 14%, στη Αυστρία στο 21%, στη Σλοβακία στο 8%, στην Ουγγαρία στο 21%, στην Ελβετία στο 29% και στην Ελλάδα στο 7%, ενώ στις πρόσφατες προεδρικές εκλογές στην Αυστρία η ραγδαία άνοδος του ακροδεξιού κόμματος του Νόρμπερτ Χόφερ ήταν χαρακτηριστική. Αυτού του είδους τα κόμματα έχουν ως κοινά σημεία αναφοράς την προώθηση της ξενοφοβίας, την απαξίωση του πολιτικού συστήματος, τον ακραίο πολιτικό λόγο, τον εθνικισμό, τον ρατσισμό, την εσωστρέφεια και τον ευρωσκεπτικισμό, και δυστυχώς συναντούν εύφορο έδαφος σε κοινωνίες όπου δεν υπάρχουν ολοκληρωμένες εναλλακτικές προοδευτικές πολιτικές επιλογές, και όπου οι επικρατούσες συντηρητικές πολιτικές ανατροφοδοτούν την ύφεση και περιορίζονται στην λανθασμένη πρακτική του κατευνασμού της ακροδεξιάς. 

Στην περίπτωση της Κύπρου, η ακροδεξιά εξακολουθεί να βρίσκεται στον προθάλαμο της κοινοβουλευτικής παρουσίας και να κτυπά αργά και βασανιστικά την πόρτα του κοινοβουλίου, αφού τα ποσοστά που καταγράφει το ΕΛΑΜ στις δημοσκοπήσεις το τοποθετούν, υπό την προϋπόθεση της αναγωγής, στα όρια της εισόδου. Ωστόσο, η ανησυχητικότερη διάσταση της κυπριακής περίπτωσης δεν αφορά μεμονωμένα το κόμμα που αυτοπροσδιορίζεται ως εθνικιστικό, αλλά εκτείνεται – σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό – σε πολιτικά κόμματα και πολιτικά στελέχη που προσδίδουν πολιτική νομιμοποίηση στην ακροδεξιά με διάφορους τρόπους: Είτε παρέχοντας πολιτική στέγη σε ακραία στοιχεία, είτε υιοθετώντας ακραίες πολιτικές θέσεις, είτε προσφέροντας ανοχή σε ακραίες συμπεριφορές, είτε υποτιμώντας τον πραγματικό κίνδυνο της ανόδου της ακροδεξιάς. Δηλαδή, εντοπίζοντας την τάση που καταγράφεται προς το κατεξοχήν εθνικιστικό κόμμα, επιδιώκουν να συγκρατήσουν ή να προσελκύσουν ψηφοφόρους προσφέροντας παρόμοια πολιτικά προϊόντα. Όμως η ακροδεξιά γυμναστική αποτελεί παιχνίδι με τη φωτιά, αφού στο τέλος το πρωτότυπο θα υπερισχύσει και θα καταφέρει να προσελκύσει εκείνους που προσέλαβαν την κατάλληλη προπαίδεια. Και ειδικά στην περίπτωση της Κύπρου, αυτό το παιχνίδι με τη φωτιά είναι υψηλού ρίσκου και τεραστίου κινδύνου, ιδιαίτερα ενόψει της προοπτικής επίλυσης του Κυπριακού και της ανάγκης για ειρηνική συνύπαρξη του συνόλου των Κυπρίων πολιτών κάτω από συνθήκες ασφάλειας και ευημερίας, και της προοπτικής για την αναβάθμιση της Κύπρου ως ελκυστικού προορισμού παροχής ενός εκτενούς εύρους υπηρεσιών. Στην τελική ευθεία των επικείμενων Βουλευτικών Εκλογών, ο δημοκρατικός κόσμος οφείλει να βρίσκεται σε εγρήγορση και να ενεργήσει έτσι ώστε να αποτρέψει την κεφαλαιοποίηση αυτής της επικίνδυνης τάσης που ενδεχομένως να καταλήξει σε κοινοβουλευτική εκπροσώπηση της επίσημης και ανεπίσημης κυπριακής ακροδεξιάς.

[Εφημερίδα "Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ"]