Σελίδες

17 Μαΐου 2015

Συνέντευξη στην Εφημερίδα ΑΛΗΘΕΙΑ

"Η διχοτόμηση βολεύει κάποιους"
Δυστυχώς, η διχοτόμηση βολεύει κάποιους. Άλλους επειδή μπορούν να πουλούν εύκολο πατριωτισμό, άλλους επειδή βολεύονται με το σημερινό σύστημα εξουσίας, και άλλους επειδή έχουν καταστήσει επάγγελμα τον αντικατοχικό αγώνα.


Υπάρχουν σήμερα οι συνθήκες για μια σοβαρή προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού, με προοπτικές για θετική έκβαση και μάλιστα σύντομα;
Λένε ότι υπάρχουν δεκαετίες στις οποίες δεν συμβαίνει τίποτα, και υπάρχουν εβδομάδες στις οποίες συμβαίνουν δεκαετίες. Ιδανικές συνθήκες υπάρχουν μόνο στα εργαστήρια, όχι στην πολιτική. Η πλευρά μας οφείλει να επικεντρωθεί στις παραμέτρους που μπορεί να επηρεάσει, είτε άμεσα, είτε έμμεσα, και να τις καταστήσει όσο το δυνατόν πιο θετικές. Οι δύο άγνωστοι παράγοντες της εξίσωσης είναι οι πραγματικές προθέσεις της Τουρκίας και οι πραγματικές δυνατότητες των Τουρκοκυπρίων έναντι της Τουρκίας. Αυτά ακριβώς είναι που θα διαφανούν κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων.
                                           
Επειγόμαστε για επίλυση του κυπριακού προβλήματος; Πρέπει να βιαζόμαστε; Δεν είναι καλύτερα να περιμένουμε να δυναμώσει η Ελλάδα, αλλά και η Κύπρος, και μετά να μπούμε σε μια διαδικασία για διευθέτηση του Κυπριακού;
Οπωσδήποτε επειγόμαστε για την απελευθέρωση και την επανένωση της χώρας μας. Όμως συναντούσαμε πάντα ως εμπόδιο την αδιαλλαξία της Τουρκίας, στην οποία προστίθετο είτε η απροθυμία, είτε η αδυναμία, της τουρκοκυπριακής ηγεσίας να αντιπαρατεθεί σε αυτή την αδιαλλαξία. Ο βασικός στόχος της τουρκικής αδιαλλαξίας είναι η εδραίωση των τετελεσμένων της κατοχής με δύο τρόπους: Μέσα από την πάροδο του χρόνου ή μέσα από την επιβολή μιας διχοτομικής λύσης. Για να αποτραπούν και οι δύο επιδιώξεις, έχουμε καθήκον να εργαζόμαστε για την επίλυση του Κυπριακού χωρίς αναβλητικότητα, αλλά με προσοχή στον καθορισμό της διαδικασίας και στη διαχείριση των εξελίξεων. Στόχος μας είναι η σύντομη εξεύρεση λύσης που να αποκαθιστά τους πληγέντες της εισβολής και της κατοχής, που να διασφαλίζει τη λειτουργικότητα και την πολιτική σταθερότητα, με σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα και στις βασικές ελευθερίες.

Τι θα χάσουμε εάν δεν λυθεί σύντομα το Κυπριακό και ναυαγήσουν ακόμη μία φορά οι συνομιλίες;
Κάθε φορά που αποτυγχάνει μια προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού, ερχόμαστε πιο κοντά στη διχοτόμηση. Μετά από ενδεχόμενο αδιέξοδο, ο διεθνής παράγοντας δεν θα επαναλάβει μια νέα πρωτοβουλία στο άμεσο μέλλον, ενώ οι Κύπριοι πολίτες θα απομακρυνθούν ακόμη περισσότερο από την ιδέα της επανενωμένης Κύπρου. Αλλά το μεγαλύτερο κόστος, σε περίπτωση αποτυχίας των διαπραγματεύσεων, θα είναι το κόστος της χαμένης ευκαιρίας για τη μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας σε ένα σύγχρονο κράτος με πρωταγωνιστικό ρόλο στην περιοχή, που να παρέχει ασφάλεια και ευημερία στους πολίτες του.

