Σελίδες

27 Νοεμβρίου 2016

Οι κρυφές ατζέντες του φόβου και της ελπίδας

Στα πλαίσια της δημόσιας συζήτησης σχετικά με την επίλυση του Κυπριακού Προβλήματος, κυριαρχούν οι συναισθηματικές προσεγγίσεις του φόβου και της ελπίδας, σε αντιδιαστολή με τον ορθολογισμό που είναι απαραίτητος για τη διαχείριση σύνθετων πολιτικών ζητημάτων. Η απόρριψη της όποιας λύσης ελέω φόβου και η αποδοχή της όποιας λύσης ελέω ελπίδας αποτελούν εξίσου λανθασμένες επιλογές, που αντανακλούν μια παρωχημένη οπαδική αντίληψη διαχωρισμού σε απορριπτικούς και σε ενδοτικούς. Η υπεραπλούστευση της δημόσιας συζήτησης είναι βολική για επικοινωνιακούς λόγους και ιδιαίτερα προσφιλής στο σύγχρονο περιβάλλον των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Αλλά όταν αυτές οι προσεγγίσεις επηρεάζουν άμεσα τη διαχείριση του Κυπριακού γίνονται πολύ προβληματικές. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν οι κρυφές ατζέντες του φόβου και της ελπίδας μετατρέπονται από ανομολόγητες σε προφανείς.  


Αυτοί που εμπορεύονται τον φόβο, προτάσσουν τους κινδύνους της λύσης του Κυπριακού, επικεντρώνονται σε αρνητικά σημεία, εκφράζουν ανησυχίες και αναφέρονται στις κακές μαύρες μέρες που έρχονται, όπου θα υπάρχει μίσος και αντιπαράθεση. Όμως κρυφή ατζέντα του φόβου είναι η απόρριψη οποιασδήποτε λύσης του Κυπριακού και η αντιμετώπιση της διαδικασίας των διαπραγματεύσεων ως ενός αναγκαίου κακού που συμβαίνει προσχηματικά για να πεισθεί η διεθνής κοινότητα ότι η πλευρά μας θέλει λύση, για να αποδειχθεί η αδιαλλαξία της άλλης πλευράς, για να αγοράσουμε χρόνο και για να διατηρηθεί ανενόχλητο το στατους κβο. Δεν υπάρχει τίποτα που να αξιολογείται ως πραγματικά ικανοποιητικό και που να κρίνεται ως ικανό να οδηγήσει σε συμφωνία, αφού πάντα ο πήχης ανεβαίνει υψηλότερα. Αυτοί που εμπορεύονται τον φόβο, ξέρουν εκ των προτέρων ότι σε περίπτωση δημοψηφίσματος θα ψηφίσουν ΟΧΙ, ό,τι και αν είναι αυτό που θα έχουν ενώπιών τους. 

Αυτοί που εμπορεύονται την ελπίδα προτάσσουν τις προοπτικές της λύσης του Κυπριακού,  επικεντρώνονται σε θετικά σημεία, εκφράζουν αισιοδοξία και αναφέρονται στις καλές ροζ μέρες που έρχονται, όπου θα υπάρχει αγάπη και συνεργασία. Όμως η κρυφή ατζέντα της ελπίδας είναι η αποδοχή οποιασδήποτε λύσης του Κυπριακού και η αντιμετώπιση της διαδικασίας των διαπραγματεύσεων ως ενός αναγκαίου κακού που συμβαίνει προσχηματικά για να διασκεδασθούν διάφορες ανησυχίες, για να ικανοποιηθούν ορισμένες ιδιοτροπίες, για να καταγραφούν κάποιες διατυπώσεις και για να προκύψει νομοτελειακά η επανένωση. Δεν υπάρχει τίποτα που να αξιολογείται ως πραγματικά προβληματικό και που να κρίνεται ως ικανό να οδηγήσει σε αδιέξοδο, αφού ο πήχης πάντα κατεβαίνει χαμηλότερα.   Αυτοί που εμπορεύονται την ελπίδα, ξέρουν εκ των προτέρων ότι σε περίπτωση δημοψηφίσματος θα ψηφίσουν ΝΑΙ, ό,τι και αν είναι αυτό που θα έχουν ενώπιών τους. 

Αυτοί που εμπορεύονται τον φόβο και αυτοί που εμπορεύονται την ελπίδα μπορούν να είναι χρήσιμοι για διάφορους λόγους και με διάφορους τρόπους, ενδεχομένως να είναι αμφότεροι ειλικρινείς και αγαθοί, αλλά ο ρόλος τους καθίσταται προβληματικός όταν εμπλέκονται άμεσα στη διαχείριση του Κυπριακού. Επειδή από διαφορετικές αφετηρίες και μέσα από διαφορετικές διαδρομές οδηγούν σε κατάληξη είτε μη λύσης και είτε κακής λύσης, που συνεπάγονται διχοτόμηση. Σε αντιδιαστολή με τις κρυφές ατζέντες του φόβου και της ελπίδας βρίσκεται ο ορθολογισμός και η νηφαλιότητα, χωρίς παλινδρομήσεις και χωρίς αμφιταλαντεύσεις για τη μορφή λύσης του Κυπριακού, για τη διαδικασία των διαπραγματεύσεων, και για το περιεχόμενο της λύσης. Και ιδιαίτερα στην παρούσα κρίσιμη φάση των διαπραγματεύσεων για την επίλυση του Κυπριακού, η ψυχραιμία είναι απαραίτητη και πολυτιμότατη.  

[Εφημερίδα ΧΑΡΑΥΓΗ]

20 Νοεμβρίου 2016

Τέσσερις (διαχειρίσιμες) προκλήσεις

Η θετική κατάληξη των διαπραγματεύσεων προς επίλυση του Κυπριακού Προβλήματος αποτελεί την προσδοκία όσων επιθυμούν να δουν την Κύπρο επανενωμένη και απελευθερωμένη, υπό συνθήκες ασφάλειας και ευημερίας. Ωστόσο, η διαπραγματευτική διαδικασία είναι γεμάτη από σκοπέλους και παγίδες που χρειάζεται να τύχουν της κατάλληλης διαχείρισης ώστε να μην οδηγήσουν σε μοιραία αποτελέσματα. Ακολούθως, παρατίθενται τέσσερις συγκεκριμένες προκλήσεις που μπορούν να καταστούν διαχειρίσιμες, εάν συναξιολογηθούν και συναντιμετωπιστούν κατάλληλα.


Η πρώτη πρόκληση αφορά το αδιέξοδο που ενδεχομένως να σημειωθεί στη συζήτηση των εκκρεμούντων κεφαλαίων. Το ενδεχόμενο αδιέξοδο μετά από εκτενείς διαπραγματεύσεις που οδηγούνται στην κορύφωση της τελικής φάσης, θα σημάνει την αδυναμία κατάληξης σε συμφωνία και θα δημιουργήσει σοβαρές προϋποθέσεις για μονιμοποίηση της διχοτόμησης ως αποτέλεσμα ενός άλυτου πλέον προβλήματος. Για την αποφυγή αυτού του ρίσκου, που ήδη διαφαίνεται στο κεφάλαιο της ασφάλειας, χρειάζεται σωστή αξιολόγηση των προοπτικών κατάληξης σε συμφωνία πριν από κάθε επόμενο βήμα, περαιτέρω εμβάθυνση στα κεφάλαια όπου διαπιστώνονται συγκλίσεις και συνέχιση της διαδικασίας των διαπραγματεύσεων παρά τις δυσκολίες που αναφύονται.

Η δεύτερη πρόκληση αφορά την αμφισημία που ενδεχομένως να χαρακτηρίζει το περιεχόμενο μιας συμφωνημένης λύσης. Η ενδεχόμενη αμφισημία θα επηρεάσει αρνητικά την τοποθέτηση των πολιτών σε περίπτωση δημοψηφισμάτων, επειδή οι ηγέτες της κάθε πλευράς θα παρουσιάζουν ορισμένες πρόνοιες έτσι ώστε να είναι πιο ελκυστικές προς τη δική τους κοινότητα, με τρόπο που ο ένας θα αναιρεί τον άλλο, δημιουργώντας εκατέρωθεν ανασφάλεια και αμφιβολίες. Για την αποφυγή αυτού του ρίσκου, που ήδη διαφαίνεται χαρακτηριστικά στο θέμα των τεσσάρων ελευθεριών, χρειάζεται προσήλωση στην επίτευξη συγκλίσεων οι οποίες να μην είναι εποικοδομητικά ασαφείς αλλά σαφώς προσδιορισμένες και κοινά αποδεκτές, έτσι ώστε οι ηγέτες των δύο πλευρών να μπορούν να τις παρουσιάσουν με ειλικρίνεια και αμοιβαιότητα στο σύνολο του κυπριακού λαού. 

Η τρίτη πρόκληση αφορά τη διάσταση που ενδεχομένως να προκύψει ανάμεσα στο περιεχόμενο μιας συμφωνημένης λύσης και στη λαϊκή βούληση. Η ενδεχόμενη διάσταση θα καταστήσει πολύ δύσκολη την έγκριση της συμφωνημένης λύσης σε μια δημοψηφισματική διαδικασία επειδή η αφετηριακή αρνητική προσέγγιση θα είναι πολύ μεγάλη για να μπορεί να διαφοροποιηθεί κατά την προεκλογική περίοδο, και θα αυξήσει σοβαρά τις πιθανότητες μιας αποτυχίας για την οποία η ευθύνη θα έχει μεταφερθεί από τους ηγέτες στους πολίτες, με τα ανάλογα αποτελέσματα.  Για την αποφυγή αυτού του ρίσκου, που ήδη διαφαίνεται για κάποια ζητήματα όπως αυτό της εκ περιτροπής προεδρίας, χρειάζεται αντικειμενική αξιολόγηση των πραγματικών προσδοκιών και προθέσεων των πολιτών που θα κληθούν να εγκρίνουν ή να απορρίψουν μια συμφωνημένη λύση, χωρίς να υπερεκτιμούνται οι δυνατότητες της πειθούς των ηγετών, οι πιέσεις που θα ασκηθούν και οι ελπίδες που θα καλλιεργηθούν. 

Η τέταρτη πρόκληση αφορά την ανετοιμότητα  που ενδεχομένως να διαπιστωθεί σε σχέση με τις δυνατότητες εφαρμογής της λύσης μετά από την έγκρισή της.  Η ενδεχόμενη ανετοιμότητα εφαρμογής θα γίνει αντιληπτή τόσο προδημοψηφισματικά επηρεάζοντας αρνητικά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος όσο και μεταδημοψηφισματικά επηρεάζοντας αρνητικά τη λειτουργία του ομόσπονδου κράτους και προκαλώντας αποσταθεροποίηση. Για την αποφυγή αυτού του ρίσκου, που ήδη διαφαίνεται σε σειρά πρακτικών θεμάτων που δεν φαίνεται να έχουν συζητηθεί επαρκώς όπως η διαδικασία μεταστέγασης χρηστών περιουσιών και η άσκηση της δημόσιας διοίκησης, χρειάζεται καλύτερη προετοιμασία. Δηλαδή, χρειάζεται επικέντρωση στην προετοιμασία πρακτικής εφαρμογής της κάθε σύγκλισης που επιτυγχάνεται και ανάλογος προσδιορισμός του χρόνου που απαιτείται να μεσολαβήσει μεταξύ της κατάληξης σε συμφωνία και της υποβολής της σε δημοψηφίσματα, που θα είναι χρήσιμο να είναι αρκετά εκτενέστερος από όσο προς το παρόν αναφέρεται, ώστε η λύση να είναι πραγματικά έτοιμη για άμεση εφαρμογή. 

