Σελίδες

29 Νοεμβρίου 2020

Η ενοχοποίηση της κοινωνίας

Είναι γνωστό ότι είθισται να θεωρείται πως οι νίκες έχουν συνήθως πολλούς πατέρες, ενώ οι ήττες είναι πάντα ορφανές. Αυτή η προσέγγιση είναι συμβατή με πολλές πτυχές της ιδιωτικής και της δημόσιας ζωής, αλλά γίνεται εντονότερα αντιληπτή μέσα από την παρατήρηση του χώρου της δημόσιας πολιτικής. Ειδικότερα, όταν η άσκηση της πολιτικής επικεντρώνεται στη διαχείριση της εξουσίας, η διεκδίκηση της πατρότητας των επιτυχιών σε αντιδιαστολή με την απεμπόληση της ευθύνης των αποτυχιών, αποτελεί μια συνήθη πρακτική των μάχιμων πολιτικών. Παρόλο που είναι προφανείς και κατανοητοί οι λόγοι για τους οποίους αναπτύσσεται αυτή η πρακτική, ενίοτε εξελίσσεται μια παραδοξότητα που θα έπρεπε να εκθέτει αρνητικά τους φορείς της, αλλά σπανίως επισημαίνεται με σαφήνεια ευθέως: Η παραδοξότητα συνίσταται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η ηγεσία προσπαθεί να ενοχοποιήσει την κοινωνία, προτάσσοντας ότι οι πολίτες διαθέτουν τόσο εκτενείς ανεπάρκειες που τους καθιστούν προβληματικούς διοικούμενους, οι οποίοι δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις υψηλές προσδοκίες που καθορίζονται από τους φερόμενους ως χαρισματικούς διοικούντες πολιτικούς. Και αυτή η παραδοξότητα της «ενοχοποιημένης κοινωνίας» γίνεται μεγαλύτερη όταν οι πολίτες την υιοθετούν και αυτομαστιγώνονται, θεωρώντας ότι είναι όντως κατώτεροι των περιστάσεων, ενώ μεγιστοποιείται όταν οι πολίτες διχάζονται, παρασυρόμενοι προς την κατεύθυνση του κοινωνικού αυτοματισμού, στοχοποιώντας κατηγορίες συμπολιτών τους ως ενόχους για τα κακώς έχοντα, που στην πραγματικότητα αποτελούν απότοκο των εκφάνσεων της ανεπάρκειας των εκάστοτε κυβερνώντων. 

Η πρόκληση της αποτελεσματικής πολιτικής διαχείρισης της πανδημίας του COVID-19 αποτελεί ένα χαρακτηριστικό σύγχρονο πεδίο όπου η ενοχοποίηση της κοινωνίας καθίσταται η εύκολη λύση για κυβερνήσεις που αποτυγχάνουν να ανταποκριθούν στις ευθύνες που τους αναλογούν. Προφανώς η διεθνώς πρωτόγνωρη κατάσταση της πανδημίας επέτρεπε σε πρώτη φάση τον καταλογισμό πολλών ελαφρυντικών για λάθη και παραλείψεις, όμως η πάροδος του χρόνου καθιστά την επανάληψη των λαθών και των παραλείψεων λιγότερο αποδεκτή και ανεκτή, και περισσότερο κατακριτέα και καταδικαστέα. Έτσι, οι ευθύνες για τις όποιες επαναλαμβανόμενες κυβερνητικές αστοχίες και ανεπάρκειες, επιδιώκεται να μετατοπιστούν προς την κοινωνία συλλογικά, προς κοινωνικές ομάδες αποσπασματικά και προς τους πολίτες ατομικά: Κατά βάση ενοχοποιούνται οι πολίτες, οι κοινωνικές ομάδες και η κοινωνία επειδή φαίνεται ότι δεν πιστεύουν και δεν εφαρμόζουν στον επιθυμητό βαθμό τα υγειονομικά μέτρα διαφόρων ειδών που ανακοινώνονται από τις κυβερνήσεις. Όμως η αρμοδιότητα της πολιτικής ηγεσίας που διαχειρίζεται την πολιτική εξουσία, δεν περιορίζεται στην απλή ανακοίνωση υγειονομικών μέτρων, αλλά επεκτείνεται στην επιλογή μέτρων που να είναι επιστημονικά τεκμηριωμένα, πρακτικά εφαρμόσιμα και ανθεκτικά στην βάσανο της κοινής λογικής, στην ορθολογική και αποτελεσματική επεξήγηση των μέτρων προς την κοινωνία, και στην άσκηση ουσιαστικής αστυνόμευσης για την εφαρμογή των μέτρων. Και όταν αυτά τα μέτρα δεν εφαρμόζονται επαρκώς οι παραβάτες πρέπει να τιμωρούνται επειδή παρανομούν, όμως η ευρύτερη ευθύνη δεν είναι συλλογικά κοινωνική αλλά συγκεκριμένα πολιτική έναντι εκείνων που τα αποφάσισαν θεωρητικά και απέτυχαν να τα εφαρμόσουν πρακτικά.