Θα ήταν χρήσιμο να συζητηθούν αυτή τη στιγμή ΜΟΕ υψηλής πολιτικής, όπως είναι το θέμα της Αμμοχώστου; Ή θα οδηγηθούμε σε αδιέξοδο πριν καλά καλά αρχίσουν οι συνομιλίες;
Από την υπογραφή της Συμφωνίας Υψηλού Επιπέδου του 1979 μεταξύ του Σπύρου Κυπριανού και του Ραούφ Ντεντκάς, έχει συμφωνηθεί ότι η Αμμόχωστος θα επιστραφεί στους κατοίκους της, χωρίς να αναµένεται η έκβαση των συζητήσεων για άλλες πτυχές του κυπριακού προβλήματος και χωρίς άλλα ανταλλάγματα. Παρ’ όλα αυτά, η Τουρκία δεν ανταποκρίθηκε στην υποχρέωση που ανέλαβε, ενώ σήμερα η επιστροφή της Αμμοχώστου διασυνδέεται με το θέμα του αεροδρομίου της Τύμπου. Εάν εκτιμάται ότι θα υπάρξει σύντομα ολοκληρωμένη κατάληξη των διαπραγματεύσεων, είναι προτιμότερο αυτά τα ζητήματα να εξεταστούν στο πλαίσιο της συνολικής συμφωνίας παρά να συζητούνται αποσπασματικά, αφού αυτοσκοπός είναι η συνολική λύση. Ωστόσο πρακτικά ζητήματα που μπορούν να τεθούν άμεσα σε εφαρμογή, είναι χρήσιμα και καλοδεχούμενα.

Ποια μηνύματα έστειλε η άλλη κοινότητα με την εκλογή Ακκιντζί;
Η εκλογή Ακκιντζί είναι ένα θετικό γεγονός, κυρίως επειδή αντικατοπτρίζει την επιθυμία της τουρκοκυπριακής κοινότητας για λύση. Ωστόσο, απομένει να διαφανεί εάν η αντίληψη των Τουρκοκυπρίων για το περιεχόμενο της λύσης μπορεί να γεφυρωθεί με την αντίστοιχη αντίληψη των Ελληνοκυπρίων. Επιπρόσθετα, θα φανεί στην πράξη εάν η επιθυμία των Τουρκοκυπρίων βρίσκεται σε συνάφεια με την επιθυμία της Τουρκίας και κυρίως, εάν οι Τουρκοκύπριοι μπορούν να επιδράσουν θετικά έναντι της Τουρκίας.

Η εκλογή Ακκιντζί προσθέτει κάτι στη διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού ή δεν επηρεάζουν τα πρόσωπα που εκπροσωπούν την τουρκοκυπριακή κοινότητα στις συνομιλίες, στο επίπεδο που διεξάγονται σήμερα;
Πάντοτε τα πρόσωπα επηρεάζουν τις πολιτικές εξελίξεις. Και σίγουρα
η παρουσία του Μουσταφά Ακκιντζί στη θέση του ηγέτη της τουρκοκυπριακής
κοινότητας είναι πολύ πιο ελπιδοφόρα σε σχέση με την παρουσία του Ραούφ
Ντενκτάς ή του Ντερβίς Έρογλου. Όμως, αν το κλειδί της λύσης βρίσκεται στην
Άγκυρα, αναμένεται να δούμε στην πράξη εάν ο Μουσταφά Ακκιντζί μπορεί να το
στρέψει προς τη σωστή κατεύθυνση και να ξεκλειδώσει τη λύση.