Σύντομα θα διαφανεί εάν οι σημερινές πολιτικές συνθήκες είναι κατάλληλες για την εξεύρεση μιας συμφωνημένης λύσης, που να μπορεί να εγκριθεί από τον κυπριακό λαό και να εφαρμοστεί με αποτελεσματικό τρόπο. Η απευκταία αποτυχία της τρέχουσας διαπραγματευτικής διαδικασίας θα είναι ζημιογόνα για την Κύπρο και τους πολίτες της, έτσι τα ρίσκα που συνηγορούν προς αυτή την κατεύθυνση πρέπει να σταθμιστούν ορθολογικά και χωρίς συναισθηματισμούς, ώστε να μπορέσουν να αποφευχθούν. Οι προκλήσεις του ενδεχόμενου ναυαγίου, της αμφίσημης συμφωνίας, της διάστασης με τη λαϊκή βούληση και της ανετοιμότητας εφαρμογής της λύσης θα είναι διαχειρίσιμες εάν η πολιτική ηγεσία τις προσεγγίσει ως προκλήσεις και εφόσον τις διαχειριστεί ως τέτοιες. 

[Εφημερίδα Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ]

2 Οκτωβρίου 2016

Προϋποθέσεις προοδευτικής διακυβέρνησης

Η επικράτηση των συντηρητικών, νεοφιλελεύθερων και αντιδραστικών ιδεών στα κέντρα εξουσίας και στην κοινή γνώμη των χωρών της Ευρώπης είναι προφανής. Η αδυναμία του προοδευτικού χώρου να διαμορφώσει και να προτάξει εναλλακτικές, φιλολαϊκές και αναπτυξιακές επιλογές εξουσίας είναι επίσης προφανής. Και για όσο χρονικό διάστημα αυτή η αδυναμία διατηρείται σε ευρωπαϊκό και σε εθνικό επίπεδο, οι πολίτες θα βρίσκονται αντιμέτωποι με πολιτικές που εξυπηρετούν του λίγους αντί να υπηρετούν τους πολλούς, που περιορίζουν άκριτα τον ρόλο του κράτους, που απορρυθμίζουν τις εργασιακές σχέσεις, που υποτιμούν την αξία της εργασίας, που επιβάλλουν την αέναη λιτότητα, που εμπεδώνουν τον κοινωνικό αυτοματισμό, που προσφέρουν εύφορο έδαφος στην ξενοφοβία και στη μισαλλοδοξία.    



Οι παρούσες πολιτικές συνθήκες για τον προοδευτικό χώρο στη χώρα μας είναι ιδιαίτερα δύσκολες, περιοριστικές και προβληματικές. Τα πολιτικά κόμματα και τα οργανωμένα σύνολα που είτε δικαιωματικά, είτε ιστορικά, είτε χωροταξικά, τοποθετούνται σε αυτό τον πολιτικό χώρο, αντιμετωπίζουν διαφόρων ειδών εσωτερικά προβλήματα, απομακρύνονται από την ταυτότητα τους, έχουν αποκλίνουσες τακτικές επιδιώξεις και δεν επιδιώκουν τη μεταξύ τους συνεργασία. Η τρέχουσα πολιτική, οικονομική και κοινωνική κατάσταση, παρουσιάζεται μέσα από τη δημόσια συζήτηση ως μια νέα μονοδρομική κανονικότητα, που δεν μπορεί να διαφοροποιηθεί ουσιαστικά, αλλά πρέπει απλώς να γίνει αποδεκτή ως τέτοια. Οι προοδευτικοί πολίτες αναπτύσσουν αμφιβολίες για την δυνατότητα αποτελεσματικής διαχείρισης της εξουσίας με προοδευτικό πρόσημο, και σε μεγάλο βαθμό αποστασιοποιούνται από την πολιτική διαδικασία και από τους πολιτικούς οργανισμούς. 

Παρ’ όλα αυτά, η αναγκαιότητα μιας προοδευτικής διακυβέρνησης καθίσταται εξελικτικά επιτακτική για την κοινωνία, για τη μεσαία τάξη, για τα λαϊκά στρώματα, για τις αδύνατες κοινωνικές ομάδες και για τους μη προνομιούχους, που συνιστούν μια μεγάλη άτυπη κοινωνική πλειοψηφία. Όμως η ύπαρξη μιας προοδευτικής διακυβέρνησης συναρτάται από προϋποθέσεις οι οποίες είναι απολύτως απαραίτητες: Μια προοδευτική διακυβέρνηση χρειάζεται σαφή αντίληψη του εύρους των πραγματικών δυνατοτήτων που προσφέρει το υφιστάμενο πολιτικό και οικονομικό σύστημα, έτσι ώστε με την αξιοποίησή τους να μεγιστοποιήσει την αποτελεσματικότητά της. Μια προοδευτική διακυβέρνηση χρειάζεται ένα προοδευτικό πρόγραμμα διακυβέρνησης με συγκεκριμένους μετρήσιμους στόχους, με δείκτες απόδοσης, με χρονοδιαγράμματα εφαρμογής, με ριζοσπαστικό χαρακτήρα και υψηλή εφαρμοσιμότητα. Μια προοδευτική διακυβέρνηση χρειάζεται προοδευτικούς συντελεστές, που να διαθέτουν κοινή αντίληψη για το ρόλο και την αποστολή τους, που να είναι σε θέση να διαχειριστούν την εξουσία και να ασκήσουν δημόσια διοίκηση. Μια προοδευτική διακυβέρνηση χρειάζεται ευρεία λαϊκή στήριξη, μέσα από την οποία θα αντλεί δύναμη για να εκσυγχρονίσει το κράτος και την κοινωνία, για να συγκρουστεί με συμφέροντα και με κατεστημένα. Μια προοδευτική διακυβέρνηση χρειάζεται την προοπτική σαφούς κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας για να είναι σε θέση να νομοθετεί προς υλοποίηση του προοδευτικού προγράμματος διακυβέρνησης. 

Αυτές οι προϋποθέσεις δεν μπορούν να επιτευχθούν ούτε αυτόματα, ούτε νομοτελειακά, ούτε στιγμιαία, και δεν μπορούν να επιτευχθούν μέσα από περιστασιακές και επιφανειακές πολιτικές συνεργασίες. Αυτές οι προϋποθέσεις μπορούν να επιτευχθούν μέσα από τη ζύμωση των ιδεών, μέσα από τη μελέτη των δεδομένων, μέσα από τον σχεδιασμό του μέλλοντος. Και για να συμβούν αυτά χρειάζεται χρόνος, διάλογος, στοχοπροσήλωση και συνέπεια. Ο προοδευτικός χώρος έχει πολύ σημαντικό ρόλο να διαδραματίσει, και για να ανταποκριθεί σε αυτόν οφείλει να επαναπροσδιοριστεί, να διευρυνθεί, και να ενδυναμωθεί, ώστε να είναι σε θέση να αποτελέσει, με σοβαρότητα και αξιοπιστία, μια εναλλακτική προοδευτική πρόταση εξουσίας. Σε διαφορετική περίπτωση, οι δυνάμεις της συντήρησης θα επικρατήσουν στο διηνεκές, με τις ανάλογες επιπτώσεις για τους πολίτες, για την κοινωνία, για τη χώρα μας και για την Ευρώπη. 

[Εφημερίδα ΧΑΡΑΥΓΗ]

11 Σεπτεμβρίου 2016

Ας κρατήσουμε την ψυχραιμία μας

Η υπεύθυνη διαχείριση του Κυπριακού Προβλήματος, ως του μείζονος εθνικού θέματος της χώρας μας, απαιτεί ψυχραιμία, νηφαλιότητα και ορθολογισμό, απαιτεί συνεργασία των πολιτικών δυνάμεων, και απαιτεί ενότητα λαού και ηγεσίας. Δυστυχώς, η πολωμένη κατάσταση του εσωτερικού μετώπου δεν επιτρέπει την ικανοποιητική ανταπόκριση σε αυτές τις απαιτήσεις, με αποτέλεσμα τα επόμενα κομβικά σημεία στην εξέλιξη του Κυπριακού να προσεγγίζονται σαν πεδία πρόσφορης εσωτερικής αντιπαράθεσης. Παρ’ όλα αυτά, ο χρόνος που μεσολαβεί μέχρι την έκδοση της επικείμενης κοινής δήλωσης και μέχρι την πραγματοποίηση της επικείμενης τριμερούς συνάντησης, είναι χρήσιμο να αξιοποιηθεί θετικά από όλους. Διαφορετικά, η όποια επόμενη μέρα θα χαρακτηριστεί από έντονη εσωστρέφεια και ατελέσφορες αλληλοκατηγορίες, με τα ανάλογα αρνητικά αποτελέσματα.  

Υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι για τους οποίους προκύπτουν ανησυχίες σε σχέση με την τρέχουσα διαχείριση του Κυπριακού Προβλήματος: H Κοινή Δήλωση Αναστασιάδη - Έρογλου της 11ης Φεβρουαρίου 2014, που αποτελεί τη βάση των εξελισσόμενων διαπραγματεύσεων, περιλαμβάνει ορισμένα αμφιλεγόμενα στοιχεία, τα οποία αφετηριακά δημιούργησαν αμφισβήτηση για την όλη διαδικασία. Το Εθνικό Συμβούλιο υπολειτουργεί, μετατρέπεται σε θέατρο κομματικών αντιπαραθέσεων και δεν αποδίδει τα αναμενόμενα στα πλαίσια του συμβουλευτικού ρόλου που οφείλει να διαδραματίζει,. Ο εκπρόσωπος του κυβερνώντος κόμματος στη Διαπραγματευτική Ομάδα επανειλημμένα αμφισβητεί δημοσίως την κυβερνητική πολιτική για το Κυπριακό, εκφράζοντας απόψεις που βρίσκονται σε διάσταση με αυτές που υποστηρίζει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Έτερο μέλος της Διαπραγματευτικής Ομάδας δημοσιοποίησε διαφωνίες για συγκεκριμένες θέσεις που καταθέτει η ελληνοκυπριακή πλευρά στις διαπραγματεύσεις, εκφράζοντας αμφιβολίες για τη λειτουργικότητα και τη βιωσιμότητά τους σε περίπτωση λύσης. Η δημόσια πληροφόρηση σχετικά με την εξέλιξη των διαπραγματεύσεων είναι περιορισμένη και συγκεχυμένη, με αποτέλεσμα να δημιουργείται εύφορο έδαφος για προβληματικά συμπεράσματα. 

Ωστόσο και παρ’ όλα αυτά, οφείλουμε να κρατήσουμε την ψυχραιμία μας, ώστε η αξιολόγηση των εξελίξεων να γίνει με νηφαλιότητα και ορθολογισμό, χωρίς προκαταλήψεις και χωρίς προειλημμένες αποφάσεις. Οι πολιτικές διαφωνίες είναι δόκιμες και χρήσιμες, όμως η οπαδική προσέγγιση των πολιτικών εξελίξεων στρεβλώνει τη δημόσια συζήτηση, επειδή βασίζεται σε συνθήματα και σε υπεραπλουστεύσεις, ομολογημένα και ανομολόγητα: Εκείνοι οι οποίοι είναι εκ των προτέρων ταγμένοι υπέρ της όποιας λύσης του Κυπριακού, ορμούνται - στην καλύτερη περίπτωση -  από την ελπίδα και υποστηρίζουν ότι υπό τις περιστάσεις η λύση θα λειτουργήσει αυτόματα θετικά, θα δημιουργήσει μαγικές δυναμικές, θα διορθώσει τις σημερινές παθογένειες, και θα εφαρμοστεί με καλή διάθεση, ενώ το βασικότερο εμπόδιο για τη λύση είναι οι ιδιοτροπίες ορισμένων Ελληνοκυπρίων. Εκείνοι οι οποίοι είναι εκ των προτέρων ταγμένοι εναντίον της όποιας λύσης του Κυπριακού, ορμούνται - στην καλύτερη περίπτωση -  από το τον φόβο και υποστηρίζουν ότι υπό τις περιστάσεις η λύση θα λειτουργήσει κατά βάση αρνητικά, θα οδηγήσει σε αποσταθεροποίηση, και θα γεννήσει μεγαλύτερα προβλήματα, ενώ οποιαδήποτε αλλαγή του σημερινού στατους κβο είναι ριψοκίνδυνη και θα μας οδηγήσει σε περιπέτειες. Όμως, τόσο η «ελπίδα» όσο και ο «φόβος» είναι συναισθήματα, τα οποία είναι ευπρόσδεκτα σε διάφορες εκφάνσεις της ζωής, αλλά οι συναισθηματισμοί στην πολιτική δεν προσφέρουν καθόλου καλές υπηρεσίες. 