Εν ολίγοις, η άσκηση της δημόσιας πολιτικής είναι προφανώς πολύ πιο εύκολη και πολύ πιο ευχάριστη σε περιόδους ομαλότητας και ευημερίας παρά σε περιόδους κρίσης και ανωμαλίας. Όμως το μέγεθος της επιτυχίας και η έκταση της αποτυχίας συναρτώνται με την αποτελεσματική διαχείριση των καταστάσεων που εκφεύγουν από την πολιτική ραστώνη της καθημερινής ρουτίνας. Και παρόλο που το παιχνίδι της αλληλοεπίρριψης ευθυνών είναι παλιό και γνώριμο μεταξύ των πολιτικών, είναι επιεικώς λανθασμένη η επίρριψη ευθυνών προς την πλευρά των πολιτών. Εξάλλου στη δημοκρατία κρίνουν οι πολίτες τους πολιτικούς και όχι οι πολιτικοί τους πολίτες. Σε αυτό το πλαίσιο, οι πολίτες μπορούν να κρίνουν τους πολιτικούς ακόμα και ως ανεπαρκείς ή ως διεφθαρμένους, όμως δεν μπορούν οι πολιτικοί να κρίνουν τους πολίτες σαν βλαμμένους ή σαν ψεκασμένους.

[Εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ"]

1 Νοεμβρίου 2020

Ακροδεξιά: Αποκλίνουσες προσεγγίσεις αντιμετώπισης

Στην Ελλάδα και στην Κύπρο εφαρμόστηκαν και εφαρμόζονται δύο πολύ διαφορετικές προσεγγίσεις για την αντιμετώπιση των αδελφών οργανώσεων, της Χρυσής Αυγής και του ΕΛΑΜ. Η ελλαδική προσέγγιση βασίστηκε στην νομιμότητα, στην θεσμικότητα, στην αποφασιστικότητα και στην αποτελεσματικότητα. Η κυπριακή προσέγγιση βασίζεται στον ανοχή, στον εξευμενισμό, στην κανονικοποίηση και στην αναβλητικότητα. Παρόλο που είναι ευρέως γνωστό, αποδεκτό και προφανές ότι η Χρυσή Αυγή και το ΕΛΑΜ αποτελούν τις δύο όψεις του ιδίου νομίσματος, λόγω των διαφορετικών προσεγγίσεων σε Ελλάδα και Κύπρο η σημερινή κατάληξη της κάθε όψης είναι προς το παρόν εκ διαμέτρου αντίθετη: Η ηγεσία της Χρυσής Αυγής βρίσκεται καταδικασμένη στα κελιά της φυλακής, ενώ η ηγεσία του ΕΛΑΜ κοσμεί τα έδρανα της κυπριακής Βουλής.

Η ειδοποιός διαφορά των δύο προσεγγίσεων είναι η εξής: Στην Ελλάδα η ηγεσία της Χρυσής Αυγής θεωρήθηκε ύποπτη για την καθοδήγηση, την διοργάνωση και την υπόθαλψη περιστατικών πολιτικής βίας και ακολούθως μετά από την σχετική διερεύνηση διαπιστώθηκε η ενοχή της, ενώ στην Κύπρο η ηγεσία του ΕΛΑΜ θεωρείται αμέτοχη στην καθοδήγηση, την διοργάνωση και την υπόθαλψη περιστατικών πολιτικής βίας, με αποτέλεσμα να παραμένει στο απυρόβλητο απολαμβάνοντας μια ιδιότυπη πολιτική ασυλία. 

Στην Κύπρο, κατά τα τελευταία χρόνια, έχουν καταγραφεί συγκεκριμένα περιστατικά πολιτικής βίας τα οποία αποδίδονται σε ακροδεξιούς κύκλους, αλλά δεν αναζητήθηκαν ευθύνες σχετικά με την διοργάνωσή τους. Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι τα ακόλουθα: Τον Μάρτη του 2014 στη Λεμεσό, σε εκδήλωση με ομιλητή τον πρώην  ηγέτη των τουρκοκυπρίων,  Μεχμέτ Αλί Ταλάτ, κάποια άτομα που φορούσαν κράνη απώθησαν τους αστυνομικούς, έσπασαν τις γυάλινες εισόδους, εισέβαλαν βίαια στην αίθουσα, έριξαν κροτίδες, πέταξαν αναμμένο πυρσό και τραυμάτισαν τουρκοκύπριο δημοσιογράφο. Τον Οκτώβρη του 2020 στην ελεύθερη περιοχή Αμμοχώστου, στον χώρο μπροστά από το οδόφραγμα της Δερύνειας, κάποια άτομα που φορούσαν κουκούλες και κρατούσαν ρόπαλα, έσπρωξαν αστυνομικούς, έσπασαν το σιδερένιο κιγκλίδωμα και τις δοκούς ασφαλείας, πέταξαν φωτοβολίδες, άναψαν πυρσούς, προκάλεσαν πυρκαγιά στην νεκρή ζώνη και προξένησαν ζημιές στο φυλάκιο της Εθνικής Φρουράς. 