Είναι ώρα να ανοίξει ο διάλογος αναφορικά με το ποια λύση θέλουμε; Για το κατά πόσον ο επιδιωκόμενος στόχος μας πρέπει να είναι μια λύση στη βάση της ΔΔΟ ή όχι; Είναι η ώρα να αποκηρύξουμε τη ΔΔΟ;
Όταν προσδιορίζονται οι εθνικές μας επιδιώξεις, ορισμένοι δυσκολεύονται να διακρίνουν το εφικτό από το ευκταίο. Είναι εύκολο να συζητάμε μεταξύ μας θεωρητικά για το «τι θα μπορούσαμε να διεκδικήσουμε» και να γράφουμε εκθέσεις ιδεών για την ιδανική λύση. Όμως το σημαντικό είναι να καθορίσουμε «τι μπορούμε να πετύχουμε», και στην πράξη να καταφέρουμε στο μέγιστο δυνατό βαθμό εκείνα που είναι εφικτά. Σε αυτό το πλαίσιο, ενδεχόμενη υπαναχώρηση από την υποστήριξη της ομοσπονδιακής λύσης του Κυπριακού, θα ήταν λανθασμένη και επικίνδυνη, τόσο για λόγους τακτικής, όσο και για λόγους ουσίας. Μια τέτοια ενέργεια θα έστελνε διεθνώς λανθασμένα μηνύματα σχετικά με την επιθυμία της πλευράς μας για λύση, θα αποστερούσε από την πλευρά μας σοβαρότητα και συνέπεια, και θα αποτελούσε πισωγύρισμα στη διαπραγματευτική προσπάθεια. Επιπρόσθετα, θα αποτελούσε κίνηση εσωτερικής κατανάλωσης χωρίς θετική επίδραση στις εξελίξεις, θα μετέφερε τη βάση της συζήτησης σε θεωρητικό αντί σε πρακτικό επίπεδο και θα έθετε εκ των προτέρων υπό αμφισβήτηση την μορφή που θα λάβει η Κυπριακή Δημοκρατία μετά από ενδεχόμενη λύση του Κυπριακού.  

Στην ελληνοκυπριακή κοινότητα υπάρχουν δυνάμεις που δεν θέλουν τη λύση του Κυπριακού;
Δυστυχώς, η διχοτόμηση βολεύει κάποιους. Άλλους επειδή μπορούν να πουλούν εύκολο πατριωτισμό, άλλους επειδή βολεύονται με το σημερινό σύστημα εξουσίας, και άλλους επειδή έχουν καταστήσει επάγγελμα τον αντικατοχικό αγώνα. Πέρα από αυτά όμως, υπάρχει η εύλογη ανησυχία για το ρόλο που θα διαδραματίσει η Τουρκία μετά από τη λύση και για τις επεκτατικές βλέψεις που θα έχει έναντι της Κύπρου, ενώ η έλλειψη ουσιαστικής επαφής με τους Τουρκοκύπριους για δεκαετίες έχει δημιουργήσει έλλειμμα εμπιστοσύνης. Για την ανατροπή αυτών των πεποιθήσεων, χρειάζεται πολλή προσπάθεια, υπομονή και επιμονή, αλλά κυρίως χρειάζεται να επιτευχθεί πραγματική πρόοδος στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.

Η λύση που διαπραγματεύεται ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας –στη βάση των ψηφισμάτων του ΟΗΕ, του ευρωπαϊκού κεκτημένου, της Κοινής Δήλωσης της 11ης Φεβρουαρίου 2014- είναι στην ουσία συνομοσπονδία και όχι ομοσπονδία;
Όσο πιο σαφές είναι το πλαίσιο των διαπραγματεύσεων, τόσο πιο αποτελεσματική θα είναι η διαδικασία των διαπραγματεύσεων, έτσι ορισμένα στοιχεία της Κοινής Δήλωσης που τυγχάνουν διφορούμενων ερμηνειών θα πρέπει να διευκρινιστούν κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων. Είναι προφανές ότι για να προκύψει μια συμφωνημένη λύση μεταξύ των ηγετών των δύο κοινοτήτων πρέπει να έχει χαρακτηριστικά ομοσπονδίας και όχι συνομοσπονδίας, αφού διαφορετικά θα συναντήσει αρνητική υποδοχή από τους πολίτες κατά τη διαδικασία του δημοψηφίσματος. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας οφείλει να ενημερώνει το λαό τακτικά και αναλυτικά, ώστε να υπάρχει διαφάνεια σε όλα τα στάδια, και να αποφευχθεί η παραπληροφόρηση οποιασδήποτε μορφής.