Η πολιτική ηγεσία οφείλει να απεμπολήσει τις υπεραπλουστεύσεις, οφείλει να αποφύγει τους συναισθηματισμούς, οφείλει να περιορίσει τις ανούσιες αντιπαραθέσεις. Οφείλει να επιδιώξει την ενότητα και τη συνεργασία, οφείλει να ανταποκριθεί στο ρόλο της με σοβαρότητα και υπευθυνότητα. Οι επιπτώσεις μιας αρνητικής κατάληξης των διαπραγματεύσεων ή οι προκλήσεις μιας θετικής εξέλιξης των διαπραγματεύσεων δεν θα αποτελέσουν αυτοδικαίωση για κανένα πολιτικό χώρο και για κανένα πολιτικό πρόσωπο, αλλά θα επηρεάσουν τους πολίτες της χώρας μας στο παρόν και στο διηνεκές. Οι επόμενες εβδομάδες θα είναι κομβικής σημασίας για την εξέλιξη του Κυπριακού και οφείλουμε όλοι να αρθούμε στο ύψος των περιστάσεων, διαφορετικά θα επαναλάβουμε τον κακό μας εαυτό, θα επαναλάβουμε τα λάθη του παρελθόντος και θα βιώσουμε επαναληπτικά τις επιπτώσεις τους.

[Εφημερίδα Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ]

7 Αυγούστου 2016

Η βολική πολυδιάσπαση της αντιπολίτευσης

Στην πολιτική, η όποια πλεονεκτική θέση προκύπτει συχνά όχι κατ’ ανάγκην ως αποτέλεσμα της πολιτικής αριστείας, αλλά ως προϊόν της μειονεκτικής θέσης των πολιτικών αντιπάλων. Σε αυτή τη βάση και σύμφωνα με τα σημερινά πολιτικά δεδομένα, η κυβέρνηση παρά τις εκτενείς αδυναμίες της, διαθέτει το σχετικά πιο πειστικό πολιτικό αφήγημα, που καθίσταται πειστικότερο λόγω της πολυδιάσπασης της αντιπολίτευσης, η οποία αδυνατεί να προτάξει μια εναλλακτική προοπτική διακυβέρνησης με προοδευτικό πρόσημο.
Η κυβέρνηση καταβάλει φιλότιμες προσπάθειες σε διάφορα επίπεδα, όμως τις περισσότερες φορές το πρόσημο είναι μάλλον ουδέτερο παρά θετικό: Στο κυπριακό βρίσκονται σε εξέλιξη συνομιλίες αλλά δεν έχει ακόμη προκύψει κάποιο αποτέλεσμα, στην οικονομία έχει σταθεροποιηθεί η κατάσταση αλλά δεν έχει επέλθει η ανάκαμψη, στις μεταρρυθμίσεις έχουν ανοίξει πολλά ζητήματα αλλά προς το παρόν δεν έχει ολοκληρωθεί κάποια μεγάλη αλλαγή, κ.ο.κ. Παρ’ όλα αυτά, οι όποιες ανεπάρκειες της Κυβέρνησης συναντούν την ανοχή των πολιτών, λόγω της απουσίας άλλων σοβαρών επιλογών εξουσίας, που να είναι σε θέση να προτάξουν μια ολοκληρωμένη πολιτική πρόταση, με διαφορετική πολιτική φιλοσοφία και με διαφορετική πολιτική στρατηγική.

Οι πολιτικές δυνάμεις που βρίσκονται στην αντιπολίτευση διαφωνούν σε κάποια θέματα και συμφωνούν σε κάποια άλλα, όμως παρουσιάζονται απρόθυμες και ανέτοιμες για συμμετοχή σε ένα μεταξύ τους εκτενή πολιτικό διάλογο για διερεύνηση των προοπτικών κατάληξης σε κοινές πολιτικές συνισταμένες και ανάπτυξης κοινών πολιτικών δράσεων. Οι προβληματικές πτυχές προηγούμενων απόπειρων πολιτικής συνεργασίας λειτουργούν ενισχυτικά προς το κλίμα καχυποψίας, με αποτέλεσμα να λησμονούνται ή να καθίστανται αμφιλεγόμενες οι θετικές πτυχές ανάλογων ιστορικών συνεργασιών που επέδρασαν θετικά για την χώρα και για την κοινωνία. Έτσι, η απροθυμία και η ανετοιμότητα των πολιτικών δυνάμεων της αντιπολίτευσης εμπεδώνει την πολυδιάσπαση, τις μικροομαδοποιήσεις και τους τακτικισμούς, διευκολύνοντας κατά τρόπο ιδιαίτερα βολικό την κυβέρνηση.      

Εάν οι πολιτικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης επιθυμούν να συναποτελέσουν μια σοβαρή εναλλακτική επιλογή εξουσίας, θα μπορούσαν να ξεκινήσουν ένα ειλικρινή πολιτικό διάλογο, χωρίς αποκλεισμούς και χωρίς ρεβανσισμούς με στόχο τη διερεύνηση των πραγματικών δυνατοτήτων συνεργασίας, με πολιτική βάση και πολιτικό περιεχόμενο. Σε αυτό το πλαίσιο θα μπορούσαν να αξιολογηθούν οι εξελίξεις στο κυπριακό και στην οικονομία για να διερευνηθεί η δυνατότητα προσδιορισμού κοινών συνισταμένων, θα μπορούσε να προωθηθεί η συντονισμένη κοινοβουλευτική δραστηριότητα για κοινή αντιμετώπιση των κυβερνητικών νομοσχεδίων και από κοινού κατάθεση προτάσεων νόμου, θα μπορούσε να επιδιωχθεί συνεργασία σε παγκύπρια βάση ενόψει των επικείμενων δημοτικών εκλογών λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες του κάθε Δήμου και τις επιθυμίες της τοπικής κοινωνίας, και θα μπορούσε να καθοριστεί μια ανοικτή διαδικασία προετοιμασίας ενός προοδευτικού προγράμματος διακυβέρνησης που να απαντά στα σύγχρονα προβλήματα της χώρας, με συγκεκριμένους και μετρήσιμους στόχους.   


Εάν οι πολιτικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης εξακολουθήσουν να είναι πολυδιασπασμένες χωρίς την προοπτική διαμόρφωσης μιας μεγάλης πολιτικής συνεργασίας και χωρίς τη δυνατότητα πρόταξης μιας εναλλακτικής προοδευτικής πρότασης εξουσίας, η σημερινή κυβέρνηση θα εξακολουθήσει να καθίσταται υπό τις περιστάσεις ελκυστικότερη ελλείψει άλλων αξιόπιστων επιλογών. Έτσι, εάν οι πολιτικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης δεν επιθυμούν να καταστούν δυνάμεις διαμαρτυρίας, μπορούν να επιδιώξουν την εξεύρεση των κατάλληλων συναινέσεων για τη διαμόρφωση μιας μεγάλης πολιτικής συνεργασίας, που να είναι σε θέση να καταστεί πλειοψηφικό ρεύμα, και που να απαντά αποτελεσματικά στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα.

[Εφημερίδα Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ]

3 Ιουλίου 2016

Το κοινοβουλευτικό περιβάλλον ενόψει των Προεδρικών Εκλογών του 2018

Παρόλο που κατά τα αμέσως προηγούμενα χρόνια το κοινοβουλευτικό πολιτικό περιβάλλον αποτελούσε ναρκοπέδιο για την εκτελεστική εξουσία, φαίνεται ότι η Κυβέρνηση Αναστασιάδη δεν θα αντιμετωπίσει, στον ίδιο βαθμό, ανάλογες προκλήσεις ενόψει των Προεδρικών Εκλογών του 2018. Προς αυτή την κατεύθυνση συνηγορούν οι νέες κοινοβουλευτικές ισορροπίες που παρέχουν τη δυνατότητα δυνητικών συμμαχιών προς εξασφάλιση πλειοψηφιών για σημαντικά ζητήματα, η παραδοσιακή κοινοβουλευτική κουλτούρα της συναίνεσης και η ανάληψη σημαντικών κοινοβουλευτικών ρόλων από κυβερνητικά ή φιλοκυβερνητικά στελέχη, καθώς και η ολοκλήρωση των μνημονιακών υποχρεώσεων που αφορούσαν τη Βουλή και συνδέονταν με την καταβολή αναγκαίων δόσεων σε συνδυασμό με την αναστολή της δυνατότητας προώθησης των ιδιωτικοποιήσεων. Παράλληλα, οι σημαντικές νομοθετικές εκκρεμότητες που αφορούν τη μεταρρύθμιση της Δημόσιας Υπηρεσίας, τη μεταρρύθμιση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και τη μείωση της διάρκειας της στρατιωτικής θητείας παρέχουν περιορισμένες δυνατότητες για άσκηση σκληρής αντιπολίτευσης, ενώ η καταψήφισή τους δεν θα επιφέρει ιδιαίτερα οφέλη στην αντιπολίτευση. Ωστόσο, η αντιπολίτευση εξακολουθεί να διαθέτει ισχυρούς μοχλούς άσκησης πίεσης προς την Κυβέρνηση, κυρίως μέσα από την αποκοπή και τη δέσμευση κονδυλίων του Κρατικού Προϋπολογισμού και μέσα από την επιθετική άσκηση κοινοβουλευτικού ελέγχου με τρόπο που να τροφοδοτεί κριτικά τη δημόσια συζήτηση.  



1. Η κοινοβουλευτική ισορροπία δυνάμεων
Η κατανομή των κοινοβουλευτικών εδρών είναι τέτοια που καθιστά απαραίτητη τη συνεργασία μεταξύ περισσοτέρων των δύο κομμάτων για τη διαμόρφωση απόλυτης πλειοψηφίας, λαμβανομένων υπόψη των περιορισμένων δυνατοτήτων συνεννόησης μεταξύ του ΔΗΣΥ, ως του βασικού κυβερνώντος κόμματος, και του ΑΚΕΛ, ως του βασικού αντιπολιτευόμενου κόμματος. Αναμένεται ότι οι Βουλευτές της ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ, μετά από την εκλογή του Δημήτρη Συλλούρη στη Προεδρία της Βουλής, τη συνέχιση της παρουσίας του Νίκου Κουγιάλη στο Υπουργικό Συμβούλιο και την απουσία της Ελένης Θεοχάρους από το κυπριακό Κοινοβούλιο αποτελούν δυνητικούς κοινοβουλευτικούς συμμάχους για τον ΔΗΣΥ, ενώ η συνέχιση της έως τώρα στάσης του ΔΗΚΟ για τα σημαντικά ζητήματα προσφέρει στην Κυβέρνηση μια δυνητική πλειοψηφία που φτάνει στις 32 από τις 56 έδρες. Αυτή η δυνητική πλειοψηφία διαθέτει ενδιαφέρουσες εφεδρείες, εάν ληφθεί υπόψη η διαλεκτική στάση που μπορεί να τηρήσει το ΑΚΕΛ για θέματα όπου οι προσεγγίσεις του συμπίπτουν με αυτές του ΔΗΣΥ, καθώς και η κίνηση «αβρότητας» του ΔΗΣΥ έναντι του Προέδρου της Συμμαχίας Πολιτών μέσω της παροχής προς αυτόν της θέσης του Προέδρου της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Εξωτερικών.   