Ένας βασικός λόγος για τον οποίο καταδικάστηκε και φυλακίστηκε η ηγεσία της Χρυσής Αυγής στην Ελλάδα ως υπεύθυνη για την διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης ήταν η ουσιαστική διερεύνηση που οδήγησε στον διαπιστωμένο ενεργό ρόλο της στην οργανωμένη χρήση βίας από στελέχη και μέλη της οργάνωσης. Δηλαδή, μετά από ενδελεχή έρευνα των αρμόδιων αρχών του ελληνικού κράτους διαπιστώθηκε ότι ο δολοφόνος του Παύλου Φύσα ή οι δολοφόνοι του Σαχζάτ Λουκμάν δεν έδρασαν αυθόρμητα και ατομικά αλλά οι δολοφονίες έγιναν οργανωμένα και συλλογικά υπό την καθοδήγηση των ηγετικών στελεχών της Χρυσής Αυγής. 

Ένας βασικός λόγος για τον οποίο δεν καταδικάστηκε και δεν φυλακίστηκε η ηγεσία του ΕΛΑΜ στην Κύπρο ως υπεύθυνη για την διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης είναι η απουσία ουσιαστικής διερεύνησης σχετικά με τον ρόλο της στην οργανωμένη χρήση βίας από στελέχη και μέλη της οργάνωσης. Δηλαδή, λόγω του ότι δεν πραγματοποιήθηκε ενδελεχής έρευνα των αρμόδιων αρχών του κυπριακού κράτους δεν διαπιστώθηκε εάν π.χ. στα πρόσφατα επεισόδια βίας στην Δερύνεια ή π.χ. στα παλαιότερα επεισόδια βίας στην Λεμεσό οι συμμετέχοντες έδρασαν αυθόρμητα και ατομικά ή εάν η τα επεισόδια βίας πραγματοποιήθηκαν οργανωμένα και συλλογικά υπό την καθοδήγηση των ηγετικών στελεχών του ΕΛΑΜ. 

Η παραδοξότητα της απόκλισης μεταξύ των δύο προσεγγίσεων καθίσταται εντονότερη εάν ληφθούν υπόψη οι δύο βασικές διαστάσεις της πολιτικής βίας: Η πρώτη αφορά την ένταση της φυσικής βίας και η δεύτερη αφορά την έκταση του πολιτικού διακυβεύματος. Στην Ελλάδα η ένταση της φυσικής βίας ήταν μεγαλύτερη, αφού αφαιρέθηκαν ανθρώπινες ζωές. Όμως στην Κύπρο η έκταση του πολιτικού διακυβεύματος είναι μεγαλύτερη, αφού η πρόσφατη κυπριακή ιστορία δείχνει ότι οι άφρονες προβοκατόρικες ενέργειες μπορούν να οδηγήσουν σε εντάσεις, σε επεισόδια, σε συγκρούσεις και σε πόλεμο, δίνοντας αφορμές σε εκείνους που τις αναζητούν. Ως εκ τούτου, οι κυπριακές αρχές οφείλουν άμεσα να ευθυγραμμιστούν με τις ελληνικές αρχές και να διερευνήσουν επί της ουσίας τον ρόλο της ηγεσίας του ΕΛΑΜ σε σειρά περιστατικών πολιτικής βίας που πραγματοποιήθηκαν κατά τα τελευταία χρόνια, πριν προκύψουν μη αναστρέψιμα και απευκταία γεγονότα.   

Επιπρόσθετα, οι κυπριακές αρχές σε συνεργασία με τις ελληνικές αρχές οφείλουν να διερευνήσουν το είδος, την έκταση και το βάθος των σχέσεων του ΕΛΑΜ με την Χρυσή Αυγή, αφού η τελευταία έχει κριθεί από την ελληνική δικαιοσύνη ως εγκληματική οργάνωση. Λαμβάνοντας υπόψη τις διαχρονικές εκατέρωθεν εξ ιδίων αναφορές περί της ομοούσιας και αδιαίρετης σχέσης των δύο οργανώσεων, είναι απαραίτητη η διερεύνηση των οικονομικών, των διοικητικών, των λειτουργικών και των υποστηρικτικών μεταξύ τους σχέσεων. Παρόλο που κατά το τελευταίο διάστημα οι άμεσα εμπλεκόμενοι προσπαθούν απεγνωσμένα να απαρνηθούν τον εαυτό τους, θα αποτελούσε αφέλεια η αθώωση των λύκων επειδή ενδύθηκαν προβιές προβάτων. Ή όπως αναφέρει ο ευαγγελιστής Ματθαίος, χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή απέναντι σε αυτούς που «έρχονται πρὸς ὑμάς ἐν ενδύμασι προβάτων, έσωθεν δέ εἰσι λύκοι άρπαγες» (Ματθ. 7,15).

[Εφημερίδα "Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ"]