Ποια είναι η εικόνα του ΔΗΚΟ σε σχέση με τη νέα προσπάθεια για επίλυση του Κυπριακού; Που στέκει η πολιτική ηγεσία και ο κόσμος του Δημοκρατικού Κόμματος;
Ο κόσμος του ΔΗΚΟ επιθυμεί τη λύση του Κυπριακού, τη διασφάλιση της πολιτικής σταθερότητας και τη συνέχιση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η διαπραγματευτική διαδικασία δεν θα είναι εύκολη, και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας χρειάζεται τη στήριξη όλων των πολιτικών δυνάμεων για να διεκδικήσει μια λύση που να διασφαλίζει τα συμφέροντα όλων των Κυπρίων πολιτών. Το ΔΗΚΟ, με νηφαλιότητα, με μετριοπάθεια και με ορθολογισμό, πρέπει να ασκήσει εποικοδομητικά το ρόλο του, τόσο εντός του Εθνικού Συμβουλίου όσο και γενικότερα, ώστε η εξέλιξη των διαπραγματεύσεων να είναι η καλύτερη δυνατή, και εφόσον καταλήξει σε ένα ολοκληρωμένο αποτέλεσμα, αυτό θα αξιολογηθεί αναλόγως. 

Επικίνδυνες αντιομοσπονδιακές παλινδρομήσεις

Η διάκριση του εφικτού από το ευκταίο αποτελεί διαχρονικό πρόβλημα στον καθορισμό των εθνικών στόχων και επιδιώξεων, με αποτέλεσμα να καταγράφεται μια σημαντική διαφορά φάσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά το 1960 και την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, ορισμένοι κύκλοι συνέχισαν να υποστηρίζουν τον στόχο της ένωσης με την Ελλάδα, ενώ μετά το 1974 και την υπογραφή των συμφωνιών για την ομοσπονδιακή λύση του Κυπριακού, ορισμένοι κύκλοι συνεχίζουν να υποστηρίζουν τον στόχο του ενιαίου κράτους. Όμως αυτή η πρωθύστερη στόχευση παρεμποδίζει την εξέλιξη του κυπριακού κράτους και την πρόοδο του κυπριακού λαού, επειδή θρέφει τον αλυτρωτισμό και στρεβλώνει τον πολιτικό σχεδιασμό.


Σε αυτό το πλαίσιο, ενδεχόμενη υπαναχώρηση από την υποστήριξη της ομοσπονδιακής λύσης του Κυπριακού, θα ήταν λανθασμένη και επικίνδυνη, τόσο για λόγους τακτικής, όσο και για λόγους ουσίας. Μια τέτοια ενέργεια θα έστελνε διεθνώς λανθασμένα μηνύματα σχετικά με την επιθυμία της πλευράς μας για λύση, θα αποστερούσε από την πλευρά μας σοβαρότητα και συνέπεια, και θα αποτελούσε πισωγύρισμα στη διαπραγματευτική προσπάθεια. Επιπρόσθετα, θα αποτελούσε κίνηση εσωτερικής κατανάλωσης χωρίς θετική επίδραση στις εξελίξεις, θα μετέφερε τη βάση της συζήτησης σε θεωρητικό αντί σε πρακτικό επίπεδο και θα έθετε εκ των προτέρων υπό αμφισβήτηση την μορφή που θα λάβει η Κυπριακή Δημοκρατία μετά από ενδεχόμενη λύση του Κυπριακού.  