2. Η κοινοβουλευτική κουλτούρα και οι κοινοβουλευτικοί ρόλοι 
Παραδοσιακά, στη Βουλή των Αντιπροσώπων επικρατεί η συναίνεση, αφού η πλειοψηφία των νομοθετημάτων ψηφίζεται ομόφωνα, μετά από εκτενή συζήτηση στις Κοινοβουλευτικές Επιτροπές και την κατάθεση τροπολογιών, έτσι εφόσον αυτή η κουλτούρα δεν αλλάξει, θα λειτουργήσει θετικά για την Κυβέρνηση. Επιπρόσθετα, ο κεντρικός ρόλος που διαδραματίζουν στον τρόπο εξέλιξης των κοινοβουλευτικών εργασιών ο Πρόεδρος της Βουλής και ο Πρόεδρος της Επιτροπής Οικονομικών που πλέον πρόσκεινται ή ανήκουν, αντίστοιχα, στο κυβερνητικό στρατόπεδο, θα λειτουργήσει με τρόπο που θα διευκολύνει την Κυβέρνηση.   

3. Το Μνημόνιο που τέλειωσε
Η ολοκλήρωση των μνημονιακών νομοθετικών υποχρεώσεων που ήταν απαραίτητες για την καταβολή των κάθε επόμενων δόσεων από την Τρόικα προς την Κυπριακή Δημοκρατία, σε συνδυασμό με τη σταθεροποίηση της κυπριακής οικονομίας, αναιρεί τη δαμόκλειο σπάθη που επικρεμόταν κάθε φορά που ένα μνημονιακό νομοσχέδιο τίθετο σε ψηφοφορία στη Βουλή. Έτσι, η βαρύτητα της υπερψήφισης ή της καταψήφισης των κυβερνητικών νομοσχεδίων περιορίζεται και επανέρχεται στην προτέρα κατάσταση, η οποία ίσχυε στο προ κρίσης πολιτικό περιβάλλον.   

4. Οι ιδιωτικοποιήσεις που αναστάληκαν
Η νομοθέτηση, από την προηγούμενη Βουλή, της αναστολής των ιδιωτικοποιήσεων μέχρι την 31 Δεκεμβρίου του 2017, ουσιαστικά έχει απαλείψει από την κοινοβουλευτική συζήτηση αυτό το ιδεολογικά και κοινωνικά φορτισμένο ζήτημα, το οποίο παύει να υφίσταται ως πολιτικό διακύβευμα για την Κυβέρνηση. Ειδικότερα, η Κυβέρνηση τρόπον τινά διευκολύνεται, αφού με την «απαγόρευση» των ιδιωτικοποιήσεων από την αντιπολίτευση αφενός διαθέτει πλέον ένα ικανοποιητικό άλλοθι έναντι των κύκλων που υποστηρίζουν τις ιδιωτικοποιήσεις και αφετέρου ξεφεύγει από τη δύσκολη θέση της προώθησης των ιδιωτικοποιήσεων που θα αναιρούσε την αντίθετη προεκλογική δέσμευση του Προέδρου Αναστασιάδη.    

5. Η μεταρρύθμιση της Δημόσιας Υπηρεσίας και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης
Τα εκκρεμούντα νομοσχέδια που αφορούν τη μεταρρύθμιση της Δημόσιας Υπηρεσίας και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης είναι μεν σημαντικά για την καλύτερη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αλλά ενδεχόμενη κωλυσιεργία στη συζήτησή τους ή πιθανή καταψήφισή τους δεν πρόκειται να βραχυκυκλώσει περαιτέρω τη λειτουργία του κράτους. Παράλληλα, λόγω της εκτενούς διαβούλευσης με τα πολιτικά κόμματα και τους κοινωνικούς εταίρους που έχει προηγηθεί της κατάθεσης των νομοσχεδίων καταλήγοντας σε αρκετές συναινέσεις, δεν είναι εύκολη η εκ μέρους της αντιπολίτευσης συνολική καταψήφιση των μεταρρυθμιστικών νομοσχεδίων για τα οποία δεν έχει προς το παρόν σημειωθεί αρνητική κοινωνική αντίδραση η οποία να δικαιολογεί την αναγωγή τους σε ζητήματα μείζονος πολιτικής αντιπαράθεσης. 

6. Η μείωση της διάρκειας της στρατιωτικής θητείας
Αν και, σύμφωνα με το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο, η απόφαση για τη μείωση της διάρκειας της στρατιωτικής θητείας  λαμβάνεται από το Υπουργικό Συμβούλιο, η Βουλή έχει να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο αναφορικά με τη νομοθέτηση των διαδικασιών που θα ρυθμίζουν τη λειτουργία της Εθνικής Φρουράς στη βάση των νέων δεδομένων και θα προσδιορίζουν το ρόλο των Επαγγελματιών Οπλιτών. Παρά τις, διαφόρων αποχρώσεων, επιφυλάξεις και διαφωνίες που εκφράστηκαν από κόμματα της αντιπολίτευσης σχετικά με την απόφαση της Κυβέρνησης για μείωση της θητείας, δεν αναμένεται ότι αυτές είναι αρκετές για να οδηγήσουν σε κοινοβουλευτική παρεμπόδιση της εφαρμογής της, λαμβανομένης υπόψη της διαχρονικής θετικής τοποθέτησης του ΑΚΕΛ και της υψηλής δημοτικότητας που συγκεντρώνει αυτή η απόφαση.      

7. Το ΓΕΣΥ και η αυτονόμηση των νοσοκομείων
Η εισαγωγή του ΓΕΣΥ αποτελεί ένα χρονίζον και σύνθετο ζήτημα που απασχολεί την Κυπριακή Δημοκρατία επί δεκαετίες, χωρίς έως τώρα να υπάρχει αίσια κατάληξη. Η κατάθεση του νομοσχεδίου για την αυτονόμηση των νοσοκομείων αποτελεί ένα βήμα προς την κατεύθυνση της μεταρρύθμισης  στον τομέα της δημόσιας υγείας, όμως η πολυπλοκότητα του θέματος και το εύρος των επηρεαζόμενων συμφερόντων αυξάνουν σημαντικά το βαθμό δυσκολίας, χωρίς να επιτρέπουν υπεραπλουστεύσεις. Παρ’ όλα αυτά, η σπουδή της Κυβέρνησης για ανάπτυξη κινητικότητας σε αυτό τον τομέα στο μέτρο των αρμοδιοτήτων της, ρίχνει την μπάλα στο γήπεδο της αντιπολίτευσης, η οποία θα κληθεί να τοποθετηθεί τεκμηριωμένα και ολοκληρωμένα επί του ζητήματος. 

8. Ο Κρατικός Προϋπολογισμός του 2017
Το σημαντικότερο κυβερνητικό νομοσχέδιο που ψηφίζεται σε ετήσια βάση είναι ο Κρατικός Προϋπολογισμός, στα πλαίσια του οποίου προσδιορίζεται το ύψος και η κατανομή των κρατικών δαπανών, για εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής. Λαμβάνοντας υπόψη την κατανομή των κοινοβουλευτικών εδρών και συνυπολογίζοντας τη διαχρονική παράδοση του ΔΗΚΟ για υπερψήφιση του εκάστοτε Κρατικού Προϋπολογισμού, προς αποφυγή της αποσταθεροποίησης και της περιπετειώδους οδού των δωδεκατημορίων, η καταψήφιση του Κρατικού Προϋπολογισμού για το 2017 θεωρείται μάλλον απομακρυσμένο ενδεχόμενο. Ωστόσο, η Βουλή διαθέτει τις δυνατότητες της κατάθεσης τροπολογιών για την αποκοπή κονδυλίων και της δέσμευσης κονδυλίων με το λεγόμενο «σταύρωμα», περιορίζοντας έτσι τις δυνατότητες της Κυβέρνησης για άσκηση του ρόλου της και επαυξάνοντας το ρόλο του Κοινοβουλίου. Αναμένεται ότι αυτές οι δυνατότητες της Βουλής θα αξιοποιηθούν εκτενώς από την αντιπολίτευση και θα αποτελέσουν ένα ισχυρό μοχλό πίεσης προς την Κυβέρνηση. 

9. Ο αντιπολιτευτικός κοινοβουλευτικός έλεγχος
Η άσκηση του κοινοβουλευτικού ελέγχου αποτελεί ένα σημαντικό πυλώνα του κοινοβουλευτικού έργου, και ασκείται μέσα από την εγγραφή αυτεπάγγελτων θεμάτων προς συζήτηση, μέσα από την υποβολή Ερωτήσεων προς τους αρμόδιους Υπουργούς και ειδικότερα, μέσα από τη δραστηριότητα της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Παρακολουθήσεως Σχεδίων Αναπτύξεως και Ελέγχου Δημόσιων Δαπανών. Η παρουσία του εκρηκτικού αντιπολιτευτικού διδύμου των Ζαχαρία Κουλία και Ειρήνης Χαραλαμπίδου στη συγκεκριμένη Επιτροπή, αναμένεται να την αναδείξει σε προμετωπίδα της άσκησης αντιπολιτευτικού κοινοβουλευτικού ρόλου,  που θα τροφοδοτεί τη δημόσια συζήτηση με θέματα που τοποθετούν την Κυβέρνηση σε αμυντική θέση. 

[Εφημερίδα Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ]