Σήμερα, η υπαναχώρηση από την υποστήριξη της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας, ως της επιδιωκόμενης μορφής λύσης του Κυπριακού Προβλήματος θα αποτελούσε ουσιαστικά καταγγελία όλων των προηγούμενων σχετικών συμφωνιών που έχουν υπογράψει οι Προέδροι της Κυπριακής Δημοκρατίας και όλων των προηγούμενων σχετικών αποφάσεων που έχει λάβει το Εθνικό Συμβούλιο, με αποτέλεσμα να τεθεί υπό αμφισβήτηση ο ρόλος της πλευράς μας, ως κράτους όπου λαμβάνονται πολιτικές αποφάσεις από δημοκρατικά εκλεγμένες Κυβερνήσεις, που χαρακτηρίζονται από θεσμική συνέχεια και συνέπεια. Ειδικότερα, στα πλαίσια της παρούσας συγκυρίας, μια τέτοια υπαναχώρηση θα λειτουργούσε ως πρόσκομμα στη διαπραγματευτική διαδικασία και θα οδηγούσε σε πισωγύρισμα, αφού θα επέτρεπε στην άλλη πλευρά να καταθέσει μαξιμαλιστικότερες θέσεις διευρύνοντας την απόσταση και θα απομάκρυνε ακόμα περισσότερο την προοπτική εξεύρεσης συμφωνημένης λύσης. Ιδιαίτερα το τελευταίο, λόγω του υψηλού βαθμού στον οποίο είναι προφανές, θα ερμηνευόταν ως κίνηση απεμπολισμού της πιθανότητας προσέγγισης συμφωνίας, έτσι η πλευρά μας θα έχανε το τεκμήριο της καλής θέλησης και θα αντιμετωπιζόταν από τη διεθνή κοινότητα με τον αντίστοιχο τρόπο. Στην πράξη, η υπαναχώρηση από την υποστήριξη της ομοσπονδιακής λύσης του Κυπριακού μπορεί να προκαλέσει μόνο κόστος και όχι όφελος, απευθυνόμενη κυρίως στο εσωτερικό μέτωπο παρά στις πραγματικές πολιτικές εξελίξεις, οι οποίες δεν μπορούν να επηρεαστούν από την έκφραση ευχολογίων. Ωστόσο, μια τέτοια εξέλιξη θα τροφοδοτούσε την εσωτερική συζήτηση για το Κυπριακό, αλλά θα την έθετε σε μια θεωρητική αντί σε μια πρακτική βάση, με αποτέλεσμα να περιορίζεται σε ένα φαντασιακό επίπεδο όπου θα διαπραγματευόμαστε μεταξύ μας για το “τι θα μπορούσαμε να διεκδικήσουμε” αντί για το “τι μπορούμε να πετύχουμε”. Παρόλο που καμία συζήτηση δεν είναι εξ ορισμού αρνητική, εάν η κριτική προς την ομοσπονδία καθίσταται μηδενιστική και εκφοβιστική, ουσιαστικά τίθεται εκ προοιμίου υπό αμφισβήτηση η μορφή που θα έχει η Κυπριακή Δημοκρατία μετά από τη λύση του Κυπριακού Προβλήματος, οδηγώντας προς επανάληψη των φαινομένων του παρελθόντος, όπου το νεοϊδρυθέν τότε κράτος του ‘60 δεν αγαπήθηκε αρχικά από κανέναν και προσεγγίστηκε ως μεταβατική παρένθεση για κάτι άλλο, μέχρι που κινδυνεύσαμε να το χάσουμε οριστικά.     

Η επανένωση μιας διχοτομημένης χώρας και ενός διχασμένου λαού δεν είναι εύκολη υπόθεση. Προϋποθέτει σοβαρότητα, υπευθυνότητα, νηφαλιότητα και ορθολογισμό, ώστε μέσα από μια δύσκολη διαπραγμάτευση να επιτευχθεί το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Εάν επιθυμούμε την επίλυση του Κυπριακού στο ορατό μέλλον, τότε θα διαπραγματευτούμε με συνέπεια στις θέσεις μας, με ρεαλισμό και διεκδικητικότητα, για την εξεύρεση λύσης στη βάση του μοντέλου της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας, με το σωστό περιεχόμενο. Εάν δεν θέλουμε την επίλυση του Κυπριακού στο ορατό μέλλον και προτιμούμε τη διαιώνιση της σημερινής κατάστασης στο διηνεκές, τότε μπορούμε να κρυβόμαστε πίσω από όρους όπως “επανατοποθέτηση του Κυπριακού”, “διαμόρφωση νέας στρατηγικής για το Κυπριακό” και “όχι στην Ομοσπονδία”.

[Εφημερίδα "Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ"]