5 Ιουνίου 2016

Πολιτική αποτίμηση: Η κοινοβουλευτική παρουσία της ακροδεξιάς


  1. Η ανάπτυξη της ακροδεξιάς στην Κύπρο δεν είναι καινούριο φαινόμενο που συγχρονίζεται με την εμφάνιση του ΕΛΑΜ, αφού αντίστοιχα σύνολα αποτέλεσαν κατά καιρούς πόλο έλξης, ιδιαίτερα μέσα από τη δράση των τρομοκρατικών οργανώσεων Εθνικό Μέτωπο και ΕΟΚΑ Β’, μέσα από τη λειτουργία συγκεκριμένων φοιτητικών παρατάξεων και μαθητικών οργανώσεων, μέσα από κύκλους οργανωμένων οπαδών συγκεκριμένων αθλητικών σωματείων και μέσα από την πολιτική παρουσία συγκεκριμένων πολιτικών προσώπων που συνδέθηκαν ιστορικά με τον ακροδεξιό χώρο ή εκφέρουν ανάλογο πολιτικό λόγο. 
  2. Τα χαρακτηριστικά που διαθέτει η ακροδεξιά στην Κύπρο δεν είναι πρωτότυπα, αλλά ταυτίζονται με το περιεχόμενο των πολιτικών θέσεων και πρακτικών της ακροδεξιάς σε διεθνές επίπεδο, που συνοψίζονται στην προώθηση του εθνικισμού, της φυλετικής ανωτερότητας, της ξενοφοβίας, του ρατσισμού, του εξτρεμισμού και της πατριδοκαπηλίας, συνοδευόμενων από τη συλλήβδην απαξίωση του πολιτικού συστήματος και τη διεκδίκηση αντισυστημικών περγαμηνών, υποστηριζόμενων από οργανωτική δομή με στρατιωτικού τύπου πειθαρχία και ιεραρχία.
  3. Το μοτίβο που συναντάται διεθνώς σε σχέση με τις επανεμφανίσεις της ακροδεξιάς είναι συγκεκριμένο και επαναλαμβανόμενο, αφού μετά από καταστροφικά ιστορικά γεγονότα κατά τα οποία η ίδια διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο, για μεγάλα χρονικά διαστήματα υπνώττει στο περιθώριο ή εγκολπώνεται πολιτικά κόμματα της ευρύτερης δεξιάς, και ακολούθως επανέρχεται σταδιακά με διαφοροποιημένο προσωπείο. Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα της κεντρικής Ευρώπης μετά από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, της Ελλάδας μετά από την πτώση της Χούντας και της Κύπρου μετά από την τουρκική εισβολή του 1974. 
  4. Οι πολιτικές συνθήκες που ευνοούν την άνοδο της ακροδεξιάς σε διεθνές επίπεδο είναι επίσης συγκεκριμένες και επαναλαμβανόμενες, έχοντας να κάνουν με μακρές περιόδους οικονομικής ύφεσης, αυξημένης ανεργίας, οικονομικής ανέχειας και πολιτικής αποσταθεροποίησης, για την αντιμετώπιση των οποίων των πολιτικό σύστημα αδυνατεί να προσφέρει ολοκληρωμένες και αποτελεσματικές λύσεις.    
  5. Ο ελκυστικός χαρακτήρας που λαμβάνουν οι πολιτικές θέσεις της ακροδεξιάς υπό ορισμένες πολιτικές συνθήκες, παρασύρει πολιτικά πρόσωπα και πολιτικά κόμματα στην αναπαραγωγή αυτών των θέσεων υπό την ψευδαίσθηση της συγκράτησης ψηφοφόρων που αποκλίνουν προς εκείνη την κατεύθυνση, αλλά αυτή η πρακτική αυξάνει την πολιτική και ηθική νομιμοποίηση της ακροδεξιάς που, ως ο αυθεντικός εκφραστής της συγκεκριμένης πολιτικής ατζέντας, καθίσταται εξελικτικά ο μεγάλος κερδισμένος. 
  6. Οι πολίτες που υποστηρίζουν εκλογικά την ακροδεξιά, δεν μετατρέπονται σε φασίστες ή σε ναζιστές με την ψήφο τους, αφού καταλήγουν σε αυτή την επιλογή εξαιτίας της αδυναμίας του πολιτικού συστήματος να τους εκφράσει και εξαιτίας της εκτεταμένης παραπληροφόρησης, αλλά τα ηγετικά στελέχη της ακροδεξιάς διαθέτουν συνειδητά τα ανωτέρω χαρακτηριστικά που επιμελώς συγκαλύπτουν, μέχρι να κρίνουν ότι οι συνθήκες έχουν ωριμάσει κατάλληλα και ότι έχουν εγκλωβίσει ένα ικανό μέρος του εκλογικού σώματος, για την πλήρη αποκάλυψη του προσανατολισμού τους και για την απέκδυση της προβιάς τους.  
  7. Παρόλο που στη δημοκρατία διασφαλίζεται το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης, υπάρχουν συγκεκριμένες θέσεις και συμπεριφορές που μέσα από τη νομοθεσία προσδιορίζονται ως παράνομες και τιμωρούνται ανάλογα με αυστηρές ποινές, όπως π.χ. με τον Νόμο «Περί της Καταπολέμησης Ορισμένων Μορφών και Εκδηλώσεων Ρατσισμού και Ξενοφοβίας μέσω του Ποινικού Δικαίου» του 2011, καθώς και με το Άρθρο 51 του Ποινικού Κώδικα, που ενώ παραβιάζονται σταθερά από την ακροδεξιά, παραδόξως παραμένουν σε καθεστώς αδράνειας. 
  8. Σε μια χώρα όπως η Κύπρος, η οικονομία της οποίας βασίζεται ουσιαστικά στην παροχή υπηρεσιών σε ξένους πολίτες και στην προσέλκυση επενδύσεων από ξένους επενδυτές, η καλλιέργεια κλίματος ρατσισμού και ξενοφοβίας λειτουργεί ανασταλτικά για την οικονομική ανάπτυξη και για την επιχειρηματικότητα, αφού οι ξένοι τουρίστες, οι ξένοι φοιτητές και οι ξένοι επιχειρηματίες αποφεύγουν προορισμούς όπου δεν είναι ευπρόσδεκτοι από την τοπική κοινωνία και όπου αποτελούν πιθανούς στόχους επιθέσεων βίας λόγω της διαφορετικότητάς τους.
  9. Ενόψει της προοπτικής επίλυσης του Κυπριακού, η ανάπτυξη του εθνικισμού και του εξτρεμισμού θα επιδράσει ιδιαίτερα αρνητικά στην ομαλή εφαρμογή της λύσης, όπως εξάλλου συνέβηκε και στο παρελθόν μέσα από τη δράση αντίστοιχων κύκλων που με την προώθηση μαξιμαλιστικών θέσεων, με δράσεις βίας, με θερμά επεισόδια και με προβοκατόρικες ενέργειες, εξυπηρέτησαν τον τουρκικό επεκτατισμό, συνδράμοντας στη διχοτόμηση της Κυπριακής Δημοκρατίας.    
  10. Το αποτέλεσμα των Βουλευτικών Εκλογών είναι αυτονοήτως σεβαστό, με την έννοια του ότι η ακροδεξιά πλέον συμμετέχει στη Βουλή των Αντιπροσώπων, στη Σύσκεψη Αρχηγών/ Εκπροσώπων Κομμάτων και στο Εθνικό Συμβούλιο, λαμβάνει κρατική χορηγία ως κοινοβουλευτικό κόμμα και δικαιούται στελεχιακής υποστήριξης μέσω του θεσμού των Κοινοβουλευτικών Συνεργατών. 
  11. Ωστόσο, τα πολιτικά κόμματα που αυτοπροσδιορίζονται ως δημοκρατικά, τοποθετούμενα στο δημοκρατικό τόξο που ξεκινά από την αριστερά, διαπερνά το κέντρο και φτάνει μέχρι τη δεξιά, μπορούν να λειτουργήσουν εποικοδομητικά και να επιβεβαιώσουν τον αυτοπροσδιορισμό τους, αποστερώντας από την ακροδεξιά τη δυνατότητα άσκησης ρυθμιστικού πολιτικού ρόλου και εξαιρώντας την από πολιτικές συνεργασίες και συνδιαλλαγές οποιουδήποτε είδους, οι οποίες της προσδίδουν επιπρόσθετη επιρροή και νομιμοποίηση.     
  12. Παράλληλα, τα πολιτικά κόμματα πρέπει να λειτουργήσουν με περισσότερη σοβαρότητα και υπευθυνότητα, διαχειριζόμενα αποτελεσματικότερα τα κρίσιμα προβλήματα με τα οποία βρίσκεται αντιμέτωπη η χώρα και αποφεύγοντας τις άγονες αντιπαραθέσεις, τον διαρκή αλληλομηδενισμό και την ισοπεδωτική κριτική, αλλά επιδιώκοντας την εισαγωγή πολιτικής κουλτούρας ευρύτερων συνεργασιών και λειτουργικών συναινέσεων. 
  13. Ειδικότερα, οι πολίτες που αυτοπροσδιορίζονται ως δημοκράτες – ανεξαρτήτως της ιδεολογικής και κομματικής τους τοποθέτησης – οφείλουν να σταθμίσουν τους πραγματικούς κινδύνους που ελλοχεύουν ως αποτέλεσμα της ανόδου της ακροδεξιάς, να λάβουν υπόψη την εθνική και τη διεθνή εμπειρία των προηγούμενων δεκαετιών και να δράσουν έτσι ώστε μέσα από την κοινωνία των πολιτών να προταχθεί το αίτημα για τον πραγματικό εκσυγχρονισμό του πολιτικού συστήματος, που ούτως ή άλλως δεν μπορεί να προκύψει μέσα από την άνοδο της ακροδεξιάς.     
  14. Η λεγόμενη «πολιτική του κατευνασμού» απέναντι στην ακροδεξιά δοκιμάστηκε διαχρονικά, επανειλημμένα και αποτυχημένα, οδηγώντας στην περαιτέρω ενδυνάμωσή της, με χαρακτηριστικότερα ιστορικά παραδείγματα την περίπτωση της ναζιστικής Γερμανίας του μεσοπολέμου και την πλειάδα περιπτώσεων ακροδεξιών κομμάτων που παρέμειναν στο απυρόβλητο μέχρι που εδραιώθηκαν με μη αναστρέψιμο τρόπο.
  15. Η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση της ακροδεξιάς στην Κύπρο δεν αποτελεί συγκυριακό πολιτικό γεγονός το οποίο θα ξεφουσκώσει σύντομα, αλλά αντίθετα, αποτελεί την απαρχή της περαιτέρω ενδυνάμωσης αυτού του ακραίου πολιτικού χώρου, η οποία εάν δεν αναχαιτιστεί θα είναι ραγδαία και εντυπωσιακή, λαμβανομένου υπόψη ότι πέρα από τα τέσσερα παραδοσιακά κοινοβουλευτικά κόμματα, το ΕΛΑΜ είναι το μόνο κοινοβουλευτικό κόμμα που ιδρύθηκε μετά το 1974 χωρίς να έχει ως προμετωπίδα το πρόσωπο του αρχηγού του, χωρίς να έχει προκύψει ως άμεση διάσπαση από ένα άλλο κόμμα και χωρίς να διαθέτει ιδιαίτερη δημόσια παρουσία, αλλά παρ’ όλα αυτά κατάφερε να εισέλθει στη Βουλή με δύο Βουλευτές.  
  16. Τέλος, σημειώνεται ότι η ακροδεξιά αποτελεί τον μοναδικό κομματικό σχηματισμό που κατά τα τελευταία χρόνια καταγράφει διαρκή αύξηση στην εκλογική του δύναμη, τόσο από πλευράς ψήφων όσο και από πλευράς ποσοστού, αφού στις Βουλευτικές Εκλογές του 2011 έλαβε 4354 ψήφους (1.08%) στις Ευρωεκλογές του 2014 έλαβε 6957 ψήφους (2.69%) και στις Βουλευτικές Εκλογές του 2016 έλαβε 13041 ψήφους (3.71%). Ακόμη και αν αυτοί οι αριθμοί ενδεχομένως να φαίνονται μικροί, είναι ενδιαφέρον να ληφθεί υπόψη ότι, σύμφωνα με ιστορικές πηγές, η ΕΟΚΑ Β’ είχε 5000 μάχιμα μέλη (Σπυρου Παπαγεωργιου, Απο την ΕΟΚΑ στην ΕΟΚΑ Β΄, Σελ. 13) και 20000 στρατευμένα μέλη (Σπύρου Παπαγεωργίου, Μακάριος διά Πυρός και Σιδήρου, Σελ. 157).


[Εφημερίδα Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ]

29 Μαΐου 2016

Βουλευτικές Εκλογές 2016: Δέκα πολιτικά συμπεράσματα


  1. Η τεράστια αύξηση της αποχής δείχνει ότι οι πολίτες απαξίωσαν τις πραγματικές δυνατότητες του πολιτικού συστήματος, ότι δεν θεώρησαν ικανοποιητικές τις προσφερόμενες πολιτικές επιλογές, και ότι η πολιτική διαχείριση πρόσφατων σημαντικών πολιτικών ζητημάτων κρίθηκε ως ανεπαρκής, ενώ η ευρεία σκανδαλολογία επηρέασε σχεδόν οριζόντια τα παραδοσιακά κόμματα και υποβοήθησε εκλογικά τα μικρότερα κόμματα. 
  2. Η σημαντική μείωση του ποσοστού του ΔΗΣΥ, παρά το λεγόμενο «success story» στην οικονομία, παρά την παρουσιαζόμενη ως θετική προοπτική επίλυσης του Κυπριακού και παρά τη μεγάλη αξιοποίηση των δυνατοτήτων που προσφέρει η διαχείριση της εκτελεστικής εξουσίας, δείχνει ότι ο Συναγερμός δεν κατάφερε να πείσει την ευρύτερη κοινωνία για την αποτελεσματικότητα της διακυβέρνησης, που χρησιμοποίησε ως προμετωπίδα κατά την προεκλογική περίοδο. Ταυτόχρονα, φαίνεται ότι η προσπάθεια της ηγεσίας του ΔΗΣΥ για παρουσίαση του κόμματος σαν «σύγχρονου», «φιλελεύθερου» και «ευρωπαϊκού», δεν συνάδει με τα χαρακτηριστικά της παραδοσιακής βάσης του, αφού πολιτικοί σχηματισμοί που τοποθετήθηκαν δεξιότερα κατάφεραν να καταγράψουν σημαντική εκλογική παρουσία λειτουργώντας ελκυστικά για τους δεξιούς ψηφοφόρους. 
  3. Η μεγάλη μείωση του ποσοστού του ΑΚΕΛ, παρά την εφαρμογή πολιτικών νεοφιλελευθερισμού και λιτότητας και παρά την επιβολή πολιτικά βίαιων αποφάσεων όπως το κούρεμα καταθέσεων, από την Κυβέρνηση του ΔΗΣΥ, δείχνει ότι το ΑΚΕΛ δεν κατάφερε να πείσει ότι διαθέτει μια εναλλακτική προοδευτική πολιτική πρόταση, η οποία να είναι συγκεκριμένη, ρεαλιστική και εφαρμόσιμη. Επίσης, η συνέχιση και η αποδοχή της πολιτικής απομόνωσης στην οποία το ΑΚΕΛ έχει ουσιαστικά περιέλθει από το 2011, λειτούργησε αποτρεπτικά για ψηφοφόρους  του ΑΚΕΛ, οι οποίοι χωρίς να βρίσκονται στον στενό κομματικό πυρήνα, υποστήριζαν παραδοσιακά το κόμμα της αριστεράς, στη βάση μιας κουλτούρας ευρύτερων συνεργασιών με δυνάμεις της κεντροαριστεράς και του κέντρου, που δημιουργούσαν προοπτικές διαχείρισης της εκτελεστικής εξουσίας. 
  4. Η μικρή μείωση του ποσοστού του ΔΗΚΟ, αποτελεί επιτυχία σε σχέση με τις μεγάλες απώλειες που είχαν τα άλλα παραδοσιακά κόμματα, και λειτουργεί σταθεροποιητικά για τη σημερινή ηγεσία του κόμματος. Ωστόσο, η συγκεκριμένη πολιτική συγκυρία κατά την οποία τα δύο μεγάλα κόμματα κατέγραψαν μεγάλες εκλογικές απώλειες, θα μπορούσε να αξιοποιηθεί ως σημαντική πολιτική ευκαιρία κατά την οποία το κόμμα του κέντρου θα μπορούσε να αποτελέσει πόλο έλξης για ψηφοφόρους αυτών των κομμάτων, που τελικά προτίμησαν να υποστηρίξουν μικρότερα κόμματα ή να τηρήσουν αποχή. Ειδικότερα, αυτοί οι περιορισμοί μπορεί να θεωρηθεί ότι οφείλονται στη σταθερή κοινοβουλευτική σύμπλευση με την ηγεσία του ΔΗΣΥ για τα θέματα της οικονομίας, στην εκφορά σκληρού αντιπαραθετικού λόγου προς διάφορες κατευθύνσεις και στον περιορισμό των τοποθετήσεων για το Κυπριακό σε κριτικές προσεγγίσεις χωρίς την κατάθεση εναλλακτικών δημιουργικών προτάσεων.         
  5. Η μεγάλη μείωση του ποσοστού της ΕΔΕΚ προκύπτει ως αποτέλεσμα μιας σειράς από αμφιλεγόμενες επιλογές σχετικά με προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις, με τη διαχείριση εσωτερικών κομματικών θεμάτων, με τη στελέχωση των ψηφοδελτίων και με την επικέντρωση στο κυπριακό στη βάση της διαφοροποίησης σε σχέση με την υποστήριξη της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας ως της επιδιωκόμενης μορφής λύσης.   
  6. Η αύξηση του ποσοστού των Οικολόγων συνδέεται με την επιλογή της συνεργασίας τους με διάφορες ομάδες και πρωτοβουλίες πολιτών, με την έως τώρα απουσία διασύνδεσης στελεχών του κινήματος με φαινόμενα σκανδάλων και με την προηγούμενη ανάπτυξη έντονης κοινοβουλευτικής δράσης, ενώ επίσης, η απουσία εναλλακτικών επιλογών στον πολιτικό χώρο που βρίσκεται πέραν της δεξιάς, οδήγησε μια μερίδα προοδευτικών ψηφοφόρων στο κίνημα Οικολόγων με τη μέθοδο της εις άτοπον απαγωγής.  
  7. Η είσοδος στη Βουλή της Συμμαχίας Πολιτών, παρά τη μείωση του ποσοστού που έλαβε σε σχέση με τις προηγούμενες Ευρωεκλογές, δείχνει ότι ο επικεφαλής της Συμμαχίας Πολιτών έχει καταφέρει να εδραιωθεί ως πολιτική προσωπικότητα και έχει καταφέρει να συγκεντρώσει στο περιβάλλον του ένα ικανό αριθμό στελεχών διαφορετικών πολιτικών προελεύσεων.  
  8. Η είσοδος στη Βουλή της Αλληλεγγύης, υπό τη μορφή της συνεργασίας της Ελένης Θεοχάρους με το ΕΥΡΩΚΟ, δείχνει ότι η υψηλή δημοτικότητα της Ευρωβουλευτού λειτούργησε θετικά για μια μερίδα ψηφοφόρων και ότι ένα μέρος του δεξιού εκλογικού ακροατηρίου είναι δεκτικό στον πολιτικό λόγο που χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερες εθνικές αναφορές, οι οποίες για τους περισσότερους πολίτες ακούγονται παρωχημένες.  
  9. Η είσοδος στη Βουλή του ΕΛΑΜ, με υπερπολλαπλάσιο ποσοστό σε σχέση με αυτό που κατέγραψε στις προηγούμενες βουλευτικές εκλογές, δείχνει ότι πλέον οι ακροδεξιές πολιτικές θέσεις και η εξτρεμιστικές πολιτικές πρακτικές συναντούν ευρύτερη ανταπόκριση, η οποία υποτιμήθηκε σφόδρα από τις δυνάμεις του λεγόμενου «δημοκρατικού τόξου», που προσέφεραν προεκλογική πολιτική νομιμοποίηση στο ΕΛΑΜ, μέσα από την αδράνεια τους, μέσα από την αποσπασματική υιοθέτησή ακραίας ρητορικής και μέσα από την γενικότερη πολιτική ανεπάρκεια.  
  10. Η στελέχωση της νέας Βουλής από πλευράς προσώπων, με ορισμένες εξαιρέσεις, εκ πρώτης όψεως φαίνεται να διαψεύδει τις προσδοκίες για αντικατάσταση των προηγούμενων «παλαιών» Βουλευτών με «νέους» καλύτερους Βουλευτές. Παρά την παρουσία πολλών ικανών πολιτικών στελεχών στα ψηφοδέλτια των κομμάτων, σε κάποιες περιπτώσεις επικράτησαν πρόσωπα που δημιουργούν προοπτικές γραφικής παρουσίας, η οποία θα γίνει αισθητή σύντομα, και προοπτικές ανεπαίσθητης παρουσίας, η οποία δεν θα γίνει αντιληπτή ποτέ. 
[Εφημερίδα ΡΕΠΟΡΤΕΡ]

8 Μαΐου 2016

Η ακροδεξιά στον προθάλαμο

Ιστορικά, η άνοδος της ακροδεξιάς και οι κίνδυνοι που αυτή συνεπάγεται έχουν υποτιμηθεί σφόδρα, με απότοκο τις ανάλογες συνέπειες που η Ευρώπη και ο κόσμος έχουν βιώσει με τον χειρότερο δυνατό τρόπο. Η άνοδος της ακροδεξιάς ως χαρακτηριστική περίπτωση αντιδραστικής πολιτικής εξέλιξης παρά πρωτογενούς πολιτικού γεγονότος, προκύπτει μέσα από την αποτυχία του πολιτικού συστήματος να διαχειριστεί αποτελεσματικά περιόδους κρίσεων, και μέσα από την ανοχή που επιδεικνύει στους εκπροσώπους του εξτρεμισμού. Στην τρέχουσα πολιτική συγκυρία, αυτός ο συνδυασμός είναι επίκαιρος και ο κίνδυνος είναι υπαρκτός, αλλά όπως συνέβηκε στο παρελθόν, έτσι και τώρα η σημασία του υποβαθμίζεται και τα αυγά του φιδιού επωάζονται, μεγαλώνουν και πολλαπλασιάζονται. 



Μια πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Bruegel, που θεωρείται ένα από τα πιο αξιόπιστα ευρωπαϊκά think tanks, με τίτλο «Η προβλεψιμότητα του πολιτικού εξτρεμισμού», επικεντρώνεται στη διασύνδεση μεταξύ της ανόδου της ακροδεξιάς και των συνθηκών της μακροχρόνιας οικονομικής ύφεσης. Συγκεκριμένα, αξιολογώντας οικονομικά και εκλογικά στοιχεία από τις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι σήμερα, η έρευνα καταλήγει στον εντοπισμό ενός επαναλαμβανόμενου μοτίβου, σύμφωνα με το οποίο η ένταση και η έκταση των οικονομικών κρίσεων, σε παγκόσμιο, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, συνδέεται άμεσα με την ανάλογη ενίσχυση των εθνικιστικών κομμάτων, ενώ απαιτείται ανάκαμψη υπερπολλαπλάσιας διάρκειας για να αντισταθμιστεί αυτό το γεγονός. Ειδικότερα, σε σχέση με την οικονομική κρίση που εξακολουθεί να επηρεάζει την Ευρώπη, το Ινστιτούτου Bruegel επισημαίνει ότι η αποτυχημένη διαχείριση της οικονομικής κρίσης και η δογματική επιμονή σε πολιτικές λιτότητας που επιδεινώνουν περαιτέρω την προβληματική οικονομική κατάσταση, θέτει σε αμφισβήτηση την ικανότητα των παραδοσιακών δομών εξουσίας να  οδηγήσουν σε πραγματική ανάκαμψη και ανάπτυξη. Ως εκ τούτου, τα ποσοστά των εθνικιστικών, ακροδεξιών, ρατσιστικών και εξτρεμιστικών κομμάτων στην Ευρώπη διαρκώς ενισχύονται: Στη Φινλανδία έφτασαν στο 18%, στη Σουηδία στο 13%, στη Δανία στο 21%, στην Ολλανδία στο 10%, στη Γαλλία στο 14%, στη Αυστρία στο 21%, στη Σλοβακία στο 8%, στην Ουγγαρία στο 21%, στην Ελβετία στο 29% και στην Ελλάδα στο 7%, ενώ στις πρόσφατες προεδρικές εκλογές στην Αυστρία η ραγδαία άνοδος του ακροδεξιού κόμματος του Νόρμπερτ Χόφερ ήταν χαρακτηριστική. Αυτού του είδους τα κόμματα έχουν ως κοινά σημεία αναφοράς την προώθηση της ξενοφοβίας, την απαξίωση του πολιτικού συστήματος, τον ακραίο πολιτικό λόγο, τον εθνικισμό, τον ρατσισμό, την εσωστρέφεια και τον ευρωσκεπτικισμό, και δυστυχώς συναντούν εύφορο έδαφος σε κοινωνίες όπου δεν υπάρχουν ολοκληρωμένες εναλλακτικές προοδευτικές πολιτικές επιλογές, και όπου οι επικρατούσες συντηρητικές πολιτικές ανατροφοδοτούν την ύφεση και περιορίζονται στην λανθασμένη πρακτική του κατευνασμού της ακροδεξιάς. 

Στην περίπτωση της Κύπρου, η ακροδεξιά εξακολουθεί να βρίσκεται στον προθάλαμο της κοινοβουλευτικής παρουσίας και να κτυπά αργά και βασανιστικά την πόρτα του κοινοβουλίου, αφού τα ποσοστά που καταγράφει το ΕΛΑΜ στις δημοσκοπήσεις το τοποθετούν, υπό την προϋπόθεση της αναγωγής, στα όρια της εισόδου. Ωστόσο, η ανησυχητικότερη διάσταση της κυπριακής περίπτωσης δεν αφορά μεμονωμένα το κόμμα που αυτοπροσδιορίζεται ως εθνικιστικό, αλλά εκτείνεται – σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό – σε πολιτικά κόμματα και πολιτικά στελέχη που προσδίδουν πολιτική νομιμοποίηση στην ακροδεξιά με διάφορους τρόπους: Είτε παρέχοντας πολιτική στέγη σε ακραία στοιχεία, είτε υιοθετώντας ακραίες πολιτικές θέσεις, είτε προσφέροντας ανοχή σε ακραίες συμπεριφορές, είτε υποτιμώντας τον πραγματικό κίνδυνο της ανόδου της ακροδεξιάς. Δηλαδή, εντοπίζοντας την τάση που καταγράφεται προς το κατεξοχήν εθνικιστικό κόμμα, επιδιώκουν να συγκρατήσουν ή να προσελκύσουν ψηφοφόρους προσφέροντας παρόμοια πολιτικά προϊόντα. Όμως η ακροδεξιά γυμναστική αποτελεί παιχνίδι με τη φωτιά, αφού στο τέλος το πρωτότυπο θα υπερισχύσει και θα καταφέρει να προσελκύσει εκείνους που προσέλαβαν την κατάλληλη προπαίδεια. Και ειδικά στην περίπτωση της Κύπρου, αυτό το παιχνίδι με τη φωτιά είναι υψηλού ρίσκου και τεραστίου κινδύνου, ιδιαίτερα ενόψει της προοπτικής επίλυσης του Κυπριακού και της ανάγκης για ειρηνική συνύπαρξη του συνόλου των Κυπρίων πολιτών κάτω από συνθήκες ασφάλειας και ευημερίας, και της προοπτικής για την αναβάθμιση της Κύπρου ως ελκυστικού προορισμού παροχής ενός εκτενούς εύρους υπηρεσιών. Στην τελική ευθεία των επικείμενων Βουλευτικών Εκλογών, ο δημοκρατικός κόσμος οφείλει να βρίσκεται σε εγρήγορση και να ενεργήσει έτσι ώστε να αποτρέψει την κεφαλαιοποίηση αυτής της επικίνδυνης τάσης που ενδεχομένως να καταλήξει σε κοινοβουλευτική εκπροσώπηση της επίσημης και ανεπίσημης κυπριακής ακροδεξιάς.

[Εφημερίδα "Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ"]

10 Απριλίου 2016

Το προεκλογικό προπέτασμα του καπνού

Η αυξητική τάση της αποχής και η διογκούμενη αποστασιοποίηση των πολιτών από τα κοινά, δεν προκύπτουν αυθαίρετα, αλλά επισυμβαίνουν αντανακλαστικά εξαιτίας της υφιστάμενης κατάστασης και της δημόσιας εικόνας του πολιτικού συστήματος. Όταν ο δημόσιος πολιτικός διάλογος περιορίζεται στη συνθηματολογία και στην παρελθοντολογία, στις ανταλλαγές κατηγοριών και στα παρασκηνιακά μαχαιρώματα, στα μικροκομματικά περιστατικά και στις διακομματικές μεταγραφές, τότε καθίσταται μεν εξαιρετικά ενδιαφέρον για τους χρονογράφους και τους κωμωδιογράφους, αλλά απολύτως αδιάφορος για τους πολίτες και για την κοινωνία. Ενδεχομένως όλα τα ανωτέρω να λειτουργούν βολικά σαν προπέτασμα καπνού, προς απόκρυψη της πραγματικής πληροφόρησης που αναμένουν να έχουν οι πολίτες σχετικά με τα πεπραγμένα κατά την προηγούμενη και τα επικείμενα κατά την επόμενη κοινοβουλευτική θητεία. Όμως οι πολίτες δικαιούνται να γνωρίζουν, έτσι ώστε να μπορούν να συμμετάσχουν στην εκλογική διαδικασία πληροφορημένοι και ενημερωμένοι, αφού σε διαφορετική περίπτωση θα ενισχυθεί περαιτέρω η διάθεση της οριζόντιας απαξίωσης, της αποχής και της αποστασιοποίησης.  


Οι πολίτες αναμένουν ότι τα πολιτικά κόμματα αφενός θα παρουσιάσουν απολογιστικά το κοινοβουλευτικό έργο που επιτέλεσαν κατά την προηγούμενη πενταετία και αφετέρου θα παρουσιάσουν αναλυτικά τις προγραμματικές τους θέσεις για την επόμενη περίοδο. Στα πλαίσια του απολογισμού αναμένεται ότι το κάθε πολιτικό κόμμα θα παρουσιάσει τις Προτάσεις Νόμου και τις τροπολογίες σε Νομοσχέδια που κατέθεσε, συνοδευόμενες από τα νομοθετικά αποτελέσματα που προέκυψαν, θα παρουσιάσει τις Ερωτήσεις που έθεσε προς την εκτελεστική εξουσία και τις ενέργειες που προέκυψαν μέσα από αυτές, τα θέματα που ενέγραψε προς συζήτηση στις  Κοινοβουλευτικές Επιτροπές και στο Κεφάλαιο Δ’ της Ολομέλειας, και τα ζητήματα που έθεσε στη Σύσκεψη των Αρχηγών των Κοινοβουλευτικών Κομμάτων σχετικά με τη βελτίωση της λειτουργίας της Βουλής των Αντιπροσώπων. Στα πλαίσια των προγραμματικών θέσεων, αναμένεται ότι το κάθε πολιτικό κόμμα θα παρουσιάσει αναλυτικά τις κοινοβουλευτικές επιλογές του σχετικά με σημαντικά ζητήματα που επίκειται να συζητηθούν και να αποφασιστούν σε κοινοβουλευτικό επίπεδο και αφορούν τις ιδιωτικοποιήσεις των ημικρατικών οργανισμών, τη μεταρρύθμιση της δημόσιας υπηρεσίας, τη μεταρρύθμιση της τοπικής αυτοδιοίκησης, τις δημόσιες δαπάνες μέσω του κρατικού προϋπολογισμού, το αναπτυξιακό μοντέλο, την πάταξη της διαφθοράς και της διαπλοκής, τη βελτίωση της λειτουργίας του κράτους και των θεσμών, καθώς και σε σχέση με τις κοινοβουλευτικές συνεργασίες που πρόκειται να αναπτύξει για την ψήφιση νόμων και για την εκλογή του Προέδρου της Βουλής. 

Όταν η προεκλογική δημόσια συζήτηση δεν αναπτύσσεται δομημένα σε αυτή την πολιτική βάση και δεν συνδέεται με τις πραγματικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα, τότε καταλήγει να στριφογυρίζει στα μικρά, στα χαριτωμένα και στα γλυκανάλατα, με εξάρσεις κομματικού πατριωτισμού και ξύλινης συνθηματολογίας που απευθύνονται αποκλειστικά στα στενά κομματικά ακροατήρια. Η απαξίωση της πολιτικής και η μειωμένη συμμετοχή στις εκλογές, δεν οφείλεται στους πολίτες αλλά στο πολιτικό σύστημα. Και ενόψει των επικείμενων βουλευτικών εκλογών, εάν το πολιτικό σύστημα επιμείνει να υποβαθμίζει τη δημόσια συζήτηση αποκρύπτοντας τις αδυναμίες του πίσω από προεκλογικά προπετάσματα καπνού, τότε οι πολίτες θα συνεχίσουν να του γυρίζουν την πλάτη. 

[Εφημερίδα "Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ"]

6 Μαρτίου 2016

Η επικίνδυνη επικράτηση του συντηρητισμού

Αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη κυριαρχούν συντηρητικές ιδέες που εφαρμόζονται για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης με τη μορφή του νεοφιλελευθερισμού, και για την αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης  με τη μορφή της ξενοφοβίας. Αυτές οι ιδέες έχουν επικρατήσει στην κοινή γνώμη και στα κέντρα λήψεως αποφάσεων, με αποτέλεσμα να θεωρούνται - προς το παρόν - ευρέως ορθές, όμως η ορθότητα τους δεν κρίνεται στη βάση της τρέχουσας δημοφιλίας τους, αλλά εκ του αποτελέσματος. Και δυστυχώς, ο συντηρητισμός αποτυγχάνει να δημιουργήσει θετικές αναπτυξιακές προοπτικές, οδηγεί σε κοινωνικοοικονομικά αδιέξοδα, και δημιουργεί φυγόκεντρες αντιευρωπαϊκές τάσεις. Στην πράξη, ο συντηρητισμός εμπεδώνει μια Ευρώπη με μεγάλες ανισότητες, υψηλή ανεργία και διαρκή ύφεση, όπου τα ευρωπαϊκά κράτη καταλήγουν άκριτα σε εθνοκεντρικές και εσωστρεφείς επιλογές. Αυτή η συνταγή βλάπτει σοβαρά την Ευρωπαϊκή Ένωση, τους Ευρωπαίους πολίτες και τα ευρωπαϊκά κράτη, καθιστώντας απαραίτητη την προοδευτική στροφή προς το μέλλον.   

Η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης με τη συντηρητική πολιτική του νεοφιλελευθερισμού έχει αποτύχει. Παρά τη μηρυκαστική διαφήμιση των δήθεν «success stories», η πραγματικότητα συνηγορεί προς το αντίθετο: Η ανεργία στην Ευρώπη εξακολουθεί να βρίσκεται σε σημαντικά υψηλά επίπεδα σε σχέση με την περίοδο πριν από την οικονομική κρίση, οι ρυθμοί ανάπτυξης εξακολουθούν να μην είναι ικανοποιητικοί, και οι ανισότητες μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών εξακολουθούν να επιτείνονται. Η συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαρκώς κλυδωνίζεται μέσα από τις συζητήσεις εξόδου κρατών μελών και ο ευρωσκεπτικισμός συνεχώς ενισχύεται μέσα από την ταύτιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης με επιλογές που επηρεάζουν αρνητικά την ευημερία των πολιτών. Εναλλακτικά, για την πραγματική αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης χρειάζονται προοδευτικές πολιτικές βασισμένες στον ολοκληρωμένο ευρωπαϊκό αναπτυξιακό σχεδιασμό, στην ευέλικτη άσκηση της ενιαίας νομισματικής πολιτικής, στην ενίσχυση του κοινωνικού κράτους πρόνοιας και στην επένδυση σε τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας όπου η Ευρώπη διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα.

Η αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης με τη συντηρητική πολιτική της ξενοφοβίας έχει επίσης αποτύχει. Είναι προφανές ότι η χαοτική μεγέθυνση του προσφυγικού προβλήματος προκύπτει λόγω της απουσίας μιας ολοκληρωμένης πολιτικής για ένα σοβαρό ζήτημα που αφορά όλους. Η διαμόρφωση διαδικασιών και μηχανισμών για έγκαιρη και αναλογική κατανομή των προσφύγων στα ευρωπαϊκά κράτη φαντάζει αυτονόητη, όμως για να μπορεί να μετουσιωθεί σε πολιτική πράξη προϋποτίθεται η μετάβαση σε μια διαφορετική προσέγγιση της προσφυγικής κρίσης: Σύμφωνα με τη συντηρητική προσέγγιση, οι ροή των προσφύγων είναι ένα αποσπασματικό πρόβλημα που αντιμετωπίζεται αντιδραστικά με το κλείσιμο των συνόρων, με την καλλιέργεια του ρατσισμού, του φόβου και της εσωστρέφειας, υπό την ψευδαίσθηση της συνοριακής στεγανότητας. Εναλλακτικά, στα πλαίσια της προοδευτικής προσέγγισης, η υποδοχή των προσφύγων αποτελεί ηθική υποχρέωση της Ευρώπης, η ομαλή ένταξη των προσφύγων αποτελεί ευκαιρία και όχι απειλή για την Ευρώπη, και η ουσιαστική συμβολή στη σταθεροποίηση των αποτυχημένων κρατών από τα οποία προέρχονται οι πρόσφυγες αποτελεί ιστορικό και γεωπολιτικό καθήκον της Ευρώπης.

Η Ευρώπη χρειάζεται προοδευτικές πανευρωπαϊκές πολιτικές για την αντιμετώπιση των μεγάλων πανευρωπαϊκών προβλημάτων. Οι προοδευτικές πολιτικές βασίζονται στις αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης, της κοινωνικής συνοχής και της κοινωνικής αλληλεγγύης, σε αντιδιαστολή με τις συντηρητικές πολιτικές που επικεντρώνονται στην κοντόφθαλμη ικανοποίηση του ατομικού συμφέροντος, του οικονομικού κέρδους και των κατεστημένων αντιλήψεων. Η επικράτηση του συντηρητισμού είναι επικίνδυνη και καταδικασμένη να αποτύχει, όμως προτού καταστήσει την αποτυχία της Ευρώπης μη αναστρέψιμη, πρέπει να αντικατασταθεί από τη στροφή στην προοδευτική Ευρώπη της συνοχής, της ευημερίας, της εξωστρέφειας και της ανάπτυξης, έτσι ώστε η Ευρώπη να διαδραματίσει τον δημιουργικό ρόλο που της αναλογεί για τους πολίτες της, για την περιοχή και για τον κόσμο.

[Εφημερίδα "Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ"]

31 Ιανουαρίου 2016

Η διακριτική γοητεία της διχόνοιας

Η κινηματογραφική ταινία με τον εύγλωττο τίτλο «Η διακριτική γοητεία της μπουρζουαζίας» («Le charme discret de la bourgeoisie»), του Ισπανού σκηνοθέτη Λουίς Μπουνιουέλ, γυρίστηκε το 1972, βραβεύτηκε με το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας το 1973 και θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα δείγματα του υπερρεαλιστικού κινηματογράφου. Η ταινία πραγματεύεται τα χαρακτηριστικά της μεσοαστικής τάξης που λειτουργούν ταυτοχρόνως ελκυστικά και καταστροφικά, αντανακλώντας τις σκοτεινότερες πτυχές της ανθρώπινης φύσης. Οι κεντρικοί χαρακτήρες είναι πλούσιοι, πολιτικοί, στρατιωτικοί και επιχειρηματίες που παγιδεύονται σε ένα κυκεώνα από απροσδόκητα συμβάντα, με αφορμή ένα δείπνο το οποίο δεν ξεκινά και δεν ολοκληρώνεται ποτέ, συμβολίζοντας τη ματαίωση και την αποτυχία. Τηρουμένων των αναλογιών, αντίστοιχη γοητεία ασκείται ιστορικά στο λαό μας από τη διχόνοια, την αντιπαράθεση και τη σύγκρουση, που οδηγούν σε εθνικούς διχασμούς, σε εμφύλιους σπαραγμούς και σε εθνικές αποτυχίες. Και ενόψει των κρίσιμων εξελίξεων που αφορούν το εθνικό μας ζήτημα, η διακριτική γοητεία της διχόνοιας δεν πρέπει να αφεθεί να παρασύρει ξανά το λαό μας σε περιπέτειες, σε δύσβατα μονοπάτια και σε επικίνδυνες ατραπούς.    


Δυστυχώς, η διχόνοια είναι γοητευτική για συγκεκριμένους λόγους που την καθιστούν ευρύτατα ελκυστική, αναιρώντας την απαραίτητη κριτική και διαλεκτική προσέγγιση που οφείλουν να έχουν τόσο οι πολίτες όσο και οι πολιτικοί: Προσφέρει τη δυνατότητα της υπεραπλούστευσης των πολιτικών πραγμάτων και των πολιτικών διλημμάτων. Επιτρέπει τις εύκολες συνθηματολογικές τοποθετήσεις, χωρίς ενδελεχή μελέτη και χωρίς ολοκληρωμένη ανάλυση. Αναιρεί τον ορθολογισμό και προσφέρει συναισθηματικές διεξόδους που απευθύνονται στο θυμικό αντί στο λογικό των πολιτών. Προσφέρει απλοϊκές απαντήσεις στην ανάγκη του αυτοπροσδιορισμού, μέσα από τη ρηχή αντίθεση αντί μέσα από τη βαθιά σύνθεση. Μετατρέπει τους πολίτες σε ζηλωτές που υποστηρίζουν άκριτα συγκεκριμένες θέσεις με οπαδικό φανατισμό. Ακυρώνει την απαίτηση για ολοκληρωμένη και αντικειμενική ενημέρωση, αντικαθιστώντας την με καταγγελίες και φιρμάνια. Διευκολύνει τις κομματικές συσπειρώσεις προτάσσοντας τον κίνδυνο του «εσωτερικού εχθρού» που χαρακτηρίζεται δήθεν από «αυξημένο βαθμό επικινδυνότητας». Οδηγεί σε έξαλλους πανηγυρισμούς και σε βαθιές στεναχώριες που παρερμηνεύουν τις πολιτικές εξελίξεις σαν μονοδιάστατα θετικές ή αρνητικές. Καλλιεργεί το μίσος, την εχθρότητα και τη μοχθηρία, αντί την ομόνοια, την αλληλεγγύη και την ενότητα. Εν ολίγοις, η διχόνοια προσφέρει εύκολες διεξόδους σε όσους προτιμούν να φωνασκούν αντί να συζητούν, να αισθάνονται αντί να σκέφτονται, να ακολουθούν αντί να καθοδηγούν και να καταστρέφουν αντί να δημιουργούν.  

Ο λαός μας έχει πληρώσει πολλές φορές ακριβά το κόστος της ροπής των ηγετών του προς τη διακριτική γοητεία της διχόνοιας. Έτσι, ενόψει των εξελίξεων με αντικείμενο το κυπριακό πρόβλημα, ανεξαρτήτως τελικής κατάληξης και ανεξαρτήτως προσωπικών προτιμήσεων, οφείλουμε πρωτίστως να επιδείξουμε σθεναρή αντίσταση στη διχόνοια, ώστε να επιτραπεί η ανάπτυξη νηφάλιου δημόσιου διαλόγου, όπου δεν θα υπάρχει χώρος για άλλους πατριώτες και για άλλους προδότες. Τόσο ο απόλυτος μηδενισμός όσο και η εξιδανικευμένη ωραιοποίηση των επικείμενων εξελίξεων θα αποτελέσουν εκφάνσεις της ίδιας παθογένειας, οδηγώντας ολοταχώς προς τη διχόνοια. Και κατ' αντιστοιχία με το δείπνο στην ταινία του Λουίς Μπουνιουέλ, το μέλλον της χώρας μας θα σημαδεύεται πάντα από σουρεαλιστικά συμβάντα τα οποία θα οδηγούν εξακολουθητικά στη ματαίωση και την αποτυχία. Που για να αποφευχθούν χρειάζεται ψυχραιμία, μετριοπάθεια, σωφροσύνη και σύνεση.

[Εφημερίδα Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ]

3 Ιανουαρίου 2016

Η δημοκρατική προϋπόθεση

Απαραίτητη προϋπόθεση για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη της χώρας μας είναι η αναβάθμιση της λειτουργίας της δημοκρατίας μας. Τα δημοκρατικά ελλείμματα συνεπάγονται απενεργοποίηση των πολιτών και ισχυροποίηση της ολιγαρχίας, με αποτέλεσμα την αναχαίτιση κάθε βήματος προς τα εμπρός και την αναπαραγωγή της προβληματικής υφιστάμενης κατάστασης. Αλλά για να αναβαθμιστεί η λειτουργία της δημοκρατίας χρειάζεται προηγουμένως να αναπτυχθεί η ανάλογη συζήτηση στη δημόσια σφαίρα. 




Και σε αυτό το πλαίσιο, ορισμένα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα ζητήματα είναι τα εξής: 

  • Η επανεξέταση του πλαισίου λειτουργίας των ανεξάρτητων αξιωματούχων του κράτους, αφού το σημερινό μοντέλο οδηγεί συχνά σε συγκρούσεις, σε εσωστρέφεια και σε αδιέξοδα, που περιορίζουν τις πραγματικές δυνατότητες άσκησης του σημαντικού ρόλου τους, ο οποίος ενίοτε καθίσταται μικροπολιτικός και απονευρωμένος. 
  • Η ρύθμιση της μετάβασης από διάφορα επαγγέλματα στον χώρο της πολιτικής, αφού σήμερα επιτρέπεται η εκμετάλλευση της όποιας δεσπόζουσας επαγγελματικής θέσης για ανάπτυξη διαπλοκής με την εξουσία υπό την προσδοκία της πολιτικής αξιοποίησης, με αποτέλεσμα τη στρεβλή άσκηση σημαντικών λειτουργημάτων, όπως αυτά του δημόσιου λειτουργού, του ακαδημαϊκού ή του δημοσιογράφου.
  • Η κατοχύρωση του επαγγελματικού ασυμβίβαστου των Βουλευτών, αφού η σημερινή κατάσταση επιτρέπει τη διαπλοκή ανάμεσα στον νομοθετικό ρόλο και στον όποιο επαγγελματικό ρόλο, ενώ οι Βουλευτές μερικής απασχόλησης είναι αδύνατο να ανταποκριθούν ουσιαστικά στον μεγάλο όγκο εργασίας της κοινοβουλευτικής δραστηριότητας.
  • Η ρύθμιση της εσωτερικής λειτουργίας των πολιτικών κομμάτων, αφού η σημερινή τους λειτουργία επιτρέπει την αυθαιρεσία και προάγει τον αρχηγισμό, που δεν συνάδουν με τη σύγχρονη αντίληψη για τη δημοκρατία και απομακρύνουν περαιτέρω τους πολίτες από την ενεργό πολιτική συμμετοχή. 
  • Η διαφύλαξη της υπερκομματικής λειτουργίας της κοινωνίας των πολιτών, αφού σήμερα τα πολιτικά κόμματα επιδιώκουν να παρεισφρέουν σε διαφόρων ειδών οργανώσεις για δορυφορική εκμετάλλευση, αναιρώντας την αξία των ανεξάρτητων δομών που ως μη-κυβερνητικές έχουν να προσφέρουν πολύ περισσότερα παρά ως κομματικές.      
  • Η ενίσχυση του διδακτικού αντικειμένου της πολιτικής αγωγής, τόσο στα πλαίσια της σχολικής εκπαίδευσης όσο και στα πλαίσια της δια βίου μάθησης, αφού σήμερα η μεγαλύτερη πληγή για τη δημοκρατία είναι η αποστασιοποίηση των πολιτών, οι οποίοι πρέπει να καταστούν πιο κριτικοί και πιο απαιτητικοί έναντι της πολιτείας, των πολιτικών και του πολιτεύματος.  

Σύμφωνα με την ετήσια έρευνα με τίτλο Democracy Index που διεξάγει το Intelligence Unit του διεθνούς περιοδικού The Economist, η οποία παρακολουθεί την ποιότητα της δημοκρατίας στις χώρες του κόσμου, η Κύπρος δεν καταγράφει ιδιαίτερα θετικά αποτελέσματα. Αν και τοποθετείται στην 42η θέση ανάμεσα σε 167 χώρες, η χώρα μας κατατάσσεται  μόλις προτελευταία μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης, η δημοκρατία μας περιγράφεται ως «ατελής» (“flawed”) και η επίδοσή μας στον τομέα της «πολιτικής κουλτούρας» είναι ιδιαίτερα χαμηλή και αντίστοιχη με αυτήν αρκετών αφρικανικών χωρών. Η κρίση που βιώνει η χώρα μας δεν είναι απλώς οικονομική αλλά είναι βαθύτατα πολιτική. Και για την έξοδο από αυτή την κρίση είναι κεφαλαιώδους σημασίας η υποτιμημένη δημοκρατική προϋπόθεση, αφού σε διαφορετική περίπτωση θα έχει ανακαινιστεί το περίβλημα, αλλά το περιεχόμενο θα παραμένει σαθρό, με τα ανάλογα αρνητικά αποτελέσματα.  

[Εφημερίδα "Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ"]